Παρά την ταχεία ψηφιοποίηση του λιανεμπορίου τα τελευταία χρόνια, το ηλεκτρονικό σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα εξακολουθεί να κρατά ένα συγκριτικά μικρό μερίδιο στην αγορά. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, μόλις το 3,1% του συνολικού τζίρου των σούπερ μάρκετ στη χώρα πραγματοποιείται ηλεκτρονικά. Το 2024, σύμφωνα με τα στοιχεία της Convert Group, ο τζίρος των ηλεκτρονικών σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα ανήλθε στα 335 εκατ. ευρώ. Το προαναφερόμενο ποσοστό παραμένει στάσιμο τα τελευταία χρόνια, παρά τις ευκαιρίες που δημιούργησε η πανδημία με την πρόσκαιρη άνοδο του συγκεκριμένου ποσοστού κοντά στο 5% και παρά τη γενικότερη στροφή των καταναλωτών προς το ηλεκτρονικό εμπόριο. Το ποσοστό αυτό υπογραμμίζει την απόσταση που χωρίζει την ελληνική αγορά από άλλες ευρωπαϊκές, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Μεγάλη Βρετανία, όπου η διείσδυση του online καναλιού ξεπερνά το 11%, φτάνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη υψηλότερα.
Η διαφορά αυτή δεν είναι τυχαία, καθώς στη βρετανική αγορά έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικές επενδύσεις εδώ και αρκετά χρόνια, τόσο από τις μεγάλες αλυσίδες όσο και από ανεξάρτητους παρόχους υπηρεσιών, όπως είναι για παράδειγμα η Ocado. Όπως επισημαίνει ο επικεφαλής της Convert Group Παναγιώτης Γκεζερλής μιλώντας στο powergame.gr, «η Μεγάλη Βρετανία βρίσκεται περίπου 10 χρόνια μπροστά από την Ελλάδα σε επίπεδο τεχνολογίας, υποδομών και λειτουργικών διαδικασιών στον χώρο των ηλεκτρονικών σούπερ μάρκετ».
Στη Μεγάλη Βρετανία, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στα ηλεκτρονικά σούπερ μάρκετ, έχουν αναπτύξει συστήματα υψηλής αποδοτικότητας, αυτοματοποιημένα-ρομποτικά κέντρα διανομής και προηγμένες πλατφόρμες εξυπηρέτησης καταναλωτών, που επιτρέπουν στο ηλεκτρονικό εμπόριο να κερδίζει διαρκώς έδαφος. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Tesco, της μεγαλύτερης αλυσίδας σούπερ μάρκετ στη συγκεκριμένη χώρα, που διαθέτει μερίδιο 18% επί του συνολικού της τζίρου από το ηλεκτρονικό κανάλι.
Αποτρεπτικό για επενδύσεις το υψηλό κόστος για τα σούπερ μάρκετ, από 8-10 ευρώ ανά παραγγελία
Στην Ελλάδα, αντίθετα, η περιορισμένη διείσδυση οφείλεται σ’ ένα σύνολο παραγόντων. Αφενός, το υψηλό λειτουργικό κόστος του μοντέλου παραμένει αποτρεπτικό για τις επιχειρήσεις σούπερ μάρκετ, οι οποίες εμφανίζονται διστακτικές στο να πραγματοποιήσουν εκτεταμένες επενδύσεις στο συγκεκριμένο κανάλι πωλήσεων. Η προετοιμασία, συσκευασία και διανομή μιας παραγγελίας σούπερ μάρκετ απαιτεί σημαντικούς πόρους σε ανθρώπινο δυναμικό, υποδομές και χρόνο. Όπως εκτιμάται από την Convert Group, το συνολικό κόστος για την εκτέλεση και παράδοση μιας online παραγγελίας ύψους περίπου 100 ευρώ φτάνει τα 8 έως 10 ευρώ, ποσό που συχνά δεν καλύπτεται ούτε από τα έξοδα αποστολής που καταβάλλει ο καταναλωτής, ούτε από το περιθώριο κέρδους των προϊόντων.
Η πραγματικότητα αυτή καθιστά πολλές αλυσίδες επιφυλακτικές ως προς την περαιτέρω επέκτασή τους σε αυτό το πεδίο, καθώς απαιτούνται μεγάλες επενδύσεις για να υπάρξει οικονομία κλίμακας και να βελτιωθεί η αποδοτικότητα. Επομένως, έως και αυτή τη στιγμή τα ηλεκτρονικά σούπερ μάρκετ αποτελούν μία μέθοδο πώλησης η οποία υπολείπεται σημαντικά του τζίρου των φυσικών καταστημάτων. Τα οποία ωστόσο αποτελούν κατά κάποιον τρόπο «αναγκαίο» κακό για τις περισσότερες αλυσίδες, οι οποίες διαθέτουν ηλεκτρονικό κατάστημα ως συμπληρωματική υπηρεσία προς τους πελάτες τους. Ο κύριος Γκεζερλής εκτιμά ότι σε αυτό το περιβάλλον θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται οι δραστηριότητες της efood market και της Wolt market, οι οποίες διανέμουν είδη πρώτης ανάγκης. Ωστόσο οι παραγγελίες αφορούν κυρίως σε πολύ βασικά αγαθά για την κάλυψη έκτακτων αναγκών ενός νοικοκυριού και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να καλύψουν τις συνολικές ανάγκες που έχει ένας καταναλωτής όταν αγοράζει από ένα σούπερ μάρκετ.
Αντίθετες πορείες ηλεκτρονικών σούπερ μάρκετ με τα ηλεκτρονικά φαρμακεία
Επιπλέον, οι καταναλωτικές συνήθειες στην Ελλάδα παραμένουν ισχυρά συνδεδεμένες με τη φυσική παρουσία στο κατάστημα. O κύριος Γκεζερλής ωστόσο δεν αποδίδει τις χαμηλές πτήσεις του ηλεκτρονικού σούπερ μάρκετ στην καταναλωτική κουλτούρα, καθώς παρουσιάζει ως αντίλογο το γεγονός ότι σε άλλες κατηγορίες ηλεκτρονικού εμπορίου, όπως τα φαρμακεία και τα αθλητικά είδη, όταν υπάρχει το κίνητρο της καλής τιμής, τα ποσοστά των παραγγελιών είναι σημαντικά μεγαλύτερα σε σχέση με τα σούπερ μάρκετ.
Σημείο-κλειδί αποτελεί και το γεγονός ότι ορισμένες αλυσίδες, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Lidl, δεν έχουν εισέλθει στο ηλεκτρονικό εμπόριο τροφίμων. Εκτιμάται πως εάν η συγκεκριμένη αλυσίδα αποφάσιζε να επενδύσει στο ηλεκτρονικό σούπερ μάρκετ, η συνολική εικόνα ίσως άλλαζε. Ωστόσο, η εταιρεία έχει αποφύγει μέχρι σήμερα να εισέλθει στο κανάλι λόγω του υψηλού κόστους επένδυσης, αλλά και του σημαντικού λειτουργικού βάρους που συνεπάγεται η παροχή υπηρεσιών διανομής.