Εδώ και μια δεκαετία ακούμε συνεχώς ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα σημάνει το τέλος της δημοκρατίας στην Αμερική. Στους αριστερούς – φιλελεύθερους κύκλους, αυτός ο ισχυρισμός γίνεται συχνά αποδεκτός ως γεγονός. Για πολλούς, η απόδειξη βρίσκεται στα σημάδια παρακμής της δημοκρατίας σε άλλες χώρες. Μια σειρά από αμερικανικά πολιτικά συγγράμματα προειδοποιούν γι’ αυτό, σημειώνει η γερμανική Die Welt.
Ίσως το πιο γνωστό έργο είναι το «How Democracies Die» (Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες) των πολιτικών επιστημόνων του Χάρβαρντ, Στίβεν Λεβίτσκι και Ντάνιελ Ζίμπλατ. Υπάρχουν πολλά άλλα παραδείγματα αυτού του είδους. Αλλά οι ΗΠΑ διαφέρουν από πολλές χώρες που παίζουν σημαντικό ρόλο στη βιβλιογραφία για τον «θάνατο της δημοκρατίας». Και για τους Αμερικανούς που ανησυχούν για το τι θα κάνει ο Τραμπ στη δεύτερη θητεία του -με ήδη έναν χρόνο να έχει συμπληρωθεί από την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο- ο τρόπος με τον οποίο πέθαναν άλλες δημοκρατίες δεν είναι το κεντρικό ζήτημα. Το πραγματικό ερώτημα είναι αν η αμερικανική δημοκρατία θα επιβιώσει ή όχι, υποστηρίζει το μέσο.
Σίγουρα, ο Τραμπ κάνει όλα όσα κάνουν και οι αυταρχικοί ηγέτες που εξετάζουν οι Λεβίτσκι και Ζίμπλατ: αρνείται να αποδεχτεί εκλογικές ήττες, χαρακτηρίζει τους πολιτικούς αντιπάλους εγκληματίες και προσπαθεί να τους φυλακίσει, ενώ ταυτόχρονα υποστηρίζει τους βίαιους οπαδούς του. Επιτίθεται σε αντιπάλους και ΜΜΕ ως «εχθρούς του λαού». Αλλά ο αυταρχισμός του Τραμπ μοιάζει επίσης με αυτόν επικίνδυνων λαϊκιστών, που δεν κατάφεραν να καταστρέψουν τη δημοκρατία.
Προσεκτικές μελέτες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι μόνο περίπου το 1/5 των επικίνδυνων λαϊκιστών καταργούν πράγματι τη δημοκρατία. Αν θέλει κανείς να αξιολογήσει σοβαρά την απειλή από τον Τραμπ, θα πρέπει να αναρωτηθεί τι κάνει τη διαφορά μεταξύ των χωρών, όπου η δημοκρατία κατέρρευσε και των κρατών όπου επιβίωσε.
Τι θα γινόταν αν είχαμε περισσότερη εμπιστοσύνη ότι η δημοκρατία μας μπορεί να επιβιώσει από έναν Τραμπ 2.0; Αυτό θα μπορούσε να εκτονώσει κάπως την πολιτική ατμόσφαιρα και να δώσει στους θεσμούς περισσότερη αυτοπεποίθηση, για να αντισταθούν στις αντισυνταγματικές απαιτήσεις του Τραμπ. Όλοι οι Αμερικανοί θα μπορούσαν ίσως να δουν πέρα από αυτή τη δύσκολη στιγμή και να επικεντρωθούν περισσότερο στην επίλυση των προβλημάτων μιας δημοκρατίας, που χρειαζόταν επειγόντως επισκευή, ακόμη και πριν ο Τραμπ επιδεινώσει την κατάσταση. Μια προσεκτική σύγκριση με χώρες που απέκρουσαν αυταρχικές τάσεις, καθώς και με εκείνες που υπέκυψαν σε αυτές, υποδηλώνει: η αμερικανική δημοκρατία μπορεί να είναι πιο ανθεκτική από ό,τι νομίζουμε. Τουλάχιστον, έχει κρίσιμα πλεονεκτήματα έναντι των δημοκρατιών που απέτυχαν: καμία δεν ήταν ούτε κατά διάνοια τόσο πλούσια. Καμία δεν ήταν ούτε κατά διάνοια τόσο μακρόβια. Καμία, τέλος, δεν είχε ένα νομικό σύστημα, του οποίου οι ρίζες φτάνουν μέχρι τη Μάγκνα Κάρτα του 1215.
Οι πλούσιες δημοκρατίες σπάνια πεθαίνουν. Όπως έγραψε ο πολιτικός επιστήμονας Σέιμουρ Μάρτιν Λίπσετ το 1959: «Όσο πιο εύπορο είναι ένα έθνος, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να διατηρήσει τη δημοκρατία». Ο θεωρητικός της δημοκρατίας Άνταμ Πρζεβόρσκι έκανε το 2005 τη διάσημη παρατήρηση ότι, ενώ η δημοκρατία αποτύγχανε επανειλημμένα στις αναπτυσσόμενες χώρες, οι οικονομίες που ήταν πλουσιότερες από την Αργεντινή όταν ο στρατός κατέλαβε την εξουσία το 1976, είχαν επιβιώσει συνολικά χίλια χρόνια. Καμία δεν απέτυχε, παρά τους «πολέμους, τις ταραχές, τα σκάνδαλα, τις οικονομικές και κυβερνητικές κρίσεις, τις πλημμύρες και τα βάσανα της κόλασης». Η Τουρκία και η Ουγγαρία έχουν από τότε ξεπεράσει το όριο της «Αργεντινής του 1976». Παρ’ όλα αυτά, μια μελέτη του 2020 εντόπισε μόνο τρεις τύπους κρατών όπου το κατά κεφαλήν εισόδημα ξεπερνούσε τα 36.000 δολάρια ΗΠΑ: δημοκρατίες, πετρελαιοπαραγωγά κράτη και το εύπορο εμπορικό κέντρο της Σιγκαπούρης.
Ο Τραμπ και ο παράγοντας Κοινωνία των Πολιτών
Και η μακροβιότητα παίζει ρόλο, σημειώνει η Die Welt. Μια στατιστική ανάλυση-ορόσημο του 2005 διαπίστωσε ότι μια δημοκρατία που υπήρχε για περισσότερα από 50 χρόνια και είχε κατά κεφαλήν εισόδημα άνω των 23.000 δολαρίων, είχε μηδενική πιθανότητα να αποτύχει. Οι στατιστικές μελέτες δεν εγγυώνται όμως, ότι δεν θα υπάρξουν ποτέ εξαιρέσεις. Ωστόσο, μια τόσο ευρεία συναίνεση σε βάθος τόσων ετών είναι πολύ ενδεικτική. Δεδομένου ότι αυτό ισχύει τόσο για τα κοινοβουλευτικά όσο και για τα προεδρικά συστήματα, οι επιστήμονες υποθέτουν ότι οφείλεται λιγότερο στο πολιτικό σύστημα και περισσότερο στην κοινωνία των πολιτών. Ο Πρζεβόρσκι υπέθεσε ότι, ενώ σε κοινωνίες με χαμηλότερο εισόδημα μπορεί να ξεσπάσουν αγώνες για τους λιγοστούς πόρους, σε εύπορες κοινωνίες αναπτύσσεται ένας υπαρξιακός φόβος για την απώλεια του κράτους δικαίου, κάτι που ενώνει τμήματα της κοινωνίας σε προηγμένες καπιταλιστικές δημοκρατίες που κατά τα άλλα βρίσκονται σε σύγκρουση.
Χρησιμοποιώντας τη βάση δεδομένων «Varieties of Democracy», η οποία παρέχει εκατοντάδες δείκτες διακυβέρνησης σε μια κλίμακα από δημοκρατική έως αυταρχική, ερευνητές του Πανεπιστημίου του Τέξας διαπίστωσαν ότι από τις 30 περιπτώσεις οπισθοδρόμησης μεταξύ 2000 και 2019, μόνο οκτώ οδήγησαν σε κατάρρευση της δημοκρατίας. Διότι η κοινωνία των πολιτών καταπολεμά τέτοιες οπισθοδρομήσεις.
Λίγες οι πιθανότητες επιτυχίας
Η αμερικανική δημοκρατία έχει ένα ακόμη ισχυρό σημείο: είναι προεδρική. Η επικρατούσα άποψη παλαιότερα ήταν το αντίθετο. Οι θεωρητικοί θεωρούσαν τα κοινοβουλευτικά συστήματα ασφαλέστερα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι πρωθυπουργοί συχνά ηγούνται συνασπισμών πολλών κομμάτων, επιτρέποντας σε διαφορετικές φωνές να ακουστούν, και αν κάτι πάει στραβά, μπορούν να καθαιρεθούν πολύ πιο εύκολα. Επιπλέον, πριν από μερικές δεκαετίες, οι προεδρίες θεωρούνταν ασταθείς, μεταξύ άλλων επειδή στη Λατινική Αμερική ανατρέπονταν τακτικά από τον στρατό. Πιο πρόσφατα, όμως, τα στρατιωτικά πραξικοπήματα για την κατάληψη της εξουσίας έχουν σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί. Αντ’ αυτού, η σημερινή πρόκληση είναι οι αυταρχικοί ηγέτες που κερδίζουν τις εκλογές και προσπαθούν να αποκτήσουν αυταρχική εξουσία εκ των έσω, κάτι που είναι ευκολότερο στα κοινοβουλευτικά συστήματα.
Οι έλεγχοι και οι ισορροπίες που περιορίζουν τους προέδρους δυσκολεύουν τη ζωή των επίδοξων αυταρχικών. Ο Κουρτ Βάιλαντ του Πανεπιστημίου του Τέξας εντοπίζει 17 επικίνδυνους λαϊκιστές από το 1980 σε προεδρικά συστήματα τουλάχιστον μέτριας ισχύος, όπως στην Αργεντινή ή τη Βραζιλία. Μόνο δύο από αυτούς κατάφεραν να καταστρέψουν τη δημοκρατία· αυτοί οι δύο είχαν ένα σημαντικό κοινό στοιχείο. Η υποστήριξη του Τραμπ μπορεί να ανησυχεί τους αντιπάλους του, αλλά είναι πολύ μικρότερη από ό,τι χρειάζεται για να καταστρέψει τη δημοκρατία. Ο Αλμπέρτο Φουχιμόρι στο Περού αναφέρεται στη βιβλιογραφία ως προειδοποιητικό παράδειγμα. Οι ΗΠΑ δεν παρέχουν το είδος της κρίσης που θα μπορούσε να εξασφαλίσει στον Τραμπ μια υποστήριξη του λαού παρόμοια με του Φουχιμόρι. Οι προσπάθειές του να προκαλέσει κρίσεις, για παράδειγμα στέλνοντας στρατεύματα στο Λος Άντζελες ή την Ουάσιγκτον, φαίνεται μέχρι στιγμής να του προκαλούν περισσότερο ζημιά. Ο Τραμπ επίσης δεν καταφέρνει να διευρύνει την εκλογική του βάση. Ενώ οι ικανοί αυταρχικοί ηγέτες σφυρηλατούν συμμαχίες με τους υποστηρικτές τους, αυτός τους αποξενώνει όλο και περισσότερο, από τον Έλον Μασκ μέχρι την Ιλεάνα Γκαρσία, συνιδρύτρια των Latinas for Trump. Η απονομή χάριτος στους ταραξίες της 6ης Ιανουαρίου μπορεί να ενθουσιάζει τη βάση του Τραμπ, αλλά απορρίπτεται από τα δύο τρίτα των Αμερικανών. Ομοίως, δεν είναι πιθανό να τον βοηθήσει το να επιτίθεται σε δημόσιους υπαλλήλους, να επιβάλλει καθημερινά νέους δασμούς και να περνάει έναν προϋπολογισμό που αποκλείει πολλούs από τους υποστηρικτές του από την κρατική ασφάλιση υγείας Medicaid, ενώ ταυτόχρονα μειώνει τους φόρους για τους πλούσιους. Με τα στοιχεία της απασχόλησης να παραμένουν στάσιμα και τον πληθωρισμό να αυξάνεται αργά, ακριβώς τα θέματα με τα οποία ο Τραμπ έκανε την προεκλογική του εκστρατεία θα μπορούσαν να τον αποδυναμώσουν. Υπάρχουν λοιπόν ελάχιστα σημάδια ότι ο Τραμπ βρίσκεται στο δρόμο για να επιτύχει την υψηλή δημοτικότητα των επιτυχημένων αυταρχικών ηγετών.
Η δικαιοσύνη είναι το τελευταίο οχυρό όταν όλα τα άλλα αποτυγχάνουν. Μέχρι στιγμής, τα κατώτερα δικαστήρια έχουν επανειλημμένα μπλοκάρει τις υπερβολές του Τραμπ. Όμως, ο Τραμπ ποντάρει ανοιχτά στο ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα εγκρίνει τη διεύρυνση της προεδρικής του εξουσίας. Ομολογουμένως, κυριαρχείται από συντηρητικούς δικαστές της Federalist Society, οι οποίοι είναι εδώ και καιρό αφοσιωμένοι στην ιδέα της «ενιαίας εκτελεστικής εξουσίας». Αυτή η ιδέα τους οδήγησε να λάβουν κάποιες τρομερές κατεπείγουσες αποφάσεις: επέτρεψαν στον Τραμπ να αντικαταστήσει επικεφαλής υπηρεσιών με κόλακες, να απολύσει εκατοντάδες χιλιάδες κυβερνητικούς υπαλλήλους και να μπλοκάρει δισεκατομμύρια δολάρια για προγράμματα εγκεκριμένα από το Κογκρέσο. Αλλά παραμένει ένα δικαστήριο της Federalist Society, όχι ένα τραμπικό δικαστήριο. Στην πρώτη του θητεία, για παράδειγμα, ο Τραμπ είχε το χειρότερο ιστορικό ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη σύγχρονη εποχή.
Οι δικαστές της Federalist Society απέρριπταν επανειλημμένα τις προσφυγές του κατά των εκλογών του 2020. Επίσης, ορισμένες από τις αποφάσεις του δικαστηρίου υπέρ του Τραμπ είναι λιγότερο ξεκάθαρες από ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Η απόφαση που παρέχει στους προέδρους ασυλία για όλες τις πράξεις που εντάσσονται στα κύρια καθήκοντά τους θα επέτρεπε σ’ έναν πρόεδρο να διατάξει Navy Seals να δολοφονήσουν έναν πολιτικό αντίπαλο, επέκρινε η δικαστής Σόνια Σοτομαγιόρ στη διαφωνούσα γνώμη της. Αλλά αυτή η απόφαση δεν παρέχει ασυλία στους Seals. Η δολοφονία ενός αντιπάλου του Τραμπ θα ήταν ακόμα φόνος εκ προμελέτης για οποιονδήποτε εμπλεκόταν. Ή ας υποθέσουμε ότι ο Τραμπ είχε προσπαθήσει να συγκεντρώσει ψεύτικους εκλέκτορες. Όπως τόνισε η δικαστής Έιμι Κόνι Μπάρετ, η διαχείριση των εκλογών δεν ανήκει στα κύρια καθήκοντα του προέδρου, οπότε ο Τραμπ θα μπορούσε να διωχθεί ποινικά γι’ αυτό. Η κυβέρνηση έχει χάσει επίσης σημαντικές δίκες σε αυτή τη θητεία. Στις 15 Μαρτίου, ο Τραμπ παραβίασε μια διαταγή περιφερειακού δικαστηρίου, στέλνοντας 137 φερόμενα μέλη μιας βενεζουελάνικης συμμορίας με το πρόσχημα του Alien Enemies Act, καθώς και άλλα 101 άτομα στο πλαίσιο μιας διαδικασίας απέλασης, σε μια από τις περιβόητες φυλακές του Μπουκέλε. Όταν η κυβέρνηση προσπάθησε να επαναλάβει αυτό το κόλπο, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε με εννέα ψήφους υπέρ και καμία κατά ότι το παλιό δικαίωμα του Habeas Corpus απαιτεί όλοι τους να έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν τόσο τη συνταγματικότητα των κατηγοριών όσο και το καθεστώς τους ως μελών συμμορίας ενώπιον δικαστηρίου.
Το συμπέρασμα είναι ότι οι ομοσπονδιακοί δικαστές, σε αντίθεση με τους Ρεπουμπλικάνους στο Κογκρέσο, διορίζονται ισοβίως και ενδιαφέρονται για το πώς θα τους κρίνει η ιστορία. Παρά την προφανή προθυμία του δικαστηρίου να ενισχύσει την εξουσία του Τραμπ επί της εκτελεστικής εξουσίας, οι πιθανότητες του προέδρου να αντικαταστήσει πλήρως όλους τους δικαστές, όπως έκανε ο Μπουκέλε, ή να ξαναγράψει το Σύνταγμα, όπως έκανε ο Φουχιμόρι, φαίνονται σχεδόν μηδενικές. Μια παραβίαση των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα προκαλούσε μαζική αντίσταση. Μια δημοσκόπηση των Times/Siena College έδειξε ότι μόνο το έξι τοις εκατό των Αμερικανών θα υποστήριζε κάτι τέτοιο. Η αμερικανική δημοκρατία παρουσιάζει πράγματι αδυναμίες που οι περισσότερες άλλες προηγμένες δημοκρατίες δεν έχουν. Μία από αυτές είναι η ανισότητα, η οποία συμβάλλει στην πολιτική πόλωση και τη διάβρωση της δημοκρατίας. Αυτό όμως δεν οδηγεί απαραίτητα στην κατάρρευση.
Η δύναμη των πολιτών
Τα λατινοαμερικανικά έθνη που ματαίωσαν αυταρχικές τάσεις παλεύουν με ίδιες ή και χειρότερες εισοδηματικές ανισότητες, έντονες εθνοτικές και κοινωνικές διαιρέσεις, ιδεολογικές αντιθέσεις και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που χρησιμοποιούνται ως όπλο. Είναι δύσκολο να δει κανείς γιατί οι ΗΠΑ θα τα πήγαιναν χειρότερα από αυτές τις χώρες. Εκτός από τον πλούτο, τη μακροβιότητα και τη νομική παράδοση της αμερικανικής δημοκρατίας, οι άνθρωποι είναι το οχυρό της. Οι αυταρχικοί ηγέτες γνωρίζουν ότι μπορούν να πέσουν αν χάσουν την υποστήριξη του κοινού. Βασιζόμενη σε μια εκτενή βάση δεδομένων για την πολιτική ανυπακοή, η Έρικα Τσένογουεθ της Harvard Kennedy School εκτιμά: αν το 3,5% του πληθυσμού ξεσηκωθεί σε μη βίαιες διαδηλώσεις εναντίον αυταρχικών, σχεδόν το 90% από αυτούς ανατρέπονται. Οι περισσότερες διαδηλώσεις στη βάση δεδομένων έλαβαν χώρα πριν από την εξάπλωση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Παρ’ όλα αυτά, η Τσένογουεθ υπογραμμίζει τον σημαντικό ρόλο των πολιτών στη δημοκρατία. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ακόμη και μόνο το ένα τοις εκατό των διαδηλωτών ανέτρεψε τους μισούς αυταρχικούς ηγέτες εναντίον των οποίων διαδήλωσαν. Περίπου πέντε εκατομμύρια Αμερικανοί -1,5%- συμμετείχαν τον Ιούλιο στη διαμαρτυρία «No Kings» κατά του Τραμπ, σύμφωνα με τους διοργανωτές.
Οι μαζικές διαδηλώσεις καθιστούν ορατή την αντίσταση που διαφορετικά θα παρέμενε ιδιωτική. Οι μεγάλες, ειρηνικές διαδηλώσεις σηματοδοτούν στις ισχυρές ελίτ του στρατού, της οικονομίας, των δικαστηρίων, του νομοθετικού σώματος, ακόμη και της κυβέρνησης, ότι η κατάσταση είναι άσχημη. Οι ελίτ είναι επίσης πολίτες και συχνά διχασμένες, ακόμη και σε στρατιωτικά καθεστώτα. Οι διαδηλώσεις επιτρέπουν στις ισχυρές ελίτ να παραμείνουν τουλάχιστον ουδέτερες, αν δεν εγκαταλείψουν ήδη την υποστήριξή τους σε ένα καθεστώς. Άλλα μέλη του συνασπισμού μπορεί να αναζητούν σημάδια για να αποστατήσουν, ώστε να μην μείνουν σε ένα καράβι που βυθίζεται. Η δημοκρατία της Αμερικής είναι πληγωμένη. Αλλά απέχει πολύ από το να είναι νεκρή.