THEPOWERGAME
Από τον ερχόμενο Δεκέμβριο και έως το τέλος του 2024 οι ευρωπαϊκές τράπεζες πρέπει να αποπληρώσουν δάνεια ύψους 491 δισ. ευρώ που έλαβαν με ευνοϊκούς όρους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στα χρόνια της κρίσης και στο πλαίσιο των προγραμμάτων TLTRO (targeted longer-term refinancing operations). Το μεγαλύτερο βάρος θα σηκώσουν οι ιταλικές τράπεζες με αποπληρωμές 175 δισ. ευρώ, ακολουθούν οι γαλλικές με 146 δισ. ευρώ και οι γερμανικές τράπεζες με 132 δισ. ευρώ. Είναι οι τράπεζες που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των ανησυχιών γιατί για αυτές το 2024 θα είναι έτος αυξημένων αναγκών και αυξημένων εκδόσεων ομολόγων σε μία εποχή που οι ομολογιακές αποδόσεις στις αγορές βρίσκονται στα ύψη.
Τις συνθήκες που θα επικρατούν σε επίπεδο ρευστότητας και αναγκών χρηματοδότησης μετά την αποπληρωμή των φθηνών δανείων της ΕΚΤ αναλύει σε νέα της έκθεση η ING. Οι τέσσερις τελευταίες δόσεις των μακροπρόθεσμων δανείων της ΕΚΤ (TLTRO-III) θα ωριμάσουν κατά σειρά στις 27 Μαρτίου, 26 Ιουνίου, 25 Σεπτεμβρίου και 18 Δεκεμβρίου 2024. Θα προηγηθεί η λήξη μίας μικρότερης δόσης στις 20 Δεκεμβρίου 2023 ύψους 37 δισ. ευρώ. Με βάση τη μέχρι σήμερα κινητικότητα, οι τράπεζες καλύπτουν το 40% των αποπληρωμών των δανείων της ΕΚΤ χρησιμοποιώντας τα αποθέματα ρευστότητας που διαθέτουν που συνεπάγεται ότι θα δοκιμαστούν μέσα στο 2024.
Η ING εξετάζει δύο σενάρια. Στο πρώτο οι τράπεζες χρησιμοποιούν τη διαθέσιμη ρευστότητα για να πληρώσουν τα TLTRO και στο δεύτερο μειώνουν τα αποθέματα ρευστότητας έως το επίπεδο που αυτά βρίσκονταν πριν την χορήγηση των TLTRO.
Σενάριο 1: Αν οι τράπεζες δεν προχωρούσαν καθόλου σε άντληση κεφαλαίων από τις αγορές αλλά επέλεγαν να αποπληρώσουν το σύνολο των οφειλών των TLTRO χρησιμοποιώντας αποκλειστικά τη διαθέσιμη ρευστότητά τους, οι τράπεζες της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας θα αντιμετώπιζαν τις μεγαλύτερες επιπτώσεις. Όπως φαίνεται στο παρακάτω γράφημα, ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας (Liquidity Coverage Ratio- LCR) υποχωρεί στο σενάριο αυτό γύρω στο 100% για τις ιταλικές τράπεζες. Για τις γερμανικές και γαλλικές τράπεζες διαμορφώνεται στο ίδιο σενάριο γύρω στο 125%-130%, ενώ για τις ελληνικές τράπεζες ξεπερνά το 150% και βρίσκεται υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Σενάριο 2: Αν τεθεί ως φυσιολογικό επίπεδο για τον δείκτη LCR το 145% που ίσχυε πριν τα TLTRO, οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να μειώσουν τους δείκτες τους κατά περίπου 13 ποσοστιαίες μονάδες με βάση τα στοιχεία β’ τριμήνου 2023. Αυτό μεταφράζεται σε επιπρόσθετα αποθέματα ρευστότητας 400 δισ. ευρώ για τις μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρωζώνης που αν συγκριθούν με τα 600 δισ. ευρώ των υπολοίπων των TLTRO στο β’ τρίμηνο, μένουν 200 δισ. ευρώ να αναχρηματοδοτηθούν μέσω των αγορών. Από χώρα σε χώρα οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Στη Φινλανδία και στη Σλοβενία οι δείκτες LCR των τραπεζών είναι χαμηλότεροι σήμερα από το επίπεδο πριν χορηγηθούν τα TLTRO (Q3 2019), άρα δεν διαθέτουν μαξιλάρια ρευστότητας που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν και θα πρέπει να αντλήσουν 8 δισ. ευρώ για να αποπληρώσουν τα δάνεια.
Στη Γερμανία, οι δείκτες LCR είναι γύρω στο επίπεδο που βρίσκονταν πριν τα TLTRO στο γ’ τρίμηνο του 2019. Άρα, δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν διαθέσιμη ρευστότητα και θα πρέπει να αντλήσουν από τις αγορές περίπου 130 δισ. ευρώ. Σε καλύτερη θέση βρίσκονται οι ελληνικές τράπεζες που εμφανίζουν δείκτες LCR σχεδόν διπλάσιους από το γ’ τρίμηνο του 2019. Αν οι ελληνικές τράπεζες επέστρεφαν στα επίπεδα δείκτη LCR του 2019 θα μπορούσαν να απελευθερώσουν ρευστότητα ύψους 35 δις. ευρώ για να αποπληρώσουν TLTROs ύψους 17 δις. ευρώ. Θα είχαν έτσι την πολυτέλεια να εμφανίζουν υψηλότερους δείκτες από το 2019, έχοντας αποπληρώσει τα δάνεια.