Η Μεγάλη Αντίφαση: Τα χρηματιστήρια πανηγυρίζουν, η πραγματική οικονομία σκοντάφτει

Τα διεθνή χρηματιστήρια μοιάζουν να χορεύουν στον Τιτανικό, αγνοώντας τις απίστευτες αποτιμήσεις και το παγόβουνο του χρέους

Wall Street © EPA/JUSTIN LANE

Στις χρηματοπιστωτικές αγορές εκτυλίσσεται ένα επικίνδυνο παράδοξο, σύμφωνα με το πρωτοσέλιδο των Financial Times του περασμένου Σαββάτου. Από τη μία πλευρά, η Wall Street ζει στιγμές ακραίας ευφορίας, με τον δείκτη S&P 500 να καταρρίπτει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, θυμίζοντας την εποχή της «φούσκας του dot-com». Αντίστοιχη είναι η εικόνα και σε πολλά άλλα διεθνή χρηματιστήρια. Από την άλλη, μια σιωπηλή κρίση χρέους απειλεί να τινάξει στον αέρα τη σταθερότητα των ανεπτυγμένων οικονομιών, με το δημόσιο χρέος να εκτοξεύεται σε πρωτοφανή επίπεδα. Αυτή η σχιζοφρενική εικόνα, όπου η αισιοδοξία των μετοχών συναντά τον κίνδυνο των ομολόγων, δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα, κατά τους FT.

Η ευφορία στις αγορές μετοχών τροφοδοτείται από βραχυπρόθεσμους παράγοντες: μια εμπορική συμφωνία μεταξύ Ουάσιγκτον και Τόκιο, η επιστροφή των «meme stocks» και η ασταμάτητη άνοδος τεχνολογικών κολοσσών, όπως η Nvidia. Οι επενδυτές μοιάζουν να αγνοούν τις προειδοποιητικές λυχνίες, εστιάζοντας στο γρήγορο κέρδος. Ένας δείκτης της Barclays, που μετρά την «ευφορία» στις μετοχές, έχει φτάσει στο υψηλότερο σημείο από την εποχή της φούσκας του Διαδικτύου, επιβεβαιώνοντας ότι η αγορά κινείται περισσότερο από το συναίσθημα, παρά από τα θεμελιώδη οικονομικά δεδομένα.

Ο Albert Edwards, αναλυτής της Société Générale, διάσημος για την πρόβλεψή του για τη «φούσκα του dot-com» που οδήγησε στο κραχ του 2000, προειδοποιεί και πάλι τους επενδυτές για μια πιθανώς οδυνηρή βουτιά που επίκειται. Στο Business Insider εντόπισαν το τελευταίο του σημείωμα προς τους πελάτες, την εβδομάδα που πέρασε, στο οποίο ο Edwards ανέφερε ότι οι αμερικανικές μετοχές και οι τιμές των κατοικιών βρίσκονται σε μια «φούσκα των πάντων», η οποία πιστεύει ότι θα μπορούσε σύντομα να σκάσει. Οι αποτιμήσεις των μετοχών είναι πράγματι υψηλές. Ο κυκλικά προσαρμοσμένος δείκτης τιμής προς κέρδη (P/E) βρίσκεται στο 38, ένα από τα υψηλότερα επίπεδα που έχει καταγραφεί ποτέ, και τόσο ο δείκτης P/E του τελευταίου 12μήνου, όσο και ο μελλοντικός P/E 12μήνου του S&P 500 είναι ιστορικά υψηλοί.

Οι δύο κόσμοι

Μια εικόνα δύο εκ διαμέτρου αντίθετων κόσμων σκιαγραφείται στη σύγχρονη οικονομία, γράφει στο προχθεσινό κύριο άρθρο της και η Wall Street Journal. Από τη μία πλευρά, τα χρηματιστήρια ζουν στιγμές πρωτοφανούς ευφορίας, με τους σχετικούς δείκτες να καταρρίπτουν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Από την άλλη, η «Main Street», η ραχοκοκαλιά της πραγματικής οικονομίας, που αποτελείται από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, αγωνίζεται να επιβιώσει κάτω από το βάρος της αβεβαιότητας, των δασμών και του περιορισμένου δανεισμού.

Η χρηματοπιστωτική αγορά μοιάζει αποκομμένη από την καθημερινότητα. Οι λεγόμενες «μετοχές meme», όπως αυτές των Kohl’s και Krispy Kreme, επιστρέφουν δυναμικά, θυμίζοντας την κερδοσκοπική φρενίτιδα του 2021.Οι «μετοχές meme» (meme stocks) είναι μετοχές εταιρειών των οποίων η τιμή εκτοξεύεται όχι λόγω της καλής οικονομικής τους κατάστασης, των κερδών τους ή των θεμελιωδών τους δεικτών, αλλά εξαιτίας της ξαφνικής και μαζικής δημοφιλίας που αποκτούν στο Διαδίκτυο, κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το Bitcoin προσεγγίζει το ιλιγγιώδες ποσό των 120.000 δολαρίων, ενώ οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες, όπως η Goldman Sachs και η Morgan Stanley, ανακοινώνουν αύξηση κερδών που ξεπερνά το 20% στα έσοδα από συναλλαγές.

Αυτή η έκρηξη πλούτου, ωστόσο, δεν διαχέεται στην ευρύτερη οικονομία. Αντιθέτως, οι μικρότερες επιχειρήσεις σφίγγουν το ζωνάρι. Οι εμπορικοί δασμοί πλήττουν δυσανάλογα τις εταιρείες που δεν διαθέτουν την ευελιξία των πολυεθνικών για να αναδιαμορφώσουν τις εφοδιαστικές τους αλυσίδες. Ο τραπεζικός δανεισμός για επενδύσεις παραμένει δύσκολη υπόθεση, οι νέες οικοδομικές άδειες μειώνονται και η αύξηση της απασχόλησης έχει επιβραδυνθεί. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, οι προσλήψεις μειώθηκαν για τις επιχειρήσεις με λιγότερους από 50 εργαζομένους, την ώρα που αυξάνονταν για τους κολοσσούς με πάνω από 1.000 υπαλλήλους.

Αλλά και στο μέτωπο του χρέους, η πραγματικότητα που περιγράφει ο ΟΟΣΑ είναι ζοφερή. Οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν ένα διογκούμενο πρόβλημα χρέους. Οι ανάγκες δανεισμού αυξάνονται δραματικά, με τις εκδόσεις κρατικών ομολόγων να αναμένεται να φτάσουν τα 17 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2025. Το πρόβλημα είναι ποιος θα αγοράσει αυτό το χρέος. Οι κεντρικές τράπεζες, που για χρόνια στήριζαν τις αγορές μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης, τώρα αποσύρουν τη στήριξή τους (ποσοτική σύσφιγξη), πουλώντας ομόλογα. Ταυτόχρονα, και οι παραδοσιακοί αγοραστές, όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία, μειώνουν την έκθεσή τους.

Η σύγκρουση αυτών των δύο κόσμων φαντάζει αναπόφευκτη. Η ανάγκη των κυβερνήσεων να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματά τους θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε υψηλότερα επιτόκια για να προσελκύσουν επενδυτές. Αυτά τα υψηλότερα επιτόκια, όμως, είναι δηλητήριο για τις υψηλές αποτιμήσεις των μετοχών, καθώς αυξάνουν το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις και μειώνουν την ελκυστικότητα των μερισμάτων. Η εποχή του φθηνού χρήματος, που τροφοδότησε ταυτόχρονα τις κρατικές δαπάνες και τα ράλι των αγορών, τελειώνει.

Η αγορά μοιάζει να χορεύει στον Τιτανικό, αγνοώντας το παγόβουνο του χρέους που πλησιάζει, επισημαίνουν οι Financial Times. Η τρέχουσα ευφορία είναι αποσυνδεδεμένη από την οικονομική πραγματικότητα και τα διαρθρωτικά προβλήματα, που συσσωρεύονται. Το ερώτημα δεν είναι αν θα έρθει η διόρθωση, αλλά πότε και πόσο βίαιη θα είναι η σύγκρουση μεταξύ της εικονικής πραγματικότητας των χρηματιστηριακών αγορών και της σκληρής αλήθειας των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Η κυβέρνηση του προέδρου Τραμπ επιμένει ότι οι πολιτικές της στοχεύουν στην ενίσχυση της «Main Street», όμως οι συνθήκες τη διαψεύδουν, τονίζει η Wall Street Journal. Το αίτημα για μείωση των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Federal Reserve) μοιάζει να αγνοεί τον κίνδυνο περαιτέρω «φουσκώματος» της χρηματιστηριακής φούσκας, την ώρα που ο πληθωρισμός παραμένει πάνω από τον στόχο. Όπως επισημαίνουν αναλυτές, η πραγματική ανακούφιση για τον μέσο πολίτη και τη μικρή επιχείρηση δεν θα έρθει από την περαιτέρω τόνωση της Wall Street, αλλά από την άμβλυνση των πιέσεων που προκαλούν οι δασμοί και η αστάθεια στην αγορά εργασίας.