Τα μηνύματα που στέλνουν οι αγορές με τις αναταράξεις στα ομόλογα

Oι αγορές στέλνουν μηνύματα στα κράτη πως θα πρέπει να δαμάσουν το δημόσιο χρέος τους. Oι επενδυτές τονίζουν την ανάγκη για κλίμα σταθερότητας

Ομόλογα © freepik

Η μεγάλη άνοδος των αποδόσεων στα μακροπρόθεσμα ομόλογα σε ΗΠΑ και Ευρώπη έρχεται να επιβεβαιώσει τη μεγάλη ανασφάλεια που επικρατεί για τις οικονομικές επιπτώσεις που μπορεί να έχουν υφιστάμενες πολιτικές εξελίξεις σε βάθος χρόνου. Η επιμονή του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, να συμβιβάσει την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) μαζί με την αδυναμία των κυβερνήσεων στη Γαλλία και τη Βρετανία να περάσουν απαραίτητες αλλά οδυνηρές περικοπές στον προϋπολογισμό διαμορφώνουν ένα εξαιρετικά ρευστό περιβάλλον για κάποιες από τις ισχυρότερες οικονομίες του ανεπτυγμένου κόσμου.

Σε δυσμενέστερη θέση βρίσκεται η Γαλλία. Η κυβέρνηση μειοψηφίας του Φρανσουά Μπαϊρού κινδυνεύει να καταρρεύσει εάν δεν εξασφαλιστεί η ψήφος εμπιστοσύνης του κοινοβουλίου στην κρίσιμη συνεδρίαση της 8ης Σεπτεμβρίου.

Εκτός της βαθιάς πολιτικής κρίσης στη Γαλλία, η οποία μπλοκάρει κάθε απόπειρα για τη μείωση του δημοσίου χρέους από το 113% του ΑΕΠ, ο Αμερικανός πρόεδρος επιτείνει τις προσπάθειες για να θέσει υπό έλεγχο όσο το δυνατόν τη Fed.

Μετά τις απειλές για την απόλυση του Τζερόμ Πάουελ ως επικεφαλής της Fed, απαγγέλθηκαν κατηγορίες εις βάρος της Λίζας Κουκ, ένα από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, για οικονομικές παρατυπίες. Η κυβέρνηση των Ρεπουμπλικάνων προωθεί, επίσης, τον διορισμό του Στήβεν Μίραν, ο οποίος είναι πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του Λευκού Οίκου, στη θέση της Αντριάννα Κούγκλερ που παραιτήθηκε αιφνίδια στις αρχές Αυγούστου. Αν και ο Μίραν δήλωσε χθες ενώπιον του Κογκρέσου πως είναι αναγκαίο να είναι ανεξάρτητη η νομισματική πολιτική, πέρσι είχε ταχθεί υπέρ μεγαλύτερου ελέγχου στη Fed από τον πρόεδρο των ΗΠΑ.

Απώτερος στόχος του Τραμπ είναι να μειώσει αισθητά η Fed τα επιτόκια από το φάσμα του 4,25%-4,5% προκειμένου να αντισταθμίσει τις συνέπειες από τους δασμούς και τις περικοπές φόρων. Μια μείωση που εικάζεται ότι θα λάβει χώρα στη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου, ενδεχομένως, να μην αρκετή για τον Λευκό Οίκο. Ο Τζέιμι Ντίμον της JPMorgan, ο Μπράιαν Μόνιχαν της Bank of America και άλλοι παράγοντες της Wall Street έχουν τονίσει, ωστόσο, την ανάγκη  να είναι ανεξάρτητη η Fed. Την επιφυλακτικότητα των επενδυτών για τις εξελίξεις όχι μόνον στις ΗΠΑ αλλά την Ευρώπη καταδεικνύει πρόβλεψη της Goldman Sachs ότι η τιμή του χρυσού θα φτάσει τα 4.000 δολάρια την ουγκιά μέσα τα μέσα του 2026 από το ιστορικό ρεκόρ των 3.580 δολαρίων την ουγκιά που σημειώθηκε αυτήν την εβδομάδα.

Σε ένα τεταμένο γεωπολιτικό κλίμα, με το ρήγμα να βαθαίνει ανάμεσα στη Δύση και το τρίγωνο Κίνας-Ρωσίας-Ινδίας και να ανατρέπονται θεμελιώδεις ισορροπίες στο παγκόσμιο εμπόριο από τους δασμούς Τραμπ, οι επενδυτές τονίζουν την ανάγκη να υπάρχει ένα κλίμα σταθερότητας στις αγορές και των δυο πλευρών του Ατλαντικού. Χωρίς πολιτική σταθερότητα δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική δέσμευση για τη μείωση του δημοσίου χρέους.

Αυτό είναι το μήνυμα που διαμηνύουν οι αγορές, οδηγώντας σε άνοδο το 10ετές ή και το 30ετές κόστος δανεισμού σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Αν και καταλάγιασε το έντονο κύμα των ρευστοποιήσεων τα τελευταία δυο 24ώρα, το 30ετές κόστος δανεισμού στη Γαλλία κινείται στο 4,4% από το 3,3% που ίσχυε πέρσι τον Δεκέμβριο. Στις ΗΠΑ, η απόδοση των 30ετών κρατικών ομολόγων άγγιξε το 5% μέσα στην εβδομάδα.

Υποχώρησε χθες ναι μεν στο 4,8% αλλά παραμένει υψηλότερη από το 3,9% που ίσχυε πέρσι τον Δεκέμβριο. Στη Βρετανία, το 30ετές κόστος δανεισμού κινείται στο 5,5% που είναι το υψηλότερο επίπεδο από το 1998.

Με αυτόν τον τρόπο, οι αγορές στέλνουν μηνύματα στα κράτη πως θα πρέπει να δαμάσουν το δημόσιο χρέος τους. Ούτως ή άλλως, η κυβέρνηση Μπαϊρού στη Γαλλία έχει προειδοποιήσει ότι οι υποχρεώσεις της χώρας αυξάνονται κατά 5.000 ευρώ ανά δευτερόλεπτο. Παράλληλα, το κόστος εξυπηρέτησης του βρετανικού χρέους υπερβαίνει τις 100 δισ.   στερλίνες ανά έτος, ενώ οι περικοπές φόρων στις ΗΠΑ από το «μεγάλο, όμορφο νομοσχέδιο» του Τραμπ εκτιμάται ότι θα προσθέσουν τουλάχιστον τρία τρισ. δολάρια σε υφιστάμενο χρέος 37 τρισ. δολάρια μέσα στην επόμενη δεκαετία. Στη Βρετανία, μάλιστα, η κυβέρνηση του Κιρ Στάρμερ και ειδικότερα η υπουργός Οικονομικών, Ρέιτσελ Ριβς, προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στην ατζέντα τους ως Εργατικοί για τη στήριξη του κράτους πρόνοιας και της ανάγκης να δαμαστεί το δημόσιο χρέος. Η Βρετανία παρουσιάζει το υψηλότερο κόστος δανεισμού από κάθε άλλο κράτος της ομάδας των G7.

Ακόμη και εκτιμήσεις ότι το αμερικανικό χρέος μπορεί να μειωθεί από τα έσοδα των δασμών τίθενται υπό αμφισβήτηση μετά την δικαστική απόφαση καταδίκασε αυτήν την πολιτική προστατευτισμού.  «Ο κίνδυνος να ματαιωθούν οι δασμοί αλλά να παραμείνει σε ισχύ το νομοσχέδιο του Τραμπ μπορεί να επισκιάσει τις αγορές ομολόγων των ΗΠΑ μέσα στις επόμενες εβδομάδες», δήλωσε ο Τιερί Γούντσμαν, στρατηγικός αναλυτής της Macquarie Group, στους Financial Times.