Μολονότι η άνοδος των διεθνών χρηματιστηριακών αγορών, με επίκεντρο τη Wall Street, συνεχίζεται αμείωτη, επικρατεί μια διάχυτη ανησυχία έως ποιό βαθμό θα εξακολουθούν να καταγράφονται κέρδη. Οι επενδυτές μετοχών εστιάζουν σε συγκεκριμένες πτυχές της οικονομικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας, όπως είναι οι προσδοκίες για τις επιδόσεις της τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ), μια μεγαλύτερη μείωση των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) ή υψηλότερες δαπάνες για άμυνα και υποδομές στην Ευρώπη. Σε άλλες αγορές, όμως, διαμορφώνεται μια διαφορετική εικόνα. Η τιμή του χρυσού κατέγραψε χθες νέο ρεκόρ στα 3.865 δολάρια την ουγκιά, σημειώνοντας τα υψηλότερα ετήσια κέρδη από το 1979, καθώς οι ατέρμονες διαπραγματεύσεις για τον αμερικανικό προϋπολογισμό στο Κογκρέσο κινδυνεύουν να οδηγήσουν σε έστω και τμηματική διακοπή λειτουργίας του ομοσπονδιακού κράτους.
Καθώς, όμως, η ξέφρενη πορεία της Wall Street συνεχίζεται παρά την αβεβαιότητα για την εμπορική και δημοσιονομική πολιτική που ακολουθεί ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, αναλυτές φοβούνται για το σκάσιμο μιας φούσκας μόλις η σκληρή πραγματικότητα έρθει για να υπενθυμίσει πόσο ρευστά είναι τα δεδομένα στον κόσμο. Η ανησυχία αυτή θα γίνεται εντονότερη μέσα στον Οκτώβριο. Από τα μέσα του μήνα ξεκινά η ανακοίνωση των εταιρικών αποτελεσμάτων, τα οποία θα δείξουν την αντιστοιχία και την αναντιστοιχία μεταξύ προσδοκιών και πραγματικότητας. Ενδεικτική είναι η υποβάθμιση των ελληνικών μετοχών από την HSBC στην «ουδέτερη» κατηγορία από την overweight, τονίζοντας πως διακρίνονται λιγότεροι καταλύτες για να οδηγήσουν σε ουσιαστική υπεραπόδοση στο μέλλον.
Σενάριο τρόμου για τις αγορές: Υπερβαίνοντας κάθε άλλο ρεκόρ πριν το σκάσιμο φούσκας όπως έγινε με την κρίση των dot.com εταιρειών και την κρίση του ’08
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας, ο δείκτης S&P 500 έχει αναρριχηθεί 98%. Κατάφερε να καταγράψει κέρδη άνω του 33% από τις αρχές Απριλίου, όταν οι «αμοιβαίοι δασμοί» του Τραμπ καταρράκωσαν όλον τον κόσμο και εγκαινίασαν μια περίοδο προστατευτισμού. Από το 2000, τα κέρδη του τεχνολογικού δείκτη Nasdaq υπερβαίνουν το 100% και του Russell 2000, ο οποίος απαρτίζεται από 2.000 μικρομεσαίες εταιρείες των ΗΠΑ, κινούνται στο 58%. Έως πότε θα συνεχιστεί αυτό το ράλι; Μήπως οι επενδυτές επιλέξουν ξαφνικά να ρευστοποιήσουν τα κέρδη τους; Ισχυρή ένδειξη του χάσματος μεταξύ αγορών και πραγματικής οικονομίας είναι ότι οι 500 εταιρείες που συνθέτουν τον δείκτη S&P καλύπτουν πλέον 1,8 φορές το αμερικανικό ΑΕΠ, αντιπροσωπεύοντας ένα ρεκόρ και ένα αρκετά υψηλότερο επίπεδο από τον ιστορικό μέσον όρο του 0,6 φορές. Σύμφωνα με την Bank of America (BofA), οι 19 από τους 20 χρηματιστηριακούς δείκτες κυμαίνονται σε υψηλότερα επίπεδα απ’ ότι σε προηγούμενες φούσκες των ΗΠΑ.
Στην Ευρώπη, επίσης, διαμορφώνεται μια ανάλογη εικόνα, με τον δείκτη Dax στο χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης να καταγράφει άνοδο 18% από τις αρχές του έτους και να κινείται μόνον 3% πιο χαμηλά από το ιστορικό υψηλό του στις αρχές Ιουλίου. Στο Παρίσι, o δείκτης Cac-40 έχει ενισχυθεί 6,63% μέσα στους πρώτους εννέα μήνες του 2025, ενώ ο πανευρωπαϊκός STOXX 600 απέχει μόλις 1,5% από το ιστορικό υψηλό του Μαρτίου. Στην Κίνα, ο ενθουσιασμός είναι τέτοιος που η κυβέρνηση προσπαθεί να «κρυώσει» τις υπερθερμασμένες αγορές: η πορεία τους από τον Απρίλιο θυμίζει εκείνες του 2015 και του 2021, δύο χρονιές που σημαδεύτηκαν από κραχ, σύμφωνα με τη Le Monde. O δείκτης Hang Seng στο Χονγκ Κονγκ εμφανίζει άνοδο 35% από τον Ιανουάριο μέχρι σήμερα, ενώ ο δείκτης Shanghai έχει ενισχυθεί κατά 18%.
Αυτά τα κέρδη εμφανίζονται την ώρα που διεθνείς οργανισμοί αναθεωρούν προς τα κάτω τις προβλέψεις για ανάπτυξη, οι κεντρικοί τραπεζίτες προειδοποιούν τις επιπτώσεις των δασμών του Τραμπ και οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για το δημοσιονομικό ρίσκο που έχουν αναλάβει οι ΗΠΑ με το «μεγάλο, όμορφο νομοσχέδιο» του Τραμπ και για τις πολιτικές δυσκολίες της Γαλλίας να τιθασεύσει το δημόσιο χρέος της. Η γερμανική οικονομία, η μεγαλύτερη της Ευρωζώνης, πιθανολογείται πως θα καταγράψει πτώση δραστηριότητας για τρίτο διαδοχικό έτος, ενώ η Κίνα προσπαθεί να διοχετεύσει φθηνά βιομηχανικά αγαθά σε άλλες αγορές εκτός των ΗΠΑ λόγω των δασμών Τραμπ.
Συγκεντρωμένα τα χρηματιστηριακά κέρδη σε μια χούφτα εταιρειών
Οι αποκαλούμενες «Υπέροχες Επτά» – Apple, Microsoft, Amazon, Alphabet, Meta, Nvidia και Tesla- έχουν πυροδοτήσει άνω του ήμισυ του 70% των κερδών του δείκτη S&P 500 από το 2023. Αλλά, όπως επισημαίνουν αναλυτές του πρακτορείου Bloomberg, ορισμένες έχουν ήδη αρχίσει να χάνουν τη δυναμική τους καθώς δεν αναμένεται να ευδοκιμήσουν στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ). «Το γεγονός ότι οι «Υπέροχες Επτά» ήταν οι βασικοί κερδισμένοι σε προηγούμενους τεχνολογικούς κύκλους, όπως της κινητής τηλεφωνίας, του Internet και του ηλεκτρονικού εμπορίου, δεν σημαίνει πως θα υπερισχύσουν όλες και σε αυτή τη φάση», δήλωσε ο Κρίστοφερ Σμιθ, ο οποίος επιβλέπει 2,4 δισ. δολάρια στην Antero Peak Group. Απευθυνόμενος στο αμερικανικό πρακτορείο, τόνισε ότι «οι επόμενοι νικητές θα είναι αυτοί που θα αντιμετωπίσουν μεγάλες και απεριόριστες αγορές μέσω της AI και θα γίνουν στο μέλλον μεγαλύτερες εταιρείες απ’ ό,τι είναι σήμερα οι Επτά Μεγάλες».
Οι επενδυτές ήδη παρακολουθούν στενά τις Broadcom, Oracle και Palantir. Βέβαια, οι «Υπέροχες Επτά» εξακολουθούν να πρωταγωνιστούν, με τα κέρδη τους να αναμένεται να ενισχυθούν πάνω από 15% το 2026. Παρατηρείται, όμως, μια διαφοροποίηση. Οι Nvidia, Alphabet, Meta και Microsoft πληρούν τις προδιαγραφές για να επωφεληθούν στο έπακρο από την τεχνητή νοημοσύνη, αλλά οι προοπτικές των Apple, Amazon και Tesla είναι πιο αβέβαιες. Οπότε η άνοδος της Wall Street, αν και εντυπωσιακή, γίνεται εύθραυστη εάν αναλογιστεί κανείς πως οι μετοχές περίπου τριάντα εταιρειών, όλες με δραστηριότητα στην τεχνητή νοημοσύνη, στηρίζουν τα χρηματιστηριακά κέρδη από το 2022, σύμφωνα με την JPMorgan. Επιπλέον, οι εταιρείες που έχουν ανοιχτεί στην ΑΙ δρομολογούν επενδύσεις 650 δισ. δολαρίων, σύμφωνα με υπολογισμούς της Carmignac που επικαλείται η Les Echos. Οι προσδοκίες είναι υψηλές. Τι θα γίνει, όμως, εάν δεν αποδώσουν καρπούς αυτά τα κεφάλαια;
Μεγάλη εξάρτηση έχουν καλλιεργήσει, επίσης, οι χρηματιστηριακές αγορές της Ευρώπης στον αμυντικό κλάδο, ο οποίος δέχεται σωρεία παραγγελιών από τις κυβερνήσεις της Ε.Ε και ειδικότερα της Γερμανίας λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία και της κλιμακούμενης ρωσικής επιθετικότητας. Οι μετοχές που απαρτίζουν τον S&P Europe Defense Vision Index έχουν καταγράψει κέρδη 92% από τις αρχές του έτους, σύμφωνα με την S&P Global. Η Airbus, η Rheinmetall και άλλες εταιρείες του κλάδου παρουσιάζουν τις υψηλότερες επιδόσεις, με τους αναλυτές να επισημαίνουν τα στρατηγικά τους πλεονεκτήματα και τις ισχυρές αναπτυξιακές τους πορείες. «Οι εταιρείες βρίσκονται σε καλή θέση για να επωφεληθούν από την αύξηση των αμυντικών προϋπολογισμών σε όλη την Ευρώπη», επισημαίνουν αναλυτές στην Investing.com. Ο αμυντικός κλάδος παρουσιάζει σήμερα τη μεγαλύτερη δυναμική σε σχέση με κάθε άλλο σκέλος των ευρωπαϊκών αγορών, με τη μετοχή των Rheinmetall, Airbus, BEA Systems και Rolls-Royce Holdings να αναρριχώνται 230%, 22%, 79% και 101%, αντίστοιχα.
Προειδοποιητική ένδειξη τα αλλεπάλληλα ρεκόρ του χρυσού
Ένας από τους παράγοντες που επιβεβαιώνει πως οι επενδυτές βρίσκονται σε εγρήγορση είναι τα διαδοχικά ιστορικά υψηλά του χρυσού από την έναρξη της δεύτερης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ τον περασμένο Ιανουάριο. Επενδυτικοί οίκοι, όπως η Goldman Sachs, διαβλέπουν άνοδο μέχρι και τα 4.000 δολάρια την ουγκιά μέσα στο επόμενο διάστημα, ξεκινώντας από τα 2.542 δολάρια στις αρχές του έτους. Τη Δευτέρα, η αξία του πολύτιμου μετάλλου ξεπέρασε τα 3.800 δολάρια την ουγκιά για πρώτη φορά στην ιστορία του, λόγω της αποδυνάμωσης του δολαρίου και των προσδοκιών για μεγαλύτερη μείωση των επιτοκίων από την Fed μετά τη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου.
Παραδοσιακά, ο χρυσός λειτουργεί ως επενδυτικό καταφύγιο. Επειδή, όμως, τα ρεκόρ αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο που ενισχύονται οι αποδόσεις των χρηματιστηρίων, αναλυτές τονίζουν πως η συσσώρευση κεφαλαίων στο πολύτιμο μέταλλο σηματοδοτούν μια βαθύτερη ανησυχία. Όπως υπογραμμίζεται και σε εκτενές δημοσίευμα της Les Echos, οι επενδυτές αναμφίβολα προετοιμάζονται για βαθιές αλλαγές, όπως η αναδιάταξη των ισορροπιών του διεθνούς νομισματικού συστήματος. Το καθεστώς του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος αμφισβητείται όλο και περισσότερο. Εν όψει αυτής της νέας πραγματικότητας, οι αναδυόμενες χώρες επιταχύνουν την αποδολαριοποίηση των οικονομιών τους. Τέλος, οι επενδυτές τρέφουν αυξανόμενη δυσπιστία για τη βιωσιμότητα του παγκόσμιου χρέους, ιδίως του αμερικανικού.
Αδιάλειπτη η άνοδος των κρατικών χρεών
Οι αγορές των κρατικών ομολόγων κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Το δημόσιο χρέους της Γαλλίας έφτασε τα 3,4 τρισ. ευρώ και αντιπροσωπεύει πλέον το 115,6% του ΑΕΠ της χώρας. Η χώρα βρίσκεται σε πολιτικό και κοινωνικό αναβρασμό, με τον νέο πρωθυπουργό, Σεμπαστιέν Λεκορνί, να προσπαθεί να βρει μια συμβιβαστική λύση με την αριστερά. Στις ΗΠΑ, ο Τραμπ δρομολογεί το «Όμορφο, Μεγάλο Νομοσχέδιο» με περικοπές φόρων 4,5 τρισ. δολαρίων από το 2025 μέχρι το 2034 σε επιχειρήσεις και τους πλουσίους, σύμφωνα με τον μη κυβερνητικό οργανισμό Tax Foundation. Η αύξηση των δασμών απέχει πολύ από το να καλύψει την πτώση των φορολογικών εσόδων, με αποτέλεσμα το έλλειμμα να αναμένεται πως θα ξεπεράσει το 7% του ΑΕΠ. Το δημόσιο χρέος ανέρχεται ήδη σε 37 δισ. δολάρια, δηλαδή 120% του ΑΕΠ και το κόστος εξυπηρέτησής του στο 3,8% του ΑΕΠ, επισημαίνει η Le Figaro.
Άγρια Δύση: Ανεξάντλητη η άνοδος των κρυπτονομισμάτων σε έναν κλάδο με υποτυπώδες ρυθμιστικό πλαίσιο
Ο Τραμπ και η οικογένεια του έχουν επενδύσει στην αγορά των κρυπτονομισμάτων, με τον Λευκό Οίκο να υπόσχεται πως θα μετατρέψει τις ΗΠΑ στο παγκόσμιο επίκεντρο του ψηφιακού χρήματος. Δεν είναι τυχαίο που η κεφαλαιοποίησή τους έχει αναρριχηθεί από τα 830 δισ. δολάρια το 2023 στα 4 τρισ. δολάρια, σήμερα. Στην αγορά αυτή πρωταγωνιστεί το bitcoin, η κεφαλαιοποίηση του οποίου κινείται στα 2,24 τρισ. δολάρια. Εντούτοις, επικρατούν φόβοι για την ασφάλεια αυτών των assets λόγω της υψηλής μεταβλητότητας, των κινδύνων ολικής απώλειας, χειραγώγησης της αγοράς και κυβερνοεπιθέσεων. Αν και η κυβέρνηση Τραμπ έχει υιοθετήσει μια σειρά νομοσχεδίων για τη δημιουργία ενός εποπτικού πλαισίου για τα κρυπτονομίσματα, εξακολουθεί να επικρατεί ανασφάλεια λόγω έλλειψης διεθνών κανόνων.