Η μεγάλη εξασθένηση των τιμών του πετρελαίου και οι προβλέψεις για περαιτέρω απώλειες μέχρι τις αρχές του επόμενου έτους συρρικνώνουν τις προοπτικές κερδοφορίας των πετρελαϊκών εταιρειών και οδηγούν τον παγκόσμιο κλάδο σε χιλιάδες απολύσεις. Μπορεί ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, να υποσχέθηκε ένα ανθηρό οικονομικό περιβάλλον για τους παραγωγούς ορυκτών καυσίμων, αλλά ο εμπορικός πόλεμος που έχει κηρύξει στον υπόλοιπο κόσμο μαζί με τις αυξήσεις στην ημερήσια παραγωγή από τον ΟΠΕΚ+ δημιουργούν ένα αρνητικό περιβάλλον. Βέβαια οι εταιρείες με μεγάλη κατανάλωση πετρελαίου ωφελούνται, όπως είναι οι αεροπορικές εταιρείες που μπορούν να απολαμβάνουν μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους.
Αν και οι τιμές του πετρελαίου κινούνται ήδη στο χαμηλό πεντάμηνου, προσεγγίζοντας τα 62 δολάρια το βαρέλι στο Λονδίνο και τα 58 δολάρια στη Νέα Υόρκη, αναλυτές υπολογίζουν πως μπορεί να υποχωρήσουν ακόμα χαμηλότερα προς τα Χριστούγεννα ή τις αρχές του 2026. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) ανακοίνωσε αυτήν την εβδομάδα πως η παγκόσμια προσφορά θα υπερβαίνει τη ζήτηση κατά 3,2 εκατ. βαρέλια, ημερησίως, μέχρι τον Ιούνιο του 2026 αντί προηγούμενης πρόβλεψης για πλεόνασμα στα 2 εκατ. βαρέλια, κατά μέσο όρο. Λόγω της μείωσης των εντάσεων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, μετά την εκεχειρία μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς, οι τιμές του πετρελαίου σημειώνουν εβδομαδιαία πτώση της τάξεως του 7%. Εδώ και ένα 12μηνο, όμως, οι τιμές του πετρελαίου Μπρεντ και του αργού πετρελαίου είναι χαμηλότερες περίπου κατά 10 δολάρια το βαρέλι, όπως διαπιστώνουν αναλυτές της γαλλικής Les Echos.
Η επιθετική εμπορική πολιτική που ακολουθούν οι ΗΠΑ μετά την έναρξη της 2ης θητείας του Τραμπ, με ισχυρή την πιθανότητα να επιβληθούν ακόμη και δευτερογενείς κυρώσεις σε όσες χώρες αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο, ώθησαν την Κίνα να αυξήσει τις παραγγελίες προκειμένου να μαζέψει επαρκή αποθέματα. Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας μαύρου χρυσού στον κόσμο και βασικός προμηθευτής είναι η Ρωσία μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Την ίδια ώρα, ο ΟΠΕΚ+, δηλαδή τα πετρελαιοπαραγωγά κράτη του ΟΠΕΚ και η Ρωσία, αποφάσισε να αυξήσει την ημερήσια παραγωγή προκειμένου να διατηρήσει το μερίδιο του στην παγκόσμια αγορά καθώς ο Τραμπ ενθαρρύνει την αύξηση των γεωτρήσεων από αμερικανικές εταιρείες.
Πτώση κερδών, έναρξη απολύσεων
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι πετρελαϊκοί κολοσσοί μπορούν να αφήσουν πίσω τους τα κέρδη ρεκόρ που είχαν ανακοινώσει το 2022 και το 2023. Η κερδοφορία της κρατικής Aramco, του πετρελαϊκού γίγαντα της Σαουδικής Αραβίας, υποχώρησε πέρσι κατά 12% στα 106 δισ. δολάρια. Τα συνδυασμένα κέρδη των οκτώ μεγαλύτερων εταιρειών του κλάδου, εξαιρουμένων των κρατικών ομίλων, μειώθηκαν στα 108 δισ. δολάρια έναντι των 138 δισ. δολαρίων έναν χρόνο πριν. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Rystad Energy, τα φετινά κέρδη των ισχυρών «οκτώ» – ExxonMobil, Chevron, Shell, ConocoPhillips, BP, TotalEnergies και Eni – θα κινηθούν σε επίπεδα χαμηλότερα των 100 δισ. δολαρίων.
Οι διοικήσεις τους έχουν ήδη δρομολογεί περικοπές δαπανών, με τις απολύσεις να βρίσκονται σε πρώτο πλάνο. Τον περασμένο Φεβρουάριο, η Chevron ανακοίνωσε πως θα μειώσει το προσωπικό της κατά 15% με 20% μέχρι το 2026. Η BP σχεδιάζει, επίσης, να περιορίσει τις θέσεις εργασίας κατά 15%, ένα ποσοστό που παραπέμπει σε 7.000 με 7.700 απολύσεις. Η ConocoPhillips βρίσκεται, επίσης, σε διαδικασία να συρρικνώσει το προσωπικό της κατά 25%.
Στο περιθώριο η πράσινη ατζέντα, αύξηση των αδειών για γεωτρήσεις στις ΗΠΑ
Παρά, όμως, την πτώση της κερδοφορίας και τις προγραμματισμένες απολύσεις, οι πετρελαϊκές εταιρείες δεν ματαιώνουν επενδυτικά σχέδια καθώς η ζήτηση για τα ορυκτά καύσιμα αναμένεται να παραμείνει σταθερή μέσα στα επόμενα χρόνια. Μετά την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, η ατζέντα του προκατόχου του Τζο Μπάιντεν τέθηκε στο περιθώριο, διαμορφώνοντας τις τάσεις στον παγκόσμιο κλάδο. Άδειες για την εύρεση κοιτασμάτων βρίσκονται, επίσης, υπό διαπραγμάτευση στη Βραζιλία, τη Μαλαισία, τη Λιβύη και τη Ναμίμπια.
Η τωρινή κυβέρνηση των Ρεπουμπλικάνων έχει επιταχύνει την έκδοση αδειών γεώτρησης πετρελαίου και φυσικού αερίου από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά της, ξεπερνώντας τον όγκο των εγκρίσεων που είχε σημειωθεί την αντίστοιχη περίοδο επί κυβέρνησης Μπάιντεν και της πρώτης θητείας του Τραμπ, σύμφωνα με ανάλυση του POLITICO των δεδομένων του Γραφείου Διαχείρισης Γης (Bureau of Land Management – BLM). Το BLM ενέκρινε 4.483 αιτήσεις για άδειες γεώτρησης σε ομοσπονδιακή γη και γη των ιθαγενών Αμερικανών μεταξύ 20 Ιανουαρίου και 7 Οκτωβρίου— μια αύξηση 73% σε σχέση με την ίδια χρονική περίοδο του 2024, όπως διαπίστωσε η ανάλυση του POLITICO.
Ωστόσο, αναλυτές του κλάδου αποκλείουν την άμεση παραγωγή πετρελαίου, επειδή οι χαμηλές τιμές αργού πετρελαίου ενδέχεται να αποτρέψουν τις εταιρείες από το να χρησιμοποιήσουν αυτές τις άδειες σύντομα. Το πετρέλαιο ήδη ρέει άφθονο στις ΗΠΑ. Η ημερήσια παραγωγή είχε φτάσει τα 13,6 εκατ. βαρέλια τον Ιούλιο στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία. Είναι ένα παγκόσμιο ρεκόρ. Η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία ακολουθούν με απόσταση και σχεδόν ισόπαλες στη δεύτερη θέση με λιγότερα από 10 εκατ. βαρέλια την ημέρα, υπογραμμίζουν αναλυτές στην Les Echos.
Αύξηση δανείων από τους πετρελαϊκούς γίγαντες
Η πτώση των τιμών του πετρελαίου από τα 115 δολάρια το βαρέλι τον Μάιο του 2022 στα 58,8 δολάρια αυτήν την εβδομάδα στις ΗΠΑ και από τα 120 δολάρια το βαρέλι στα 62,4 δολάρια στο Λονδίνο ανάγκασαν τις εταιρείες του κλάδου να αυξήσουν τον δανεισμό τους. Η πτώση των ταμειακών τους ροών και η υποχρέωση καταβολής μερισμάτων στους μετόχους οδήγησε σε αύξηση των χρεών από πέρσι.
Σύμφωνα με τη Rystad Energy, ο δείκτης μόχλευσης, ο οποίος μετρά το βάρος του καθαρού χρέους σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια, αναρριχήθηκε από το 18% με 20% που ίσχυε τα προηγούμενα χρόνια στο 22% το δ΄ τρίμηνο του 2024 και στο 25% το β’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Ο δείκτης μόχλευσης της BP σκαρφάλωσε από το 32% σε 50%, της Equinor από 31% στο 59%, και της TotalEnergies από το 21% στο 35%. Ο καθαρός δανεισμός των πέντε πετρελαϊκών κολοσσών -Shell, BP, ExxonMobil, Chevron και TotalEnergies- διαμορφώθηκε στα 153 δισ. δολάρια το α’ τρίμηνο του 2025 από τα 129 δισ. δολάρια που ίσχυαν το δ’ τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Ας μην λησμονείται πως οι πετρελαϊκοί κολοσσοί διατηρούν ως προτεραιότητα τη διανομή υψηλών μερισμάτων και τις μαζικές εξαγορές ιδίων μετοχών. Αυτή η πρακτική δεσμεύει σημαντικά ταμειακά διαθέσιμα, αναγκάζοντάς τους να δανειστούν για να χρηματοδοτήσουν κεφαλαιουχικές δαπάνες και λειτουργικές ανάγκες. Αν και μετριάζεται το μέγεθος των επαναγορών μετοχών, οι εταιρείες του κλάδου προτίθενται να συνεχίσουν αυτήν την παράδοση.