Παρά τη συνεχιζόμενη συζήτηση περί «φούσκας» γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη, η αξία των εταιρειών του κλάδου συνεχίζει να εκτοξεύεται. Η Wall Street σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο και οι ΗΠΑ εiναι ένα τεράστιο «στοίχημα AI».
Η Nvidia πλησιάζει σε νέο ιστορικό ρεκόρ, με τη χρηματιστηριακή της αξία να αγγίζει τα 5 τρισ. δολ., καθώς η πληθώρα deal ωθεί τη φρενίτιδα της τεχνητής νοημοσύνης σε νέα ύψη.
Μέσα σε μόλις έναν χρόνο, 10 startups τεχνητής νοημοσύνης —χωρίς ούτε ένα δολάριο κερδοφορίας— έχουν προσθέσει σχεδόν 1 τρισ. δολ. σε χρηματιστηριακή αξία, σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση των Financial Times.
Η εξέλιξη αυτή ενισχύει τον προβληματισμό γύρω από την υπερβολική αποτίμηση του κλάδου, με αναλυτές να συγκρίνουν την τρέχουσα κατάσταση με τη φούσκα των dot-com στα τέλη της δεκαετίας του ’90.
Ορισμένοι πιστεύουν πως, ακόμη και αν βρισκόμαστε εν μέσω μιας φούσκας, το τεχνολογικό υπόβαθρο μπορεί να αποδώσει, όπως έγινε με την Amazon ή την ίδια την πορεία του διαδικτύου μετά τη δική του φούσκα.
Άλλοι, όμως, όπως ο Βρετανός αναλυτής Τζούλιαν Γκάραν, υποστηρίζουν ότι η σημερινή κατάσταση είναι πολλαπλάσια πιο επικίνδυνη και οικονομικά επιζήμια, μεταδίδει το CNN.
Γκάραν για τεχνητή νοημοσύνη: Η μεγαλύτερη και πιο επικίνδυνη φούσκα όλων των εποχών
Ο Τζούλιαν Γκάραν, αναλυτής και εταίρος στην ερευνητική εταιρεία MacroStrategy Partnership με έδρα τη Βρετανία, προειδοποίησε πρόσφατα πως η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη και πιο επικίνδυνη φούσκα στην ιστορία. Ειδικότερα, σε πρόσφατη έκθεσή του, υποστήριξε ότι η κατανομή κεφαλαίου στις ΗΠΑ είναι τέτοια που καθιστά την παρούσα «AI φούσκα» 17 φορές μεγαλύτερη από εκείνη των dot-com και 4 φορές μεγαλύτερη από τη φούσκα των ακινήτων του 2008.
Σύμφωνα με τον Γκάραν, η υπεραξία που αποδίδεται σήμερα στις εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης δεν στηρίζεται σε εμπορική βιωσιμότητα, αλλά σε τεχνολογικές εικασίες και επενδυτική αισιοδοξία χωρίς επαρκή θεμελιώδη στοιχεία.
Ο ίδιος τόνισε πως στο επίκεντρο της ανάλυσής του βρίσκεται ένας βασικός κανόνας που έχει διαμορφώσει: κανένα προϊόν ή υπηρεσία που βασίζεται σε μεγάλα γλωσσικά μοντέλα (LLMs) δεν μπορεί να είναι εμπορικά βιώσιμο.
Τα όρια των LLMs στην τεχνητή νοημοσύνη και η αδυναμία παραγωγής αξίας
Εξηγώντας τη θέση του, ο Γκάραν ανέφερε στο CNN ότι η βασική αρχιτεκτονική των LLMs, όπως τα γνωστά μοντέλα GPT, είναι περιορισμένη εξ ορισμού.
- Πρόκειται για στατιστικά μοντέλα που προβλέπουν την επόμενη λέξη σε μία πρόταση με βάση πιθανότητες. Αν και είναι εντυπωσιακά από τεχνικής πλευράς, παραμένουν, όπως υποστήριξε, εργαλεία «μηχανικής απομνημόνευσης», με περιορισμένη δυνατότητα δημιουργίας πραγματικά νέων και χρήσιμων εφαρμογών.
- Σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης στον προγραμματισμό, ο Γκάραν υποστήριξε ότι τα LLMs δεν δημιουργούν καινοτομία, αλλά αναπαράγουν υπάρχοντα αποσπάσματα κώδικα, καθιστώντας τα ακατάλληλα για ουσιαστική τεχνολογική πρόοδο.
- Το τρίτο βασικό πρόβλημα, σύμφωνα με τον αναλυτή, αφορά τη δυσκολία κλιμάκωσης (scaling). Υποστήριξε ότι οι εταιρείες ανάπτυξης LLMs έχουν ήδη φτάσει σε ένα «τοίχο απόδοσης», δηλαδή ένα σημείο στο οποίο οι απαιτήσεις για περαιτέρω βελτιώσεις αυξάνονται υπερβολικά χωρίς ανάλογη απόδοση. Από την κυκλοφορία του ChatGPT-4 τον Μάρτιο του 2023, δεν έχουν παρουσιαστεί, κατά την άποψή του, ουσιαστικά άλματα στην ποιότητα των μοντέλων.
Φούσκα τεχνητής νοημοσύνης χωρίς killer app και το debate της παραγωγικότητας
Παράλληλα, υποστήριξε στο CNN, επίσης, ότι καμία από τις εταιρείες του κλάδου δεν έχει καταφέρει να αναπτύξει την πολυπόθητη «killer εφαρμογή» που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τις τρέχουσες αποτιμήσεις. Όπως ανέφερε, το μόνο που καταφέρνουν μέχρι στιγμής είναι να υποκαθιστούν —με αμφίβολη επιτυχία— ορισμένες εργασίες χαμηλής προστιθέμενης αξίας, που ο ίδιος χαρακτήρισε «bullsh*t jobs» («άχρηστες δουλειές»).
Ακόμα και η υπόθεση ότι η AI μπορεί να αυξήσει την παραγωγικότητα, σύμφωνα με τον Γκάραν, έχει περιορισμένη ισχύ. Αν η τεχνολογία μπορεί να αντικαταστήσει περιττές εργασίες με άλλες εξίσου περιττές, το αποτέλεσμα δεν μεταφράζεται σε ουσιαστική οικονομική πρόοδο, όπως υποστήριξε.
Ένα οικοσύστημα AI σε διαρκή ανάγκη για χρηματοδότηση
Ο αναλυτής σημείωσε ότι το οικοσύστημα της τεχνητής νοημοσύνης είναι εξαιρετικά άνισο: μόνο η Nvidia εμφανίζει κερδοφορία, χάρη στη ζήτηση για τους επεξεργαστές της. Αντίθετα, οι υπόλοιποι παίκτες —data centers, εταιρείες ανάπτυξης LLMs, startups λογισμικού— είναι εταιρείες βαθιά ζημιογόνες.
Για να διατηρηθεί το οικοσύστημα, απαιτείται συνεχής εξωτερική χρηματοδότηση, είπε ο Γκάραν. Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι η κατάσταση θυμίζει έναν «μόνιμο γύρο χρηματοδότησης», χωρίς όμως σαφές σχέδιο επιστροφής στην κερδοφορία. Όπως τόνισε, όταν στερέψουν οι επενδυτές, όλο το οικοδόμημα θα καταρρεύσει.
Η διάθεση χρηματοδότησης, ιδιαίτερα από πλευράς venture capital, φαίνεται ήδη να υποχωρεί. Οι υπερβολικές αποτιμήσεις καθιστούν τις επενδύσεις λιγότερο ελκυστικές, ενώ η ανάγκη κάλυψης δεσμεύσεων —όπως αυτή της SoftBank προς την OpenAI— προκαλεί αυξανόμενη πίεση.
Επεσήμανε ακόμη ότι και κρατικοί παίκτες, όπως η Σαουδική Αραβία, έχουν περιορισμούς στο πόσα μπορούν να δαπανήσουν, αφήνοντας την Nvidia να φαίνεται ως ο «τελευταίος όρθιος παίκτης» στο πεδίο. Ωστόσο, παραδέχτηκε ότι δεν μπορεί να υποστηρίξει με βεβαιότητα πως η «φούσκα» έχει αρχίσει να ξεφουσκώνει, καθώς οι μετοχές βρίσκονται κοντά σε ιστορικά υψηλά. Ωστόσο, υπογράμμισε ότι η κατάρρευση φαίνεται να πλησιάζει, ειδικά αν εξαντληθεί η επενδυτική υπομονή χωρίς να εμφανιστεί σαφής δρόμος προς την κερδοφορία.
Απαντώντας στο ενδεχόμενο να κάνει λάθος, ο Γκάραν αναγνώρισε δύο πιθανά σενάρια:
- Είτε η «φούσκα» θα πάρει περισσότερο χρόνο για να εκραγεί,
- είτε -σε πιο απίθανο σενάριο- η τεχνητή νοημοσύνη θα φτάσει σε επίπεδο «υπερνοημοσύνης», ικανής να αλλάξει τον κόσμο ριζικά.
Στην περίπτωση αυτή, όπως παραδέχτηκε, θα πρέπει να αναθεωρήσει τις απόψεις του. Όμως, μέχρι στιγμής, δεν βλέπει ενδείξεις ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό εντός των δυνατοτήτων της σημερινής βιομηχανικής κοινωνίας, καθώς οι αμφισβητήσεις δίνουν και παίρνουν στον χώρο.
Το στοίχημα των ΗΠΑ και οι κίνδυνοι της φούσκας
Ο οικονομικός αναλυτής και συγγραφέας, Ρουσίρ Σάρμα, έγραψε πρόσφατα ότι «η Αμερική έχει μετατραπεί σε ένα τεράστιο στοίχημα πάνω στην τεχνητή νοημοσύνη». Οι εταιρείες επενδύουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια για την ανάπτυξη και εφαρμογή της AI, με τις σχετικές επενδύσεις να αντιπροσωπεύουν πλέον το 40% της οικονομικής ανάπτυξης των ΗΠΑ.
Η έκρηξη αυτή βασίζεται σε προσδοκίες για αύξηση παραγωγικότητας και κερδών, ενώ έχει συμβάλει στην ανοδική πορεία του χρηματιστηρίου, παρά τους δασμούς του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Ο Σάρμα σημειώνει ότι οι εταιρείες AI έχουν συμβολή στο 80% των κερδών του S&P 500 το 2025, δημιουργώντας το «φαινόμενο του πλούτου» που ενισχύει έτσι τη δαπάνη των πλουσιότερων νοικοκυριών.
Ο Σαμ Άλτμαν της OpenAI προβλέπει την έλευση της «μοναδικότητας», όταν η τεχνητή νοημοσύνη θα ξεπεράσει τη νοημοσύνη του ανθρώπου, την «υπερνοημοσύνη». Ωστόσο, η προοπτική αυτή θεωρείται από τους περισσότερους ειδικούς εξαιρετικά απίθανη.
Πιο άμεσος είναι ο προβληματισμός για το αν όλες αυτές οι επενδύσεις θα αποδώσουν τα αναμενόμενα. Υπολογίζεται ότι απαιτούνται 1,5 τρισ. δολ. εσόδων έως το 2030 μόνο για να καλυφθεί το κόστος των data centers που τροφοδοτούν την ΑΙ, τη στιγμή που οι περισσότερες εταιρείες του κλάδου δεν είναι ακόμη κερδοφόρες.
Ponzi finance: Οι σκιές του παρελθόντος και η παραφιλολογία περί «καλή φούσκας»
Όλο και περισσότεροι αναλυτές βλέπουν σημάδια μιας χρηματοπιστωτικής φούσκας. Ο οικονομολόγος Χάιμαν Μίνσκι -γνωστός κυρίως για τη θεωρία του σχετικά με τη χρηματοοικονομική αστάθεια και τις φούσκες στις αγορές, η οποία εξηγεί πώς η σταθερότητα μπορεί να οδηγήσει σε αστάθεια- είχε επισημάνει πως όταν οι επενδύσεις βασίζονται σε «Ponzi finance» —δηλαδή στην είσοδο νέων κεφαλαίων για την αποπληρωμή παλαιών— η κατάρρευση της πυραμίδας είναι θέμα χρόνου.
Ο Άλτμαν έχει ήδη συνάψει συμφωνίες δισεκατομμυρίων με προμηθευτές της OpenAI, όπως η Nvidia, η οποία θα επενδύσει 75 δισ. δολ. με αντάλλαγμα μελλοντικές παραγγελίες για τα μικροτσίπ της. Παρόμοιες αλληλεξαρτήσεις αυξάνουν την ευθραυστότητα του οικοσυστήματος ΑΙ, θυμίζοντας έντονα τη φούσκα του dot-com στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Ρεπορτάζ στους Financial Times αποκαλύπτει ότι πολλές εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης χρηματοδοτούν τα data centers μέσω ειδικών «οχημάτων» (Special purpose vehicles- SPVs) με ιδιωτική πίστωση, κρατώντας έτσι τα χρέη εκτός ισολογισμών. Το σχήμα αυτό, που θυμίζει τις πρακτικές πριν την κρίση του 2008, μπορεί να κρύβει σημαντικούς συστημικούς κινδύνους.
Ορισμένοι επενδυτές υποστηρίζουν ότι αυτή είναι μια «καλή φούσκα» —ότι δηλαδή οι υπερβολές του παρόντος θα δημιουργήσουν τις εταιρείες που θα αλλάξουν τον κόσμο. Όμως, το ΔΝΤ αναγνωρίζει πως μόνο χάρη στη φούσκα ΑΙ η αμερικανική οικονομία έχει αποφύγει επιβράδυνση.
Από τη μεριά του, ο Άλαν Μπίτι των Financial Times προειδοποιεί ότι μια πιθανή κατάρρευση στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης θα έχει πολύ βαρύτερες επιπτώσεις από μια διακοπή στο εμπόριο ΗΠΑ – Κίνας. Μια τέτοια ανατροπή θα ενίσχυε περαιτέρω την αστάθεια ενός ήδη πολωμένου διεθνούς συστήματος -όπου η τεχνολογική ισχύς έχει μετατραπεί σε νέο πεδίο γεωοικονομικής αντιπαράθεσης.