Χρέος: Νέος δανεισμός-μαμούθ 1,5 τρισ. από τις χώρες της Ευρωζώνης το 2026

Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία έχουν τη μεγαλύτερη έκθεση στις αγορές δημοσίου χρέους. Οι επενδυτές στρέφονται στο ευρώ και μακριά από το δολάριο

Ομόλογα © 123rf

Τις υψηλότερες υποχρεώσεις απέναντι στους επενδυτές θα παρουσιάσουν οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες στην Ευρωζώνη το 2026, λόγω της αναχρηματοδότησης ομολόγων ή της έκδοσης νέων τίτλων. Η Γερμανία αποχωρίζεται τη δημοσιονομική πειθαρχία και θα «κατακτήσει» την τρίτη θέση στη λίστα των χωρών με τα υψηλότερα δάνεια το 2026, ακολουθώντας τη Γαλλία και την Ιταλία. Η κυβέρνηση του Φρίντριχ Μερτς «σηκώνει τα μανίκια» της για να αντλήσει νέα κεφάλαια 174,3 δισ. ευρώ από τις αγορές χρέους, ώστε να χρηματοδοτήσει άμυνα και υποδομές, με τις συνολικές υποχρεώσεις να διαμορφώνονται στα 363 δισ. ευρώ μέσα στο επόμενο έτος, σύμφωνα με εκτενή ανάλυση της Natixis.

Η οικονομία της Γαλλίας θα συνεχίσει να επισκιάζεται από ένα υπέρογκο δημοσιονομικό έλλειμμα. Οι υποχρεώσεις της μέσα στο 2026 αναμένεται να κινηθούν στα 370 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων πρόωρων αποπληρωμών 60 δισ. ευρώ, καταλαμβάνοντας έτσι την πρώτη θέση των χωρών στην Ευρωζώνη με τις μεγαλύτερες υποχρεώσεις το 2026. Μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας, η Ιταλία εντοπίζεται στη δεύτερη θέση. Τα δάνεια απέναντι στους επενδυτές θα φτάσουν μέσα στο επόμενο έτος τα 364 δισ. ευρώ, τα οποία, όμως, θα είναι 15 με 17 δισ. ευρώ λιγότερα από το 2025.

Εν τω συνόλω, τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης θα έχουν συγκεντρώσει αθροιστικά υποχρεώσεις 1,480 τρισ. ευρώ, σύμφωνα με υπολογισμούς της Natixis που παραθέτει η εφημερίδα Les Echos. Αυτό το ποσό αντιπροσωπεύει τη συνολική ακαθάριστη έκδοση, δηλαδή το σύνολο του χρέους που πρέπει να μετακυλιστεί (rollover) διότι λήγει, συν το νέο χρέος που απαιτείται για τη χρηματοδότηση του ετήσιου δημοσιονομικού ελλείμματος. Είναι μια αθροιστική αύξηση της τάξεως των 13 δισ. ευρώ από το 2025, τα δύο τρίτα της οποίας αφορούν τη γερμανική οικονομία.

Το Βερολίνο καταφεύγει στις αγορές για να χρηματοδοτήσει αναγκαίες επενδύσεις στην άμυνα και τις υποδομές, όχι μόνον για γεωπολιτικούς λόγους, αλλά και για την τόνωση της οικονομίας. Είναι μια ιστορική απόφαση για τη Γερμανία, καθώς ο νέος δανεισμός των 174,3 δισ. ευρώ είναι υπερτριπλάσιος από το 2024, ενώ αντιπροσωπεύει το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο στην ιστορία της Γερμανίας μετά την πανδημία, κυρίως το 2021, σύμφωνα με το σχέδιο του προϋπολογισμού. Ως εκ τούτου, το δημοσιονομικό έλλειμμα της Γερμανίας εκτιμάται ότι θα διευρυνθεί σημαντικά, από το 2,7% του ΑΕΠ το 2025 σε περίπου 4,75% του ΑΕΠ το 2026, σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις της κυβέρνησης. Ο τελικός προϋπολογισμός αναμένεται να διαμορφωθεί μέσα στον Νοέμβριο.

Από το 1,480 τρισ. ευρώ που θα είναι οι δανειακές υποχρεώσεις όλων των χωρών-μελών της Ευρωζώνης το 2026, το μεγαλύτερο τμήμα πηγάζει από χρέη που κληρονομήθηκαν από την εποχή του Covid. Αυτά υπολογίζονται στα 915 δισ. ευρώ, δηλαδή 100 δισ. υψηλότερα σε σχέση με το 2025. Οι συνολικές ανάγκες για νέα δάνεια για τη χρηματοδότηση των προϋπολογισμών ανέρχονται στα 37 δισ. ευρώ. Η Ιταλία μαζί με την Ισπανία -οι μεγαλύτερες οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου- έχουν καταφέρει να καθησυχάσουν τους επενδυτές, θέτοντας υπό έλεγχο τις υποχρεώσεις τους και διαγράφοντας το στίγμα των δημοσιονομικά ανεύθυνων στην Ευρωζώνη που «κληρονόμησαν» από την κρίση δημόσιου χρέους προ δεκαετίας.

Η Ιταλία εκτιμάται, μάλιστα, πως θα παρουσιάσει μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 3% του ΑΕΠ μέχρι τα τέλη του 2025, καταφέρνοντας να αντεπεξέλθει στο πλαφόν του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης για πρώτη φορά από το 2019, λίγο πριν το ξέσπασμα της πανδημίας. Βάσει, δε, του προσχεδίου για τον προϋπολογισμό του 2026, το έλλειμμα θα συρρικνωθεί περαιτέρω στο 2,8% του ΑΕΠ. Στην περίπτωση της Ισπανίας, το δημοσιονομικό έλλειμμα θα κινηθεί μεταξύ του 2,2% και του 2,5%, σύμφωνα με προβλέψεις των BBVA Research και τη Fitch Ratings.

Από την άλλη πλευρά, το δημοσιονομικό έλλειμμα της Γαλλίας θα διαμορφωθεί σχεδόν στο 6% του ΑΕΠ, με την κυβέρνηση του Σεμπαστιάν Λεκορνί να καταλαμβάνει προσπάθειες για να υπάρξει συμφωνία στον προϋπολογισμό και να αποφευχθεί η κήρυξη πρόωρων εκλογών για δεύτερη φορά. Με το συνολικό χρέος της Γαλλίας να κυμαίνεται στο 114% του ΑΕΠ έναντι του 64% του ΑΕΠ που ισχύει για τη Γερμανία, αναλυτές τονίζουν πως οι επενδυτές μάλλον θα εκδηλώσουν προτίμηση για τα κρατικά ομόλογα της ισχυρότερης οικονομίας στην Ευρωζώνη.

Οι επενδυτές αναζητούν σταθερότητα στο ευρώ, τονίζει η Alliance Bernstein

Σε μια περίοδο που τα επενδυτικά καταφύγια είναι περιζήτητα, οι αγορές θα εκτιμήσουν την αύξηση της προσφοράς στα κρατικά ομόλογα της Γερμανίας. Αναλυτές τονίζουν πως οι επενδυτές εκδηλώνουν μεγαλύτερη προτίμηση για τίτλους σε ευρώ, καθώς επικρατεί μεγάλη αβεβαιότητα για το δολάριο λόγω της απρόβλεπτης κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ.

Επικρατεί προβληματισμός για την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική των ΗΠΑ, το αυξανόμενο χρέος της χώρας και την πολιτική αστάθεια του Λευκού Οίκου. Εύλογη είναι η τάση διαφοροποίησης από περιουσιακά στοιχεία των ΗΠΑ παρά τις ελκυστικές αποδόσεις της Wall Street. Σύμφωνα με ανάλυση της Alliance Bernstein, η Ευρώπη είναι βασικός υποψήφιος. Οι αγορές ομολόγων της έχουν αναπτυχθεί, είναι υψηλής ποιότητας και ενδέχεται να επωφεληθούν από τη μείωση των αποδόσεων, τονίζουν οι αναλυτές του επενδυτικού ομίλου.

Είναι πιθανότερο τα επιτόκια στην Ευρωζώνη να ακολουθήσουν μια σταθερά πτωτική πορεία από τις ΗΠΑ, με δυνητικά μικρότερη μεταβλητότητα. Μπορεί οι δασμοί των ΗΠΑ και η αβεβαιότητα πολιτικής να επιβαρύνουν τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Επιπρόσθετες αποπληθωριστικές δυνάμεις ενδέχεται να προέλθουν από την Κίνα, της οποίας οι εξαγωγές ανακατανέμονται εν μέρει προς τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Αυτές οι πιέσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν τον πληθωρισμό χαμηλότερα από τους στόχους της ΕΚΤ, ανοίγοντας τον δρόμο για περισσότερες μειώσεις επιτοκίων. Τέλος, η δημοσιονομική χαλάρωση της Γερμανίας γεννά προσδοκίες για την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη.