Η αστάθεια της χρηματιστηριακής αγοράς οδηγεί σε νέο 2008;

Ειδικοί βλέπουν έναν επικίνδυνο συνδυασμό παραγόντων που θυμίζει πρακτικές που οδήγησαν σε προηγούμενες χρηματοπιστωτικές κρίσεις

Wall Street © EPA/JUSTIN LANE

Η Wall Street μπορεί να συνεχίζει τον καλπασμό της και να φαίνεται πως αντιδρά ψύχραιμα στα εμπόδια που βρίσκει μπροστά της, παρ’ όλα αυτά, μόνο λίγοι δεν είναι πλέον οι ειδικοί που χτυπούν καμπανάκι κινδύνου και δεν δείχνουν ιδιαίτερα αισιόδοξοι για τη διαμορφωθείσα οικονομική κατάσταση στις ΗΠΑ (και παγκοσμίως) και ταυτοχρόνως για την κατάσταση των μεγάλων εταιρειών της αγοράς (λόγω των δανείων τους).

Σε αυτές τις ανησυχίες των ειδικών εστίασε ρεπορτάζ των The New York Times, προβάλλοντας τις ανησυχίες τους για την χρηματιστηριακή αγορά, και παρά την ανάκαμψή της τις τελευταίες εβδομάδες. Μάλιστα αυτή η ανάκαμψη χαρακτηρίστηκε από την εφημερίδα ως «μια ένδειξη της βαθιάς αβεβαιότητας και των αυξημένων κινδύνων που διατρέχουν την παγκόσμια οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα».

Και εξηγούσε το ρεπορτάζ των The New York Times πως τα καμπανάκια χτυπούν για μια σειρά από ζητήματα, όπως:

  • τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια που διοχετεύονται σε επενδύσεις της τεχνητής νοημοσύνηε και οι οποίες μπορεί να αποδειχθούν φούσκα,
  • η χρήση των κρυπτονομισμάτων στις συμβατικές τραπεζικές συναλλαγές που εξαπλώνεται, ακόμη και καθώς οι αξίες τους έχουν καταρρεύσει μετά την εκτόξευση σε ιστορικά υψηλά,
  • οι πτωχεύσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων που σχετίζονται με μια τρελή αύξηση δανεισμού από τις σκιώδεις τράπεζες (και τις κανονικές τράπεζες επίσης),
  • τα τιτάνια επίπεδα χρέους που έχουν συσσωρεύσει οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες κυβερνήσεις,
  • τα ασταθή ζιγκ-ζαγκ της πολιτικής του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και η πιθανότητα ο ακρογωνιαίος λίθος της οικονομικής ατζέντας της κυβέρνησης – οι δασμοί – να κριθεί αντισυνταγματικός από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ.

Είναι όλα αυτά ταυτόχρονα, σημειώνει η εφημερίδα. «Μόλις έμεινα άναυδος που τα μέτρα μεταβλητότητας της αγοράς ήταν τόσο χαμηλά μέχρι πρόσφατα», δήλωσε ο Κένεθ Ρογκόφ, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Οι αποτιμήσεις της αγοράς δεν αντικατοπτρίζουν με ακρίβεια τους κινδύνους, είπε επίσης.

Η απαισιόδοξη ερμηνεία της ανόδου του S&P 500 και οι φόβοι της αγοράς

Η ανοδική πορεία της χρηματιστηριακής αγοράς — ο S&P 500 εξακολουθεί να σημειώνει άνοδο περίπου 14% φέτος παρά τις πρόσφατες αναταράξεις — θα μπορούσε να προμηνύει εκτεταμένα οικονομικά κέρδη. Αλλά ο Ρογκόφ δεν πιστεύει ότι ισχύει κάτι τέτοιο. «Ένα μεγάλο μέρος των υψηλών τιμών των μετοχών δεν αντανακλά υψηλή μελλοντική ανάπτυξη», είπε.

Αντίθετα, είναι ένα σημάδι ότι η τεχνητή νοημοσύνη αναμένεται να ενισχύσει την παραγωγικότητα και να συρρικνώσει την απασχόληση. «Όλες οι εταιρείες πιστεύουν ότι θα απολύσουν μεγάλο εργατικό δυναμικό και γι’ αυτό τα κέρδη θα είναι υψηλά», τόνισε.

Και ενώ η κατασκευή κέντρων δεδομένων για την τροφοδοσία της τεχνητής νοημοσύνης τροφοδοτεί τώρα την οικονομική ανάπτυξη, αυτά τα κέντρα, μόλις κατασκευαστούν, απασχολούν ελάχιστο προσωπικό.

Η αβεβαιότητα που προκαλείται από την κερδοσκοπία της αγοράς σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη είναι σε μεγάλο βαθμό αναπόφευκτη, σημειώνει η εφημερίδα και εξηγεί: «Σε έναν άλλο αιώνα, οι σιδηρόδρομοι μεταμόρφωσαν την οικονομία και έθεσαν τις βάσεις για θεαματική ανάπτυξη. Αλλά στην πορεία υπήρξαν πολλά θύματα. Οι θαυμαστές του “Downton Abbey” θα θυμούνται ότι ο Λόρδος Γκράνθαμ έχασε την οικογενειακή περιουσία επενδύοντας σε ένα αποτυχημένο καναδικό σιδηροδρομικό σχέδιο».

«Κάθε πρόβλεψη ήταν βέβαιη», διαμαρτύρεται ο πατέρας του Downton αφού του είπαν ότι είναι άφραγκος. «Οι μετοχές των σιδηροδρομικών γραμμών ήταν βέβαιο ότι θα έκαναν περιουσία». Και πολλοί το έκαναν, αλλά όχι ο δικός του.

Το φαινόμενο Nvidia και τα επικίνδυνα δάνεια

Οι εντυπωσιακές αποτιμήσεις εταιρειών όπως η Nvidia στα 5 τρισ. δολάρια φαίνεται να βασίζονται στην υπόθεση ότι η ταχεία ανάπτυξη θα συνεχιστεί. Μερικοί από τους παίκτες που ξοδεύουν δισεκατομμύρια δολάρια δεν έχουν ακόμη αποκομίσει κέρδη.

Οι επικριτές προειδοποιούν ότι μια μικρή ομάδα τεχνολογικών εταιρειών, συμπεριλαμβανομένης της Nvidia, ουσιαστικά αγοράζουν και πωλούν η μία στην άλλη σε κυκλικές συμφωνίες που διογκώνουν την πραγματική τους αξία.

Σε ολόκληρο τον εταιρικό κόσμο, οι υψηλές τιμές των μετοχών υποστηρίζονται επίσης μέσω δανείων από χρηματοπιστωτικές εταιρείες γνωστές ως σκιώδεις τράπεζες, οι οποίες δεν υπόκεινται στους περιορισμούς που περιορίζουν τον επικίνδυνο δανεισμό. Και επειδή οι συναλλαγές αυτών των ιδιωτικών πιστωτικών εταιρειών είναι συγκαλυμμένες, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί πόσος κίνδυνος υπάρχει στο σύστημα.

Σε πολλές περιπτώσεις, η καθιερωμένη προστασία — όπως οι περιορισμοί σε τι θα μπορούσαν να επενδύσουν τα συνταξιοδοτικά προγράμματα — καταργούνται από την κυβέρνηση Τραμπ. Ως αποτέλεσμα, οι μακροπρόθεσμοι λογαριασμοί ταμιευτηρίου για πολλούς Αμερικανούς μπορούν πλέον να περιλαμβάνουν επενδύσεις σε ακίνητα, κρυπτονομίσματα και ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια.

Σημάδια… 2008;

Αυτή η ανάμειξη περιουσιακών στοιχείων καταρρίπτει τα τείχη προστασίας που είχαν σχεδιαστεί για να αποτρέψουν τη μόλυνση του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού συστήματος από επικίνδυνες οικονομικές επιλογές. Ορισμένοι ειδικοί βλέπουν μια επικίνδυνη συσσώρευση παραγόντων που θυμίζουν τις επικίνδυνες πρακτικές που οδήγησαν στην οικονομική κρίση του 2008.

«Αυτό είναι αρκετά ανησυχητικό», δήλωσε η Νατάσα Σαρίν, καθηγήτρια νομικής και χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο Γέιλ. «Ακόμα και οι πολύ εξελιγμένοι χρηματοοικονομικοί παράγοντες δεν κατανοούν πραγματικά τους κινδύνους».

Στη Βρετανία, ο Άντριου Μπέιλι, διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, προειδοποίησε τον περασμένο μήνα για τον επικίνδυνο δανεισμό από ιδιωτικές πιστωτικές εταιρείες. Συνέκρινε την τρέχουσα ανασυσκευασία των χρηματοπιστωτικών προϊόντων με ό,τι συνέβαινε πριν από την κατάρρευση του 2008.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προειδοποίησε ομοίως τον Οκτώβριο για «τις νέες προκλήσεις για τη σταθερότητα». Στην πορεία οι mainstream τραπεζίτες που είχαν προειδοποιήσει για τους κινδύνους από τα κρυπτονομίσματα και τον ιδιωτικό δανεισμό έχουν αλλάξει γνώμη και τα έχουν αγκαλιάσει.

Πριν από δύο χρόνια, ο Τζέιμι Ντίμον, διευθύνων σύμβουλος της JPMorgan Chase, ζήτησε την απαγόρευση των κρυπτονομισμάτων. Αυτόν τον μήνα, η τράπεζα εξέδωσε το δικό της ψηφιακό token.

Τον Οκτώβριο, ο Ντίμον προειδοποίησε για τους κινδύνους που σχετίζονται με την ιδιωτική πίστη μετά από μια σειρά πτωχεύσεων, λέγοντας: «Όταν βλέπεις μια κατσαρίδα, πιθανότατα υπάρχουν περισσότερες».

Ωστόσο, την περασμένη εβδομάδα, ο βραχίονας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων της τράπεζας δήλωσε στους επενδυτές ότι οι ιδιωτικές πιστωτικές εταιρείες αποτελούν ουσιαστικό στοιχείο στα χαρτοφυλάκια.
Ακόμα και εκείνοι που είναι βέβαιοι ότι μια κρίση μπορεί να συμβεί κάποια στιγμή στο μέλλον δεν θέλουν να χάσουν την ευκαιρία για την άνθηση πριν από την πτώση.

Τα κρατικά χρέη ο τρόμος της αγοράς

Τα κρατικά χρέη στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλες μεγάλες οικονομίες αποτελούν μια άλλη πηγή ανησυχίας. Οι ευπάθειες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ανησυχητικές, δήλωσε ο Πρασάντ, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ. Πρόσθεσε όμως: «Νομίζω ότι η μεγαλύτερη ανησυχία, η οποία υποβόσκει στο παρασκήνιο, είναι στην πραγματικότητα η κατάσταση του δημόσιου χρέους, ειδικά στις προηγμένες οικονομίες».

Το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ έχει φτάσει τα 38 τρισ. δολάρια ή περίπου το 125% του μεγέθους της αμερικανικής οικονομίας.

Η παραδοσιακή, εδραιωμένη πίστη στην πιστοληπτική ικανότητα της Αμερικής είχε ήδη κλονιστεί τον Απρίλιο, αφότου ο Τραμπ έφερε στο προσκήνιο μια σειρά εμπορικών πολέμων.

Μια νέα εργασία από δύο κορυφαίους οικονομολόγους, τον Άλαν Άουερμπαχ και τον Ουίλιαμ Γκέιλ, σημείωσε ότι υπάρχει ευρεία συναίνεση ότι το χρέος και οι δαπάνες των Ηνωμένων Πολιτειών είναι «μη βιώσιμα».

Οι «προοπτικές, σε συνδυασμό με τις συχνές και απρόβλεπτες μεταβολές στην οικονομική πολιτική, θα μπορούσαν να απειλήσουν την παγκόσμια οικονομική ηγεσία της χώρας, το καθεστώς του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος και το καθεστώς ασφαλούς καταφυγίου του χρέους του Δημοσίου», έγραψαν οι δύο οικονομολόγοι. «Η τρέχουσα κατάσταση του χρέους είναι διαφορετική από οποιοδήποτε άλλο επεισόδιο έχει αντιμετωπίσει η χώρα στο παρελθόν».