Το 2025 δεν υπήρξε χρονιά θριάμβου για τις ασιατικές οικονομίες. Η ανάπτυξη κινήθηκε υποτονικά και ο πληθωρισμός παρέμεινε αρκετά χαμηλός ώστε να επιτρέψει μειώσεις επιτοκίων, όμως σε πολλές περιπτώσεις αυτές έγιναν απρόθυμα και περισσότερο για να αποτραπεί η επιβράδυνση παρά για να τονωθεί ουσιαστικά η δραστηριότητα.
Η εποχή του «εύκολου χρήματος» που χαρακτήρισε την περιοχή πλησιάζει στο τέλος της και οι αποφάσεις για το πότε και πόσο θα στηριχθούν οι οικονομίες γίνονται πιο περίπλοκες.
Το σοκ από τους αμερικανικούς δασμούς που επιβλήθηκαν τον Απρίλιο υποχώρησε μέσα στο έτος, καθώς οι κυβερνήσεις κατάφεραν να διαπραγματευτούν συντελεστές που, αν και επώδυνοι, δεν αποδείχθηκαν καταστροφικοί.
Ωστόσο, η πραγματική επίδραση των δασμών αναμένεται να φανεί το 2026, μεταθέτοντας το βάρος των επιλογών στο μέλλον.
Η Κίνα και τα σημάδια του real estate
Οι προβλέψεις για τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου διαψεύστηκαν και πάλι, όχι επειδή η ανάπτυξη ήταν ασθενική, αλλά επειδή περιορίστηκε οριακά στον επίσημο στόχο του 5%. Η Κίνα κινείται κοντά στον αποπληθωρισμό, η κρίση στην αγορά ακινήτων άφησε βαθιά σημάδια και οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου υποχώρησαν αισθητά.
Οι αγορές περίμεναν ένα ισχυρό πακέτο τόνωσης, έπειτα από σήματα που είχαν εκπέμψει κορυφαία κομματικά όργανα. Αντί γι’ αυτό, η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας περιορίστηκε ουσιαστικά σε μία μόνο μείωση επιτοκίου κατά 10 μονάδες βάσης.
Με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων να παραμένει αδιαφανής, το μόνο ασφαλές συμπέρασμα είναι ότι η κινεζική οικονομία χρειάζεται ώθηση, χωρίς όμως να είναι βέβαιο ότι αυτή θα δοθεί.
Οι διοικητές δεν αλλάζουν τα πάντα
Η εμπειρία της Ταϊλάνδης δείχνει ότι η αλλαγή ηγεσίας σε μια κεντρική τράπεζα δεν οδηγεί αυτόματα σε στροφή πολιτικής. Τον Σεπτέμβριο, ο νέος διοικητής της Τράπεζας της Ταϊλάνδης, Βιτάι Ρατανάκορν, ανέλαβε καθήκοντα εν μέσω πιέσεων για πιο επιθετικές μειώσεις επιτοκίων.
Οι αγορές πόνταραν σε άμεση κίνηση, όμως το βασικό επιτόκιο παρέμεινε στο 1,5%. Ο ίδιος προτίμησε να υπογραμμίσει τις τέσσερις μειώσεις του προηγούμενου έτους και να κερδίσει χρόνο για να χτίσει συναίνεση, επιβεβαιώνοντας ότι οι μεγάλες αλλαγές σπάνια γίνονται στην αρχή μιας θητείας.
Όταν η πολιτική βαραίνει τη νομισματική στρατηγική
Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών δοκιμάζεται συχνά στην πράξη. Στην Ινδονησία, η απομάκρυνση της υπουργού Οικονομικών Σρι Μουλιάνι Ιντραγουάτι τον Σεπτέμβριο αποδυνάμωσε την τεχνοκρατική θωράκιση της κεντρικής τράπεζας.
Ο διοικητής Πέρι Ουαρζίγιο κινήθηκε γρήγορα μειώνοντας τα επιτόκια και ευθυγραμμίζοντας ανοιχτά τη στάση του με την αναπτυξιακή ατζέντα του προέδρου Πραμπόβο Σουμπιάντο. Το αποτέλεσμα ήταν πίεση στο ρούπι, που εξελίχθηκε σε ένα από τα ασθενέστερα νομίσματα της Ασίας, αναγκάζοντας την τράπεζα σε διαρκείς παρεμβάσεις.
Η σιωπή ως εργαλείο πολιτικής
Η επιλογή της Τράπεζας της Αυστραλίας να αποφεύγει τη λεγόμενη forward guidance αποδείχθηκε εκ των υστέρων εύστοχη. Η διοικήτρια Μισέλ Μπούλοκ προχώρησε σε τρεις μειώσεις επιτοκίων μέσα στο 2025 χωρίς να δεσμεύσει τις αγορές για την επόμενη κίνηση.
Με τον πληθωρισμό να δείχνει σημάδια αναζωπύρωσης και την οικονομία να υπερθερμαίνεται, οι επενδυτές πλέον προεξοφλούν αυξήσεις, επιβεβαιώνοντας ότι η στρατηγική της σιωπής προστάτευσε την αξιοπιστία της τράπεζας.
Η Ιαπωνία παραμένει εξαίρεση
Η Τράπεζα της Ιαπωνίας κινήθηκε κόντρα στο ρεύμα, αυξάνοντας το βασικό της επιτόκιο κατά 25 μονάδες βάσης στο 0,75%. Με τον πληθωρισμό πάνω από τον στόχο του 2% και την παγκόσμια οικονομία να αποφεύγει την ύφεση, ο διοικητής Καζούο Ουέντα βρήκε το περιθώριο να προχωρήσει.
Αν διατηρηθεί αυτή η πορεία, μπορεί να γίνει ο μοναδικός διοικητής της σύγχρονης εποχής που θα αποχωρήσει αφήνοντας τα επιτόκια υψηλότερα απ’ ό,τι τα παρέλαβε.
Το αν οι ασιατικές οικονομίες μπορούν να αντέξουν αυτή τη μετάβαση από τη χαλαρή πολιτική σε πιο περιοριστικές συνθήκες θα φανεί το 2026. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η περίοδος των εύκολων αποφάσεων έχει τελειώσει.