Στη… φωτεινή πλευρά του ευρωπαϊκού επενδυτικού χάρτη συνεχίζει να τοποθετείται η Ελλάδα – και μαζί της το Χρηματιστήριο Αθηνών – καθώς η συζήτηση για το 2026 μετατοπίζεται από το «αν» στο «πώς» θα συνεχιστεί η σύγκλιση με την Ευρωζώνη. Οι διεθνείς οίκοι βλέπουν μια αγορά που έχει αφήσει πίσω της τη φάση της αποκατάστασης και περνά πλέον σε εκείνη της επαναξιολόγησης. Ταυτόχρονα, αυτό που διαφοροποιεί τις Ελληνικές μετοχές από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές είναι ότι το Χ.Α. μπορεί να έτρεξε, αλλά δεν έγινε ακριβό. Με δείκτες αποτίμησης σημαντικά χαμηλότερους από τους αντίστοιχους της Νότιας Ευρώπης και με ένα μακροοικονομικό υπόβαθρο που βελτιώνεται, η Ελλάδα μπαίνει στο 2026 όχι ως ειδική περίπτωση, αλλά ως αγορά που διεκδικεί –με αξιώσεις– τη θέση της στον πυρήνα των ευρωπαϊκών χαρτοφυλακίων.
Η UBS προβλέπει ρυθμούς ανάπτυξης 2,2%-2,4% για τα επόμενα δύο χρόνια, κάνοντας λόγο για σταδιακή αλλά ουσιαστική σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Παρά την έκθεση της χώρας στις γενικότερες μακροοικονομικές τάσεις της Ευρώπης, ο ελβετικός οίκος επισημαίνει ότι η Ελλάδα διαθέτει σήμερα πιο άνετα δημοσιονομικά περιθώρια από πολλές μεγαλύτερες οικονομίες. Για τους επενδυτές που αναζητούν «ευρωπαϊκές ιστορίες» με ορατότητα κερδών και μεταρρυθμιστική συνέχεια, η Ελλάδα δύσκολα μπορεί πλέον να αγνοηθεί.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η Morgan Stanley, η οποία στο ετήσιο outlook για το 2026 τοποθετεί την Ελλάδα στη μεταβατική ζώνη μεταξύ αναδυόμενων και ανεπτυγμένων αγορών. Πρόκειται για μια ιδιόμορφη θέση, αφού από τη μία πλευρά, η χώρα παραμένει εκτός του βασικού ραντάρ των μεγάλων χαρτοφυλακίων ανεπτυγμένων αγορών· από την άλλη, στους δείκτες των αναδυόμενων είναι ήδη έντονα υπερσταθμισμένη. Το αποτέλεσμα είναι ένα παράδοξο με ισχυρές μακροοικονομικές επιδόσεις και πολιτική σταθερότητα, χωρίς ακόμη την αντίστοιχη μαζική συμμετοχή του «σκληρού πυρήνα» των ευρωπαϊκών κεφαλαίων, αυτών που προορίζονται για τα ώριμα χρηματιστήρια. Όπως είναι γνωστό το Χ.Α. έχει κλειδωμένη αναβάθμιση τον Σεπτέμβριο του 2026 από τον οίκο FTSE.
Καθοριστικός παράγοντας για την άρση αυτής της ασυμμετρίας είναι οι δείκτες. Η απόφαση της FTSE για αναβάθμιση της Ελλάδας σε ανεπτυγμένη αγορά με ορίζοντα εφαρμογής τον Σεπτέμβριο του 2026 λειτουργεί ως σημείο καμπής. Την ίδια στιγμή, ο STOXX επανεξετάζει την ένταξη της χώρας στη λίστα παρακολούθησης, ενώ και ο MSCI αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο επίσημης διαβούλευσης. Για τη Morgan Stanley, οι κινήσεις αυτές δεν είναι απλώς τεχνικές, αλλά καθορίζουν ποιοι επενδυτές θα «δικαιούνται» να τοποθετηθούν στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια.
Σε επίπεδο αποτιμήσεων, η εικόνα παραμένει ελκυστική. Τα ελληνικά κρατικά ομόλογα έχουν ήδη συγκλίνει σε μεγάλο βαθμό με την ευρωπαϊκή περιφέρεια, ωστόσο οι μετοχές εξακολουθούν να εμφανίζουν περιθώρια περαιτέρω σύγκλισης. Το κόστος ιδίων κεφαλαίων έχει μειωθεί αισθητά, χωρίς αυτό να έχει αποτυπωθεί πλήρως στις τιμές, αφήνοντας χώρο για νέο κύκλο rerating.
Στο επίκεντρο βεβαίως, παραμένουν οι τράπεζες. Η Morgan Stanley επισημαίνει ότι ο κύκλος εξυγίανσης έχει ουσιαστικά ολοκληρωθεί: τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα βρίσκονται σε χαμηλά μονοψήφια επίπεδα, τα μερίσματα έχουν επιστρέψει και οι προοπτικές ανάπτυξης στηρίζονται τόσο στην εταιρική πίστη όσο και στη διεύρυνση δραστηριοτήτων όπως η διαχείριση περιουσίας και οι ασφαλιστικές εργασίες. Για τον οίκο, ο τραπεζικός κλάδος παραμένει ο πιο άμεσος τρόπος έκθεσης στο ελληνικό επενδυτικό αφήγημα.
Στο ίδιο θετικό μοτίβο κινούνται και οι εκτιμήσεις της Goldman Sachs. Το βασικό σενάριο για το 2026 στηρίζεται σε τρεις πυλώνες: τη συνέχιση των επενδύσεων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, την ενίσχυση της κατανάλωσης χάρη στη βελτίωση εισοδημάτων και αγοράς εργασίας και τη διατήρηση των ισχυρών επιδόσεων του τουρισμού. Ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα μειωθεί στο 1,9%, ενισχύοντας τη μακροοικονομική σταθερότητα, ενώ το δημοσιονομικό προφίλ χαρακτηρίζεται «εξαιρετικό», παρά την ανάγκη περαιτέρω παρεμβάσεων για αύξηση της παραγωγικότητας.
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται και στην αγορά ομολόγων, κρατικών και εταιρικών, που συγκαταλέγονται στους κορυφαίους performers της Ευρώπης. Στο τραπεζικό σκέλος, η BofA διατηρεί ξεκάθαρα θετική στάση για το 2026, βλέποντας συνεχή κερδοφορία, βελτίωση κεφαλαίων και αποτιμήσεις που εξακολουθούν να ενσωματώνουν discount περίπου 10%.
Η BofA αυξάνει τις τιμές-στόχους και για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, προβλέποντας διψήφια αύξηση κερδών έως το 2028 και περαιτέρω βελτίωση των αποδόσεων ιδίων κεφαλαίων. Παρά το ισχυρό ράλι, οι αποτιμήσεις παραμένουν ελκυστικές σε σύγκριση με την Ευρώπη.
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και η JP Morgan. Η Ελλάδα εισέρχεται στο 2026 με έναν συνδυασμό που σπάνια συναντάται: ισχυρή ανάπτυξη με μετατόπιση του ΑΕΠ προς τις επενδύσεις, αγορά εργασίας στα καλύτερα επίπεδα 17ετίας, σταθερό περιβάλλον επιτοκίων και κόστος δανεισμού σε ιστορικά χαμηλά, με το spread του 10ετούς να κινείται ακόμη και χαμηλότερα από Ιταλία και Γαλλία.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης που θυμίζουν αναδυόμενες αγορές, αλλά με χαρακτηριστικά χαμηλού κινδύνου – στοιχείο που, σύμφωνα με την JP Morgan, δικαιολογεί τη συνέχιση της αναβάθμισης των αποτιμήσεων.