THEPOWERGAME

Μεικτά πρόσημα καταγράφηκαν την Παρασκευή στα περισσότερα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, αλλά σε επίπεδο εβδομάδας σημείωσαν σημαντικά κέρδη.
Αρνητικά λειτούργησαν τα νέα για την αγορά εργασίας στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, ωστόσο ο FTSE 100 κατέγραψε ράλι πάνω από 1%, ενώ ενδοσυνεδριακά ξεπέρασε το ιστορικό υψηλό των 7.907 μονάδων για πρώτη φορά από 2018, παράλληλα με τη νέα πτώση της στερλίνας.
Συγκεκριμένα, ο πανευρωπαϊκός Stoxx 600 σημείωσε πτώση 0,44% στις 457,20 μονάδες, ενώ ο έτερος πανευρωπαϊκός δείκτης Euro Stoxx 50 κέρδισε 0,41% στις 4.258 μονάδες.
Σε ότι αφορά στους εγχώριους δείκτες, στο Λονδίνο ο FTSE 100 ενισχύθηκε κατά 1,06% στις 7.902 μονάδες, στη Φρανκφούρτη ο DAX σημείωσε πτώση 0,20% στις 15.477 μονάδες και στο Παρίσι ο CAC 40 ενισχύθηκε κατά 0,94% στις 7.233 μονάδες. Στον ευρωπαϊκό νότο, ο ιταλικός FTSE MIB έχασε 0,51% στις 26.962 μονάδες και ο IBEX 35 στη Μαδρίτη είχε οριακή άνοδο 0,03% στις 9.232 μονάδες.
Σε επίπεδο εβδομάδας, ο FTSE 100 κέρδισε 1,7%, ο DAX ενισχύθηκε κατά 2,1% και ο CAC 40 σημείωσε άνοδο 1,9%.
Το ενδιαφέρον των επενδυτών διεθνώς ήταν στραμμένο την εβδομάδα που μας πέρασε στις αποφάσεις των Κεντρικών Τραπεζών για τα επιτόκια στα επίπεδα που ήταν αναμενόμενα από επενδυτές και αναλυτές..
Η Fed, αύξησε τα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης, στο 4,5% με 4,75%, ενώ η ΒοΕ κατά 0,50% στο 4% και η ΕΚΤ 50% στο 3%.
Σύμφωνα με τις δηλώσεις των επικεφαλής των Κεντρικών Τραπεζών, τόσο ο Πάουελ (Fed), όσο και ο Μπέιλι, ο ομόλογός του στην Τράπεζα της Αγγλίας, συμφωνούν ότι τα επιτόκια των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου βρίσκονταi κοντά στην κορύφωσή τους, ενώ σε αντίθεση η Λαγκάρντ (EKT) κατέστησε σχεδόν βέβαιη την προοπτική μιας νέας αύξησης κατά μισή μονάδα τον Μάρτιο – και υπαινίχθηκε έντονα ότι το κόστος δανεισμού της ευρωζώνης θα πρέπει να αυξηθεί περαιτέρω πέραν αυτού.
Στα μακροοικονομικά νέα της ημέρας, ο δείκτης ΡΜΙ της S&P Global στην Ευρωζώνη σκαρφάλωσε σε υψηλό επτά μηνών. Όπως αναφέρει στην ανάλυση της η S&P Global, τα υψηλότερα επίπεδα επιχειρηματικής δραστηριότητας συνοδεύτηκαν από ισχυρότερη ανάπτυξη της απασχόλησης, καθώς η αγορά εργασίας συνεχίζει να επιδεικνύει αξιοσημείωτα επίπεδα ανθεκτικότητας, αλλά και από περαιτέρω βελτίωση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης.