Νευρικότητα στον χρυσό στη σκιά της έντασης Ισραήλ-Ιράν

Ο χρυσός ενισχύθηκε 4% όταν το Ισραήλ επιτέθηκε στο Ιράν, μετά τα κέρδη υποχώρησαν καθώς η ασάφεια κυριαρχεί μαζί με τις ανησυχίες

Χρυσός © Freepik

Ο χρυσός κατέγραψε διακυμάνσεις καθώς οι επενδυτές παρακολουθούν την κλιμάκωση του ρίσκου στη Μέση Ανατολή και αξιολογούν τα ασθενή οικονομικά στοιχεία των ΗΠΑ.

Το Ισραήλ και οι Ηνωμένες Πολιτείες αυξάνουν την πίεση στο Ιράν, εντείνοντας τη φημολογία ότι η Ουάσινγκτον θα μπορούσε να προετοιμάζεται για πιο άμεση εμπλοκή στη σύγκρουση. Παράλληλα, χλιαρές ενδείξεις από τις ΗΠΑ σε τομείς όπως οι λιανικές πωλήσεις, η αγορά κατοικίας και η βιομηχανική παραγωγή ενισχύουν την άποψη ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα ενδέχεται να προχωρήσει σε μείωση επιτοκίων εντός του έτους — εφόσον το πρόσφατο ράλι στο πετρέλαιο αποδειχθεί παροδικό και δεν πυροδοτήσει νέο κύμα πληθωρισμού.

Το πολύτιμο μέταλλο ενισχύθηκε σχεδόν κατά 4% την περασμένη εβδομάδα, όταν το Ισραήλ ξεκίνησε στρατιωτική εκστρατεία κατά του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. Από τότε, τα κέρδη έχουν υποχωρήσει, παρότι οι συγκρούσεις μεταξύ Ισραήλ και Ιράν συνεχίζονται.

«Με την πρώτη ματιά, η αντίδραση του χρυσού ίσως φαίνεται απογοητευτική, αν λάβει κανείς υπόψη τις πιθανές συνέπειες της σύγκρουσης, αλλά και τη γνωστή νευρικότητα των βραχυπρόθεσμων traders», σημείωσε ο Κάρστεν Μένκε, επικεφαλής ερευνών επόμενης γενιάς στην Julius Baer Group. «Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ματιά δείχνει ότι η συμπεριφορά του είναι ευθυγραμμισμένη με ιστορικά πρότυπα, σύμφωνα με τα οποία τέτοια γεωπολιτικά σοκ δεν οδηγούν σε διαρκή άνοδο των τιμών».

Οι τιμές — που απέχουν περίπου 115 δολάρια από το ιστορικό υψηλό που σημειώθηκε τον Απρίλιο — οδεύουν προς τον έκτο συνεχόμενο μήνα ανόδου, το καλύτερο σερί εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες.

Το βλέμμα στρέφεται τώρα στην απόφαση επιτοκίων της Fed την Τετάρτη. Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ αναμένεται να διατηρήσει σταθερά τα επιτόκια τόσο τον Ιούνιο όσο και τον Ιούλιο, ωστόσο οι αναθεωρημένες οικονομικές προβλέψεις και οι εκτιμήσεις για τα επιτόκια που θα ανακοινωθούν την ίδια ημέρα ενδέχεται να δώσουν σήματα για την πορεία της νομισματικής πολιτικής.

Η τιμή spot του χρυσού ήταν σχεδόν αμετάβλητη στα 3,390.92 δολ. η ουγκιά. Ο δείκτης δολαρίου Bloomberg Dollar Spot Index ενισχύθηκε κατά 0,2%. Κέρδη κατέγραψαν επίσης το ασήμι, η πλατίνα και το παλλάδιο.

Οι κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως συσσωρεύουν χρυσό και προβλέπουν μείωση του δολαρίου

Οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο σπεύδουν να αγοράσουν χρυσό σε ιστορικά υψηλούς ρυθμούς, ενώ παράλληλα προβλέπουν μείωση των αποθεμάτων σε δολάρια ΗΠΑ τα επόμενα χρόνια.

Σύμφωνα με έρευνα του Παγκόσμιου Συμβουλίου Χρυσού (World Gold Council), το 95% των ερωτηθέντων κεντρικών τραπεζών αναμένει ότι τα παγκόσμια αποθέματα χρυσού θα αυξηθούν τους επόμενους 12 μήνες. Μάλιστα, ποσοστό ρεκόρ 43% δήλωσε ότι σχεδιάζει να αυξήσει τις δικές του τοποθετήσεις εντός του ίδιου διαστήματος.

Ταυτόχρονα, το 73% των κεντρικών τραπεζών προβλέπει μέτρια ή σημαντική μείωση της παρουσίας του δολαρίου στα παγκόσμια συναλλαγματικά αποθέματα την επόμενη πενταετία. Οι συμμετέχοντες στην έρευνα εκτιμούν επίσης ότι το μερίδιο άλλων νομισμάτων, όπως το ευρώ και το κινεζικό γιουάν (renminbi), θα αυξηθεί στην ίδια χρονική περίοδο.

Η πτώση του δείκτη δολαρίου (Dollar Index – DX-Y.NYB) κατά 9% από τις αρχές του έτους έχει ενισχύσει τις ανησυχίες για τη διατήρηση της παγκόσμιας κυριαρχίας του εν μέσω γεωπολιτικών εντάσεων και εμπορικών πολέμων. Η αυξανόμενη δυσπιστία για τη δημοσιονομική πορεία των ΗΠΑ έχει επίσης στρέψει τη ζήτηση προς νομίσματα της Ευρώπης και της Ασίας, λόγω προσδοκιών για μέτρα στήριξης και πιο ελκυστικές αποτιμήσεις στο εξωτερικό.

Η τιμή του χρυσού έχει καταγράψει επανειλημμένα ιστορικά υψηλά μέσα στο 2025, λόγω των αγορών από κεντρικές τράπεζες, των εισροών σε διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια (ETFs) και των προσδοκιών ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα μειώσει τα επιτόκια.

Η αγορά χρυσού από τις κεντρικές τράπεζες επιταχύνεται σταθερά, με τις προσθήκες να υπερβαίνουν τους 1.000 τόνους ετησίως τα τελευταία τρία χρόνια — υπερδιπλάσιες σε σχέση με τον μέσο όρο των 400–500 τόνων που καταγραφόταν την προηγούμενη δεκαετία.