Σε αρνητικό έδαφος έκλεισαν οι ευρωαγορές την Τετάρτη, με τους επενδυτές να εστιάζουν στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ και τις παραχωρήσεις των Ευρωπαίων συμμάχων στο μέτωπο των αμυντικών δαπανών. Ο πανευρωπαϊκός Stoxx 600 υποχώρησε 0,74% στις 536,98 μονάδες.
Περιφερειακά, ο γερμανικός DAX σημείωσε πτώση 0,61% στις 23.498,33 μονάδες, και ο γαλλικός CAC έχασε 0,76% στις 7.558,16. Ο ιταλικός FTSE MIB υποχώρησε 0,39% στις 39.319,14 και ο ισπανικός είχε μεγάλη πτώση της τάξης του 1,59% στις 13.811,80. Ο FTSE στο Λονδίνο υποχώρησε 0,46% στις 8.718,75.
Όπως επισημαίνει το Reuters, στην προθυμία τους να διατηρήσουν την υποστήριξη του Ντόναλντ Τραμπ στο ΝΑΤΟ, τα ευρωπαϊκά μέλη της συμμαχίας υποσχέθηκαν να υπερδιπλασιάσουν το ποσό του πλούτου που διαθέτουν για στρατιωτικές δαπάνες. Το πρόβλημα είναι ότι οι περισσότεροι δεν μπορούν να αντέξουν να δαπανήσουν το 5% του ΑΕΠ στην άμυνα. Έτσι, θα υπάρξουν ταυτόχρονα κάποιες δυσάρεστες θυσίες στους εθνικούς προϋπολογισμούς, αλλά και μια κάποια δημιουργική λογιστική για την εκτροπή των υφιστάμενων δαπανών, σχολιάζει το πρακτορείο.
«Δεν θα τα καταφέρουν», δήλωσε ο Guntram Wolff, ανώτερος συνεργάτης του think-tank Bruegel, σχετικά με τον στόχο του 5%. «Αν είσαι μια υπερχρεωμένη χώρα, δεν μπορείς να εκδώσεις περισσότερο χρέος. Αυτό σημαίνει πολύ δύσκολες δημοσιονομικές επιλογές» είπε για τις βαριές αυξήσεις φόρων ή περικοπές δαπανών που θα απαιτούσε κάτι τέτοιο.
Το πρακτορείο χαρακτήρισε τη σύνοδο κορυφής στη Χάγη «πολιτικό θέατρο», που τουλάχιστον κέρδισε το κοινό στο οποίο απευθυνόταν: Τον ίδιο τον Τραμπ. Εν μέσω ανησυχιών σχετικά με τη δέσμευσή του στη ρήτρα αμοιβαίας άμυνας του ΝΑΤΟ, δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες στέκονται στο πλευρό των Ευρωπαίων συμμάχων τους «μέχρι τέλους».
Ενώ λίγοι αμφισβητούν ότι η Ευρώπη πρέπει να κάνει περισσότερα για να διασφαλίσει τη δική της ασφάλεια καθώς οι εντάσεις με τη Ρωσία αυξάνονται, η εμμονή στον στόχο του 5% επηρέασε αρνητικά τη συζήτηση που γίνεται ξεχωριστά αναφορικά με το πώς θα μπορούσε το ευρωπαϊκό μπλοκ να χρησιμοποιήσει τους υπάρχοντες στρατιωτικούς προϋπολογισμούς της πιο αποτελεσματικά, για παράδειγμα με εθνικές κυβερνήσεις που συμφωνούν σε κοινές προμήθειες.