Η άνοδος των αποδόσεων στα κρατικά ομόλογα της Ευρωζώνης σε συνδυασμό με την τόνωση των πληθωριστικών πιέσεων περιπλέκουν το τοπίο για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία καλείται να σταθμίσει διαφορετικές προσδοκίες για τα μέτρα στήριξης που υιοθετήθηκαν τον περσινό Μάρτιο, όταν ξέσπασε η πανδημία.
Αναλυτές και στρατηγικοί επενδυτές εναποθέτουν όλη τους την προσοχή στην επόμενη συνεδρίαση της ΕΚΤ, δρομολογημένη για τις 10 Ιουνίου, προκειμένου να αξιολογήσουν την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Μολονότι παραμένει χαμηλό σε σχέση με προηγούμενα έτη, το 10ετές κόστος δανεισμού στην Ιταλία έχει υπερδιπλασιαστεί το τελευταίο τρίμηνο, υπερβαίνοντας το 1% για να φθάσει στο υψηλότερο σημείο των τελευταίων εννέα μηνών.
Τον περασμένο μήνα, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου της Γαλλίας πέρασε σε θετικό πρόσημο, αντανακλώντας την αλλαγή του αφηγήματος για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό.
Η Goldman Sachs θεωρεί πως τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ θα συμφωνήσουν σε μια μικρή επιβράδυνση των μηνιαίων αγορών ομολόγων στα 75 δισ. ευρώ μέσα στο τρίτο τρίμηνο αλλά πάντα στο πλαίσιο του προγράμματος ΡΕΡΡ, το οποίο παραμένει αμετάβλητο στα 1,85 τρισ. ευρώ τουλάχιστον μέχρι τα τέλη Μαρτίου του 2022.
Μάλιστα, το ύψος των αγορών εκτιμάται από την αμερικανική τράπεζα πως θα κινηθεί ανάμεσα στα επίπεδα του πρώτου και του δεύτερου τριμήνου του 2021.
Οι προβλέψεις της ΕΚΤ για την εξέλιξη του πληθωρισμού αποτελούν μεγαλύτερη πρόκληση για τους αξιωματούχους της και θα κρίνει την πορεία της ευρύτερης νομισματικής πολιτικής στην Ευρωζώνη σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου.
Μια τέτοια προοπτική, ωστόσο, αναμένεται να δοθεί τον Σεπτέμβριο, διαβλέπει η αμερικανική τράπεζα.
Αφενός η ενίσχυση των τιμών είναι καλοδεχούμενη, αφού ήταν ιδιαίτερα χαμηλές για μακρά περίοδο, και αντανακλά τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών στην Ευρωζώνη.
Τα προκαταρκτικά στοιχεία για τους δείκτες υπευθύνων προμηθειών για τον Μάιο αναμένεται να σχηματίσουν σαφέστερη εικόνα για την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη όταν δημοσιευτούν αυτήν την Παρασκευή.
Τον Απρίλιο, ο πληθωρισμός υπολογίζεται στο 1,6%, αντανακλώντας το υψηλό διετίας, ενώ η αγορά προβλέπει πως θα κινηθεί στο 1,4% κατά μέσον όρο εντός του 2021.
Αρκετοί αξιωματούχοι της ΕΚΤ έχουν δηλώσει, μάλιστα, δημόσια πως θα αποδέχονταν την άνοδο του πληθωρισμού πάνω από τον στόχο του «κοντά στο 2%» για ένα χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι ήταν υποτονικός, ακόμη και αρνητικός, για μια μακρά περίοδο.
Ανάλογο σκεπτικό έχει υιοθετήσει η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, αν και η μεγάλη ενίσχυση των τιμών στις πρώτες ύλες δημιουργούν πονοκέφαλο στους αξιωματούχους νομισματικής πολιτικής.
Έναν χρόνο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, οι ελλείψεις σε βασικά εξαρτήματα και αγαθά, όπως τα τσιπ, και οι ανατροπές στις εφοδιαστικές αλυσίδες έχουν οδηγήσει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα τις τιμές των αγροτικών εμπορευμάτων και των βιομηχανικών μετάλλων.
Αν και η κατάσταση αυτή θεωρείται πως είναι προσωρινή, μέχρι να συνέλθει από τον «λήθαργο» των περιορισμών της πανδημίας η παγκόσμια οικονομία, οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν να μελετήσουν μια ακόμη παράμετρο στη χάραξη νομισματικής πολιτικής.
Η ΕΚΤ καλείται να διατηρήσει λεπτές ισορροπίες στην επικοινωνία της καθώς η επιθυμητή αποκατάσταση των οικονομικών συνθηκών στα προ πανδημίας επίπεδα δεν παύει να κρύβει παγίδες και προκλήσεις.