Οι μετοχές στη Wall Street σημειώνουν, καθώς η υποβάθμιση του αμερικανικού κρατικού αξιόχρεου από τον οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s προκάλεσε άλμα στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων.
Ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones κινείται οριακά γύρω από το 0,01%, μετά την αρχική πίεση. Ο δείκτης S&P 500 σημειώνει πτώση 0,2%, ενώ ο Nasdaq Composite χάνει 0,3%.
Οι επενδυτές θα πρέπει να αγοράσουν σε ενδεχόμενες πτώσεις των μετοχών των ΗΠΑ που προκαλούνται από την υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης την Παρασκευή, καθώς η εμπορική ανακωχή με την Κίνα έχει μειώσει τις πιθανότητες ύφεσης, σύμφωνα με τον Μάικλ Γουίλσον της Morgan Stanley.
Ο στρατηγικός αναλυτής βλέπει αυξημένη πιθανότητα διόρθωσης στις μετοχές μετά την υποβάθμιση από τη Moody’s, που ώθησε την απόδοση του 10ετούς αμερικανικού ομολόγου πάνω από το κρίσιμο όριο του 4,5%. Ωστόσο, «θα ήμασταν αγοραστές σε μια τέτοια πτώση», έγραψε σε σημείωμά του ο Γουίλσον.
Ο Τζέιμι Ντίμον της JPMorgan δήλωσε ότι δεν θα απέκλειε το ενδεχόμενο στασιμοπληθωρισμού για την οικονομία των ΗΠΑ. Ο διευθύνων σύμβουλος της JPMorgan ανέφερε ότι οι επενδυτές και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να παραμείνουν σε εγρήγορση, καθώς το ενδεχόμενο συνύπαρξης υψηλού πληθωρισμού και ασθενούς οικονομικής ανάπτυξης εξακολουθεί να αποτελεί πιθανό μακροοικονομικό σενάριο.
Η προειδοποίηση του Ντίμον έρχεται καθώς αυξάνονται οι αμφιβολίες για το κατά πόσον ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ μπορεί να υποχωρήσει σταθερά χωρίς να επηρεαστεί αρνητικά η ανάπτυξη, εν μέσω αυστηρών νομισματικών συνθηκών και επίμονων δημοσιονομικών ανισορροπιών.
Η Moody’s την Παρασκευή υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ κατά μία βαθμίδα, από το κορυφαίο Aaa στο Aa1, εναρμονίζοντας τη θέση της με αυτή των άλλων μεγάλων οίκων αξιολόγησης. Η υποβάθμιση αποδίδεται στις δημοσιονομικές προκλήσεις που σχετίζονται με το αυξανόμενο έλλειμμα του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού και τις επιπτώσεις από την ανάγκη αναχρηματοδότησης του υφιστάμενου χρέους σε περιβάλλον υψηλού κόστους δανεισμού.
Η αναθεώρηση του αξιόχρεου πίεσε τις τιμές των ομολόγων, οδηγώντας τις αποδόσεις υψηλότερα, τη στιγμή που η οικονομία ήδη πιέζεται από την κλιμάκωση των δασμών που εφαρμόζει ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ. Η απόδοση του 30ετούς ομολόγου των ΗΠΑ ξεπέρασε το 5% τη Δευτέρα, ενώ η απόδοση του 10ετούς έφτασε το 4,5% — επίπεδα που είχαν επιβαρύνει τις αγορές μετοχών τον προηγούμενο μήνα και είχαν οδηγήσει τον Τραμπ να υπαναχωρήσει από τις πιο σκληρές δασμολογικές του απειλές. Τα επιτόκια για στεγαστικά, αυτοκίνητα και πιστωτικές κάρτες ακολουθούν αυτές τις αποδόσεις.
«Ο βασικός παράγοντας —η μειωμένη ζήτηση από το εξωτερικό και το αυξανόμενο μέγεθος του χρέους που πρέπει συνεχώς να αναχρηματοδοτείται— δεν πρόκειται να αλλάξει», δήλωσε στο CNBC ο Πίτερ Μπούκβαρ, επικεφαλής επενδύσεων στην Bleakley Financial Group, αναφορικά με την αλλαγή στην αξιολόγηση των ΗΠΑ. Η υποβάθμιση από τη Moody’s «είναι συμβολική με την έννοια ότι ένας κορυφαίος οίκος αξιολόγησης αναγνωρίζει ότι οι ΗΠΑ έχουν προβληματικό χρέος και ελλείμματα».
Οι μεγαλύτερες απώλειες της ημέρας καταγράφηκαν στον τεχνολογικό τομέα, ο οποίος είναι ιδιαίτερα ευάλωτος σε περιόδους ανόδου των αποδόσεων και επιβράδυνσης της οικονομίας, καθώς μειώνεται η διάθεση των επενδυτών για ρίσκο. Η μετοχή της Palantir υποχώρησε κατά 3%, της Tesla κατά 4%, ενώ η Nvidia έχασε 2%.
Η υποβάθμιση ήρθε μετά από μια θετική εβδομάδα στη Wall Street, κατά την οποία οι επενδυτές καλωσόρισαν τη συμφωνία του Λευκού Οίκου με την Κίνα για προσωρινή μείωση των δασμών. Η συμφωνία θεωρήθηκε σημαντική πρόοδος για το παγκόσμιο εμπόριο, μετά την αρχική πρόταση του Τραμπ για εκτεταμένους και απότομους εισαγωγικούς φόρους τον περασμένο μήνα.
Ο Nasdaq Composite, με ισχυρή παρουσία τεχνολογικών μετοχών, είχε προηγουμένως οδηγήσει την ανοδική πορεία, σημειώνοντας άλμα άνω του 7% την προηγούμενη εβδομάδα. Ο ευρύτερος S&P 500 κατέγραψε άνοδο άνω του 5% και πέντε διαδοχικές ημέρες κερδών, ενώ ο δείκτης Dow σημείωσε άνοδο πάνω από 3%. Η άνοδος των 300 μονάδων την Παρασκευή έφερε τον δείκτη Dow σε θετικό έδαφος για το 2025.
Οι traders πλέον θεωρούν ότι νέες εμπορικές συμφωνίες είναι καθοριστικές για να διατηρηθεί η ανάκαμψη της χρηματιστηριακής αγοράς — υπό την προϋπόθεση ότι οι αποδόσεις των ομολόγων δεν αποθαρρύνουν πρώτα τους επενδυτές.
πότομη άνοδος σημειώθηκε στις αποδόσεις των αμερικανικών κρατικών ομολόγων τη Δευτέρα, μετά την υποβάθμιση του αξιόχρεου των ΗΠΑ από τη Moody’s, οδηγώντας τους επενδυτές σε μαζικές πωλήσεις ομολόγων. Οι αποδόσεις έφτασαν σε κρίσιμα επίπεδα που έχουν πιέσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές το τελευταίο διάστημα.
Στο 5% η απόδοση του 30ετούς ομολόγου, στο 4,55 του 10ετούς
Η απόδοση του 30ετούς ομολόγου του αμερικανικού Δημοσίου αυξήθηκε κατά 13 μονάδες βάσης, αγγίζοντας το 5,03%. Η απόδοση του 10ετούς αυξήθηκε κατά 11 μονάδες βάσης, φτάνοντας στο 4,552%. Παράλληλα, η απόδοση του 2ετούς ομολόγου ενισχύθηκε κατά 4 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 4,021%.
Μία μονάδα βάσης ισοδυναμεί με 0,01%, ενώ οι αποδόσεις και οι τιμές των ομολόγων κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις.
Οι ανησυχίες των επενδυτών εντάθηκαν μετά την απόφαση του οίκου αξιολόγησης Moody’s την Παρασκευή να υποβαθμίσει το αξιόχρεο των Ηνωμένων Πολιτειών, μειώνοντάς το κατά μία βαθμίδα από το κορυφαίο Aaa στο Aa1. Ο οίκος απέδωσε την υποβάθμιση στο αυξανόμενο βάρος της χρηματοδότησης του δημοσιονομικού ελλείμματος της κυβέρνησης, καθώς και στο υψηλό κόστος αναχρηματοδότησης του υφιστάμενου χρέους σε περιβάλλον υψηλών επιτοκίων.
«Αυτή η υποβάθμιση κατά μία βαθμίδα στην 21βάθμια κλίμακα αξιολόγησης αντικατοπτρίζει την αύξηση, εδώ και πάνω από μία δεκαετία, του δημοσίου χρέους και των πληρωμών τόκων σε επίπεδα σημαντικά υψηλότερα από εκείνα που αντιστοιχούν σε άλλες χώρες με παρόμοια πιστοληπτική ικανότητα», ανέφερε η Moody’s σε ανακοίνωσή της.
Η Moody’s διατηρούσε τη βαθμολογία «country ceiling» στο επίπεδο Aaa για τις ΗΠΑ από το 1949. Πλέον, ευθυγραμμίζεται με τους άλλους μεγάλους οίκους αξιολόγησης, οι οποίοι έχουν ήδη αποδώσει στις ΗΠΑ τη δεύτερη υψηλότερη διαθέσιμη βαθμολογία.
«Πρόκειται για μία συμβολικά σημαντική κίνηση, καθώς η Moody’s ήταν ο τελευταίος μεγάλος οίκος που διατηρούσε τις ΗΠΑ στην κορυφαία βαθμίδα αξιολόγησης», ανέφεραν αναλυτές της Deutsche Bank σε σημείωμά τους.