Στον Δήμο Πεντέλης παραχωρήθηκε και επισήμως το ιστορικό «Μέγαρο Δουκίσσης Πλακεντίας», γνωστό και ως «Καστέλο της Ροδοδάφνης», ένα από τα πιο εμβληματικά δείγματα νεογοτθικής αρχιτεκτονικής της Αττικής. Η παραχώρηση έγινε από την Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤΑΔ), μέλος του Υπερταμείου, έπειτα από πολυετή προσπάθεια του Δήμου, με στόχο την αποκατάσταση και την αξιοποίηση του ακινήτου ως Κέντρο Πολιτιστικών και Πνευματικών Δράσεων.
Η σύμβαση προβλέπει εικοσαετή στρατηγική συνεργασία, με τον Δήμο να αναλαμβάνει την εκπόνηση μελετών, την εξασφάλιση αδειοδοτήσεων και χρηματοδοτήσεων, καθώς και την πλήρη αποκατάσταση του συγκροτήματος και του περιβάλλοντος χώρου. Η ΕΤΑΔ θα λαμβάνει ετήσιο μίσθωμα, καθώς και ποσοστό από τα ενδεχόμενα έσοδα που θα προκύψουν από τη λειτουργία του χώρου.
Η τελευταία αίτηση παραχώρησης υποβλήθηκε τον Απρίλιο του 2024, ενώ είχαν προηγηθεί αρκετές ακόμη τα προηγούμενα χρόνια (2012, 2014, 2015, 2020 και μετά). Τον Απρίλιο του 2025, η διοίκηση της ΕΤΑΔ απάντησε θετικά, αναγνωρίζοντας τη σημασία της αναβίωσης του εμβληματικού κτιρίου για την τοπική κοινωνία.
Η ιστορία πίσω από το Καστέλο της Ροδοδάφνης
Η ιστορία του Καστέλου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ζωή της Δούκισσας της Πλακεντίας, της αινιγματικής Σοφίας ντε Μαρμπουά-Λεμπρέν. Γεννημένη το 1785 στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, κόρη του Μαρκησίου ντε Μαρμπουά και εγγονή του κυβερνήτη της Πενσιλβάνια, παντρεύτηκε σε ηλικία 19 ετών τον Charles Lebrun -γιο του Δούκα της Πλακεντίας, τίτλος που είχε απονεμηθεί από τον ίδιο τον Ναπολέοντα. Μαζί απέκτησαν μία κόρη, την Καρολίνα Ελίζα, ωστόσο σύντομα χώρισαν.
Η Σοφία, βαθιά επηρεασμένη από το φιλελληνικό κίνημα της εποχής, διοργάνωνε λογοτεχνικά σαλόνια, ερχόμενη σε επαφή με σημαντικές προσωπικότητες της Ευρώπης και ενισχύοντας τον αγώνα των Ελλήνων. Εμπνεόμενη από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, γνωρίστηκε και διατήρησε αλληλογραφία με τον Ιωάννη Καποδίστρια -σχέση γύρω από την οποία δεν άργησαν να υφανθούν φήμες για έναν ανεκπλήρωτο έρωτα.
Το 1827 έρχεται στην Ελλάδα μαζί με την κόρη της. Επισκέπτεται Κέρκυρα, Ναύπλιο, Αίγινα και αγοράζει εκτάσεις στην Αθήνα. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1833, επιστρέφει μόνιμα, καθώς η κόρη της πάσχει από φυματίωση. Η Ελίζα τελικά χάνει τη μάχη για τη ζωή στη Βηρυτό το 1837. Η Δούκισσα, αφοσιωμένη στην τελευταία της επιθυμία να ταφεί στην Ελλάδα, ταριχεύει το σώμα της και το φέρνει στην Αθήνα, τοποθετώντας το σε γυάλινο φέρετρο στο υπόγειο της κατοικίας της.
Από την προσωπική τραγωδία στο πολεοδομικό έργο
Από τη στιγμή εκείνη, η Σοφία αποσύρεται σταδιακά από τη δημόσια ζωή, αφοσιώνεται στην πνευματική προσφορά και ιδρύει σχολεία για κορίτσια αγωνιστών. Μεταξύ των προσώπων που τη συντροφεύουν είναι και η Ελένη Καψάλη-Σκουζέ. Η πολεοδομική της παρέμβαση αποτυπώνεται στο έργο της στην Πεντέλη, όπου ξεκινά την ανέγερση του Καστέλου της Ροδοδάφνης.
Η κατασκευή ξεκινά το 1840 με σχέδια του André Couchaud, αλλά συνεχίζεται από τον Σταμάτιο Κλεάνθη. Δεν αποπερατώνεται ποτέ, καθώς ο θάνατος της Δούκισσας το 1854 δεν της επέτρεψε να δει ολοκληρωμένο το αρχιτεκτονικό αριστούργημα του Καστέλλου της Ροδοδάφνης, το οποίο ολοκληρώθηκε λίγο αργότερα.
Ένα μοναδικό μνημείο με πλούσια αρχιτεκτονική
Το Καστέλο της Ροδοδάφνης, «δίδυμο» της Βίλας Ιλίσια (σημερινό Βυζαντινό Μουσείο), σχεδιάστηκε για να λειτουργήσει ως θερινή κατοικία της. Χτισμένο στην ανατολική πλαγιά του λόφου Κουφός, ονομάστηκε από μια πηγή κοντά στην οποία φύτρωναν ροδοδάφνες.
Η έκταση έφτανε τα 1.738 στρέμματα -εκ των οποίων μόλις τα 8 καλλιεργούνταν. Ανάμεσα στις παρεμβάσεις της, η διάνοιξη δρόμων και η κατασκευή της Πεντάτοξης Γέφυρας, γνωστής ως «Πέντε Καμάρες». Το κεντρικό κτίσμα, από Πεντελικό μάρμαρο, περιελάμβανε στάβλους, βοηθητικά κτίρια, μία μεγάλη τετράγωνη αυλή για εκδηλώσεις και τη στοά με τα επτά οξυκόρυφα τόξα -στοιχείο που ξεχωρίζει αρχιτεκτονικά από τη Βίλα Ιλίσια.
Οι δύο πύργοι και οι όροφοι του κτιρίου παρέμειναν ημιτελείς, χωρίς στέγη. Μετά τον θάνατό της, το Καστέλο εγκαταλείπεται, ενώ η φιγούρα της Δούκισσας τυλίγεται στον μύθο: ντυμένη με λευκό χιτώνα και πέπλο, αποτραβηγμένη, μιλώντας στη νεκρή κόρη της.
Από την παρακμή στην αναγέννηση
Στο τέλος της δεκαετίας του ’50 υπήρξαν σκέψεις να στεγαστεί στο Καστέλο η θερινή κατοικία του διαδόχου Κωνσταντίνου. Η αρχιτεκτονική αποκατάσταση ανατέθηκε στον Αλέξανδρο Μπαλτατζή (1959–1961). Από το Τατόι μεταφέρθηκε αρχείο, ενώ έπιπλα και υλικά προήλθαν από αθηναϊκές κατοικίες του 19ου αιώνα, για να αποκατασταθεί η αυθεντικότητα του χώρου.