Τι κοινό μπορεί να έχουν τα γυάλινα δοχεία της μαρμελάδας με την κατασκευή του λιμανιού-μαμούθ Tuas στη Σιγκαπούρη και την εξόρυξη σχιστολιθικού πετρελαίου; Η απάντηση είναι η άμμος. Ένα από τα κρισιμότερα, αλλά υποτιμημένα, υλικά που αξιοποιεί υπερβολικά ο άνθρωπος, σε μια εποχή που οι πλημμύρες εντείνονται και η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει λόγω της κλιματικής κρίσης.
Είναι δύσκολο να δοθεί μια ενιαία τιμή για την άμμο στις διεθνείς αγορές, ωστόσο παρατηρείται ετήσια αύξηση από 5% έως 7%. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, η τιμή της κυμαίνεται περίπου στα 7 με 9,5 δολάρια τον τόνο εδώ και μια δεκαετία. Αυτή η ανοδική πορεία αντανακλά, μεταξύ άλλων, το πρόβλημα της διάβρωσης των αμμουδιών από την Αυστραλία μέχρι τις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
Η αυξανόμενη ζήτηση για άμμο, κυρίως από τον κατασκευαστικό κλάδο, σε συνδυασμό με τη συσσώρευση ακραίων φυσικών φαινομένων, διαμορφώνουν μια νέα κατάσταση στις ακτογραμμές του κόσμου. Σύμφωνα με τις δημοτικές αρχές της Βαρκελώνης, οι τεχνητές αμμουδιές της πόλης αντιμετωπίζουν σοβαρό κίνδυνο διάβρωσης λόγω των έντονων καταιγίδων και της ανόδου της στάθμης της θάλασσας.
Η Βαρκελώνη χάνει περίπου 30.000 κυβικά μέτρα άμμου ετησίως και χρειάζεται συνεχείς παρεμβάσεις για την αναπλήρωσή της, μεταφέροντας άμμο από άλλα σημεία της ακτογραμμής της Καταλονίας ή από βυθοκορήσεις λιμανιών. Η βυθοκόρηση λιμανιών είναι η διαδικασία αφαίρεσης υλικού από τον πυθμένα λιμανιών και υδάτινων οδών για τη συντήρηση του επιθυμητού βάθους, διευκολύνοντας την πλοήγηση και τη μεταφορά. Τέτοιας φύσεως διαδικασίες είναι απαραίτητες για τη διατήρηση των παραλιών, οι οποίες θεωρούνται πλέον βασικό κομμάτι της ταυτότητας και της οικονομίας της πόλης.
Μέχρι τη δεκαετία του ’90, η ακτογραμμή της Βαρκελώνης ήταν ως επί το πλείστον βιομηχανική, με αποβάθρες και εργοστάσια. Για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992, η πόλη πραγματοποίησε μια μεγάλης κλίμακας αστική ανάπλαση, απομακρύνοντας τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις και δημιουργώντας τις σημερινές, δημοφιλείς παραλίες. Η άμμος μεταφέρθηκε με φορτηγά από άλλες περιοχές, μετατρέποντας μια βιομηχανική περιοχή σε ένα από τα πιο διάσημα τουριστικά αξιοθέατα της πόλης. Ωστόσο, η συντήρηση των αμμουδιών είναι ένας διαρκής αγώνας, θέτοντας υπό αμφισβήτηση το τουριστικό μοντέλο της Βαρκελώνης σε βάθος χρόνου, υπογραμμίζουν δημοτικοί παράγοντες σε εκτενή ανάλυση των Financial Times. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπολογίζεται ότι το 20% των ακτών να υποχωρεί από 0,5 έως 2 μέτρα σε ετήσια βάση.
Το πρόβλημα είναι έντονο και στον υπόλοιπο κόσμο, την ώρα που περίπου το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού κατοικεί σε ακτογραμμές έως και πέντε χιλιομέτρων. Αίσθηση είχε προκαλέσει έρευνα του Κοινού Κέντρου Ερευνών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιεύτηκε προ πενταετίας και η οποία συμπεραίνει ότι σχεδόν το ήμισυ των αμμουδερών παραλιών θα έχουν διαβρωθεί μέχρι τα τέλη του αιώνα. Οι κυβερνήσεις καλούνται να λάβουν μέτρα για τη συγκράτηση του φαινομένου, τα οποία γίνονται δαπανηρά και σε ορισμένες περιπτώσεις μη βιώσιμα. Κάποιες από τις πιο εκτεθειμένες παραλίες θα είναι αυτές στην ανατολική και νοτιοανατολική Αγγλία. Προβλέπεται, παράλληλα, ότι μεγάλες παραλίες θα στενέψουν κατά 100-200 μέτρα στις ακτές του Ατλαντικού και του Ειρηνικού, καθώς και στην πλευρά του Ινδικού Ωκεανού που βλέπει προς την Αυστραλία, εξαφανίζοντας πάνω από το 60% των αποθεμάτων άμμου σε αρκετές αναπτυσσόμενες χώρες που είναι οικονομικά εύθραυστες και εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον παράκτιο τουρισμό, αναφέρει ο Guardian.
Αρνητικό ρόλο διαδραματίζει επίσης η κατασκευαστική δραστηριότητα κατά μήκος των ακτογραμμών, η οποία περιορίζει τη φυσική κίνηση της άμμου. Έτσι, επιτείνεται ένα πρόβλημα που τα ίδια αστικά κέντρα προσπαθούν να διορθώσουν, αν και οι τιμές των ακινήτων δεν φαίνεται να επηρεάζονται μέχρι σήμερα. Η άμμος, στο μεταξύ, αντιπροσωπεύει τα δύο τρίτα των συστατικών για την κατασκευή γυαλιού. Χρησιμοποιείται, επίσης, στην εξόρυξη σχιστολιθικού πετρελαίου και φυσικού αερίου, ενώ το διοξείδιο του πυριτίου που βρίσκεται σε αυτή είναι βασικό συστατικό στην παραγωγή τσιπ.
Η μεγαλύτερη ζήτηση για άμμο προέρχεται από την Κίνα και την ευρύτερη Ασία, ενώ ταχύτατη αύξηση παρατηρείται στα αναπτυσσόμενα κράτη της Αφρικής λόγω των πιέσεων από την πληθυσμιακή επέκταση και την κατασκευή υποδομών, όπως επισημάνθηκε από το Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον. Στην Ινδονησία, τη Μαλαισία, το Βιετνάμ, την Καμπότζη και την Ταϊλάνδη έχουν απαγορευτεί οι εξαγωγές άμμου λόγω φόβων για τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Ο ΟΗΕ τονίζει, ωστόσο, ότι ένα μεγάλο κομμάτι της ζήτησης ικανοποιείται από την παράνομη εξόρυξη άμμου, η οποία είναι σχετικά εύκολη.
Οι αλυσιδωτές αντιδράσεις που προκαλούνται από την κλιματική κρίση είναι δυσκολότερο να συγκρατηθούν, ενώ η αποκατάσταση του αμμουδερού εδάφους δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η τεχνητή αναπλήρωση των ακτών αποτελεί μια από τις πιο συνηθισμένες μεθόδους. Περιλαμβάνει τη μεταφορά και την εναπόθεση άμμου στην παραλία από άλλες πηγές, όπως τον βυθό της θάλασσας, ώστε να αποκατασταθεί το πλάτος της. Ωστόσο, πρόκειται για μια διαδικασία που πρέπει να επαναλαμβάνεται συχνά.
Η αποκατάσταση αμμοθινών είναι μια ακόμη λύση, καθώς η φύτευση κατάλληλης βλάστησης (π.χ. αμμόφιλα φυτά) σταθεροποιεί την άμμο και προστατεύει την ακτή. Σημαντικά μέτρα για την πρόληψη του προβλήματος είναι επίσης η εφαρμογή αυστηρών πολεοδομικών κανόνων, η απαγόρευση της δόμησης κοντά στην ακτογραμμή και η διατήρηση των φυσικών οικοσυστημάτων. Σε κάθε περίπτωση, η άμμος δεν είναι πλέον ένα φθηνό, ανεξάντλητο αγαθό, αλλά ένα πολύτιμο και στρατηγικό υλικό.