Τι συμβαίνει με τα ακίνητα της Εκκλησίας μετά το ναυάγιο της Φασκομηλιάς

Ναυάγησε η συμφωνία Εκκλησίας – Δήμου για τα ακίνητα-φιλέτα της Βουλιαγμένης. Η επόμενη μέρα του λόφου της Φασκομηλιάς

Λίμνη Βουλιαγμένης©lakevouliagmeni.gr

Η απόφαση της υπουργού Πολιτισμού, Λίνας Μενδώνη, να κηρύξει και να οριοθετήσει οριστικά τον λόφο της Φασκομηλιάς στη Βουλιαγμένη ως αρχαιολογικό χώρο βάζει τίτλους τέλους στα σχέδια της Εκκλησίας της Ελλάδος για τo εξαιρετικά προνομιακό ακίνητο που είχε στο χαρτοφυλάκιό της.

Σύμφωνα με πληροφορίες, η Εκκλησία βρισκόταν ένα βήμα πριν παραχωρήσει την έκταση των περίπου 1.300 στρεμμάτων σε καταριανό fund και σε γνωστό επιχειρηματία, με στόχο την κατασκευή πολυτελών κατοικιών σε απόσταση μόλις 70 μέτρων από τη θάλασσα. Συγκεκριμένα, στο σχέδιο προβλεπόταν τμήμα της έκτασης προς τη Λίμνη της Βουλιαγμένης να μείνει αδόμητο, ενώ το υπόλοιπο θα αξιοποιούνταν με οικοδομική δραστηριότητα.

Το συγκεκριμένο ακίνητο αποτέλεσε «μήλον της Έριδος» ανάμεσα στον Δήμο και την Εκκλησία, καθώς ήδη από το 2018 το Δημοτικό Συμβούλιο Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης είχε αποφασίσει ομόφωνα να ζητήσει την κήρυξή του ως αρχαιολογικού χώρου. Ανασταλτικό παράγοντα στα σχέδια αξιοποίησης της Εκκλησίας, που διατηρεί την πλήρη κυριότητα της έκτασης, αποτελούσε εξάλλου και το Προεδρικό Διάταγμα του 2003 για την προστασία της Λίμνης της Βουλιαγμένης. Το Διάταγμα ακύρωνε τις παλαιότερες ρυθμίσεις του Γενικού Πολεοδομικού Κανονισμού του Σχεδίου, που επέτρεπαν χαμηλή δόμηση με συντελεστή 0,025% (δηλαδή 250 τ.μ. σε 10 στρέμματα), ορίζοντας ρητά ότι στην περιοχή επιτρέπονται μόνο φυτεύσεις.

Η Φασκομηλιά, γνωστή και ως έκταση των παλαιών «Βουλευτικών», έχει μακρά ιστορία επίμαχων σχεδίων αξιοποίησης. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, είχε επιχειρηθεί να παραχωρηθεί σε βουλευτές για την ανέγερση κατοικιών, χωρίς όμως το σχέδιο να υλοποιηθεί.

Σήμερα, με την απόφαση του υπουργείου, η περιοχή αποκτά ισχυρό νομικό πλαίσιο προστασίας, αναγνωρίζοντας τον διττό της χαρακτήρα, αφενός ως σημαντικό οικολογικό και περιβαλλοντικό απόθεμα ενταγμένο στο δίκτυο Natura 2000 και αφετέρου ως χώρο αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, βάσει των ερευνών της τοπικής Εφορείας Αρχαιοτήτων και των ευρημάτων που έχουν αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια.

Ένα από τα πιο ακανθώδη ζητήματα στην περιοχή του Δήμου Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης αφορά και τις εκτάσεις των 362 στρεμμάτων εντός του αστικού ιστού, για τις οποίες η Εκκλησία της Ελλάδος διατηρεί την ψιλή κυριότητα. Η πιθανότητα αξιοποίησής τους για επενδυτικούς σκοπούς, μέσω παραχώρησης σε ιδιώτες, έχει αποτελέσει πεδίο έντονης διαμάχης μεταξύ του Δήμου και της Εκκλησίας.

Πρόκειται για εκτάσεις στο Καβούρι, επί της λεωφόρου Αθηνών, οι οποίες σήμερα παραμένουν χώροι πρασίνου με πλούσια βλάστηση. Ωστόσο, για την τύχη τους οι δύο πλευρές έχουν οδηγηθεί κατ’ επανάληψη στα δικαστήρια.

Η προσπάθεια εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης ανάμεσα στον Δήμο και την Εκκλησία οδηγήθηκε πρόσφατα σε αδιέξοδο. Αν και πριν από λίγους μήνες είχε δοθεί το «πράσινο φως» για μια συμφωνία, η Εκκλησία δεν συμμετείχε τελικά στις απαραίτητες διαβουλεύσεις, με αποτέλεσμα η όποια κινητικότητα είχε καταγραφεί να παγώσει ήδη από τον περασμένο Απρίλιο. Ακόμη και μετά την παράταση που παραχώρησε ο Δήμος, δεν σημειώθηκε καμία πρόοδος, αφήνοντας τις δύο πλευρές ξανά στο σημείο μηδέν.

Η συμφωνία που είχε τεθεί στο τραπέζι προέβλεπε ότι από τα συνολικά 362 στρέμματα, ο Δήμος θα αποκτούσε το 33,4% (δηλαδή 121 στρέμματα), με σκοπό να τα μετατρέψει σε κοινόχρηστους χώρους πρασίνου. Τα υπόλοιπα 241 στρέμματα θα περνούσαν στην Εκκλησία, η οποία θα είχε τη δυνατότητα αξιοποίησής τους με βάση τους υφιστάμενους συντελεστές δόμησης, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα χαμηλοί (0,2-0,4).

Ο Δήμος Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης έχει ήδη προχωρήσει σε νομικές ενέργειες προκειμένου να μπλοκάρει την προσπάθεια να καταστούν δομήσιμα τα συγκεκριμένα ακίνητα και να αξιοποιηθούν ως οικοδομήσιμες εκτάσεις. Το ζήτημα αναμένεται να κριθεί εκ νέου τον προσεχή Νοέμβριο στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Σύμφωνα με πληροφορίες, σε περίπτωση που η απόφαση δεν είναι ευνοϊκή, ο Δήμος είναι αποφασισμένος να εξαντλήσει κάθε διαθέσιμο ένδικο μέσο σε εθνικό επίπεδο και, εφόσον κριθεί αναγκαίο, να προσφύγει ακόμη και στα ευρωπαϊκά δικαστήρια, με στόχο την οριστική προστασία των επίμαχων εκτάσεων.