Airbnb στην Ελλάδα: Άνοδος της ζήτησης, αλλά πίεση στις τιμές το καλοκαίρι του 2025

Η Ελλάδα παραμένει προορισμός υψηλής ζήτησης με σημαντική ανθεκτικότητα σε επίπεδο πληρότητας στα Airbnb καταλύματα

Διαμέρισμα με θέα την Ακρόπολη που διατίθεται για βραχυχρόνια μίσθωση © Airbnb

Η ελληνική αγορά βραχυχρόνιων μισθώσεων (Airbnb) συνεχίζει να αποδεικνύει την ανθεκτικότητά της, σύμφωνα με τα στοιχεία της AirDNA για τον Αύγουστο 2025. Παρά τις γενικές οικονομικές πιέσεις και την αυξημένη ευαισθησία των ταξιδιωτών στην τιμή, η Ελλάδα παραμένει ένας από τους πιο δυναμικούς προορισμούς στην Ευρώπη, προσφέροντας σημαντικές ευκαιρίες αλλά και προκλήσεις για επενδυτές και ιδιοκτήτες ακινήτων.

Δυναμική ζήτησης και προσφοράς

Σύμφωνα με τα στοιχεία της AirDNA, η προσφορά καταλυμάτων στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 4,9% σε σχέση με τον Αύγουστο 2024, ενώ η ζήτηση κινήθηκε λίγο ταχύτερα, με +5,2%. Στην Αθήνα οι καταχωρίσεις ανέβηκαν εντυπωσιακά κατά 11%, αλλά η ζήτηση ενισχύθηκε μόλις κατά 5%, δημιουργώντας μια προσωρινή ανισορροπία και ελαφρά πτώση της πληρότητας (-0,5%), κάτι που πιέζει αντίστοιχα και τις τιμές.

Ωστόσο, εξετάζοντας ολόκληρη τη θερινή σεζόν, η συνολική ζήτηση αυξήθηκε κατά 6,4%, η προσφορά κατά 5,2%, και η πληρότητα κατά 0,6%, δείχνοντας ότι η ελληνική αγορά εξακολουθεί να διατηρεί υψηλή ανταγωνιστικότητα και σταθερή απόδοση.

Η Ελλάδα παραμένει προορισμός υψηλής ζήτησης, με σημαντική ανθεκτικότητα σε επίπεδο πληρότητας. Οι επενδυτές μπορούν να αναμένουν σταθερά έσοδα σε κύριες αγορές, ιδιαίτερα σε παραθαλάσσιες περιοχές και δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, όπου η ζήτηση υπερβαίνει κατά κανόνα την προσφορά.

Τιμές και έσοδα ανά διαθέσιμη νύχτα (RevPAR)

Παρά την ισχυρή ζήτηση, οι μέσες ημερήσιες τιμές (ADR) στην Ελλάδα σημείωσαν οριακή πτώση -2,5%, στα 200 ευρώ ανά διανυκτέρευση, ενώ τα έσοδα ανά διαθέσιμη νύχτα παρέμειναν σταθερά στα 142 ευρώ. Όσο για την Αθήνα, η μέση τιμή άγγιξε τα 100 ευρώ, με την πληρότητα να φτάνει το 65%.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, παρατηρούνται τάση αύξησης της πληρότητας στις πολυτελείς καταχωρίσεις (+3,4%) και διατήρηση υψηλών ποσοστών στα οικονομικά καταλύματα (72%). Αυτό υποδεικνύει ότι οι ταξιδιώτες γίνονται πιο ευαίσθητοι στην τιμή, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει αυξανόμενο ενδιαφέρον για premium εμπειρίες φιλοξενίας. Αυτό το μείγμα αποτυπώνεται και στην Ελλάδα, όπου οι ιδιοκτήτες και οι διαχειριστές ακινήτων καλούνται να ισορροπήσουν ανάμεσα σε ανταγωνιστικές τιμές και αναβαθμισμένες εμπειρίες φιλοξενίας.

Η πίεση στις τιμές απαιτεί ευελιξία στη στρατηγική τιμολόγησης και επενδύσεις σε αναβάθμιση καταλυμάτων και υπηρεσιών. Ιδιοκτήτες που διαφοροποιούν την προσφορά τους με ποιοτικά χαρακτηριστικά ή μοναδικές εμπειρίες μπορούν να κεφαλαιοποιήσουν την τάση για πιο «high-end» διαμονές, ενώ οι οικονομικές μονάδες διατηρούν σταθερή πληρότητα.

Νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο

Η Ελλάδα, όπως και άλλες νότιες χώρες της Ευρώπης, εφαρμόζει αυξημένη φορολόγηση στις βραχυχρόνιες μισθώσεις και περιορισμούς σε νέες καταχωρίσεις στην Αθήνα, με την κυβέρνηση να σκέφτεται να επεκτείνει το μέτρο και σε άλλους τουριστικούς προορισμούς. Τα δεδομένα της AirDNA δείχνουν ότι, παρά τις πιέσεις, η αγορά παραμένει δυνατή, αλλά οι ιδιοκτήτες θα πρέπει να προσαρμόσουν τις στρατηγικές τους, ώστε να ανταποκρίνονται στις νέες ρυθμιστικές απαιτήσεις, χωρίς να θυσιάζουν την κερδοφορία.

Η εικόνα στην Ευρώπη

Σε επίπεδο Ευρώπης, οι διαθέσιμες καταχωρίσεις καταλυμάτων έφτασαν τα 4,16 εκατομμύρια τον Αύγουστο, σημειώνοντας ετήσια αύξηση 2,8%. Η ζήτηση κατέγραψε νέο ρεκόρ με 66,2 εκατ. διανυκτερεύσεις, αυξημένες κατά 3,6% σε σχέση με πέρυσι. Ο μέσος όρος πληρότητας ενισχύθηκε ελαφρώς στο 73,5%, ενώ οι μέσες ημερήσιες τιμές υποχώρησαν οριακά κατά 0,3%, στα 171,12 ευρώ. Το αποτέλεσμα ήταν τα έσοδα ανά διαθέσιμη νύχτα (RevPAR) να παραμείνουν σταθερά στα 125,85 ευρώ.

Ιδιαίτερη δυναμική καταγράφηκε σε χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, όπως η Νορβηγία (+16,7%), η Πολωνία (+14,6%) και η Τσεχία (+14,3%), ενώ τα μεγαλύτερα έσοδα ανά διανυκτέρευση προήλθαν από παράκτιους προορισμούς, όπως η Μαρμπέγια και το Ντουμπρόβνικ. Αντίθετα, ώριμες αγορές όπως η Ιταλία και η Ισπανία κατέγραψαν πτώση στην προσφορά, λόγω αυστηρότερων ρυθμιστικών περιορισμών.