Η αγορά κατοικίας στο κέντρο της Αθήνας παρουσιάζει έντονες διαφοροποιήσεις, με την αγοραστική δύναμη να αλλάζει σημαντικά από δήμο σε δήμο. Με ένα σταθερό budget 200.000 ευρώ, οι διαφορές στον χώρο που μπορεί να αποκτήσει ένα νοικοκυριό φτάνουν έως και τα 23 τ.μ., σύμφωνα με στοιχεία της ReDataset.
Ο πιο «γενναιόδωρος» δήμος είναι το Γαλάτσι, όπου το συγκεκριμένο ποσό αρκεί για κατοικία 89 τ.μ., καθώς οι μέσες τιμές κινούνται γύρω στα 2.660 ευρώ/τ.μ. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Ηλιούπολη με 83 τ.μ., ενώ στον Ζωγράφο και στον Δήμο Αθηναίων η αγοραστική δύναμη περιορίζεται στα 76 τ.μ., με τις τιμές να κυμαίνονται στα 2.700 ευρώ/τ.μ. Παρόμοια εικόνα καταγράφεται και στον Βύρωνα, όπου με μέση τιμή 2.687 ευρώ/τ.μ. τα 200.000 ευρώ αρκούν για κατοικία 75 τ.μ. Στον αντίποδα, η Δάφνη–Υμηττός αποδεικνύεται η πιο «ακριβή» επιλογή, καθώς με μέσες τιμές που ξεπερνούν τα 3.000 ευρώ/τ.μ. το ίδιο ποσό μεταφράζεται σε μόλις 66 τ.μ.
Η εικόνα αλλάζει αισθητά στα βόρεια προάστια. Η Νέα Ιωνία αναδεικνύεται η πιο προσιτή επιλογή, καθώς με μέσες τιμές γύρω στα 2.500 ευρώ/τ.μ. τα 200.000 ευρώ εξασφαλίζουν κατοικία 80 τ.μ. Ακολουθούν το Χαλάνδρι και το Μαρούσι, όπου οι τιμές κινούνται μεταξύ 2.800 και 3.000 ευρώ/τ.μ., με την αγοραστική δύναμη να φτάνει τα 76 τ.μ. Στο Ηράκλειο το ίδιο ποσό αντιστοιχεί σε 72 τ.μ., ενώ σε πιο ακριβές περιοχές, όπως η Κηφισιά (2.900 ευρώ/τ.μ.), ο χώρος μειώνεται στα 69 τ.μ. Στην Αγία Παρασκευή, τέλος, η απόδοση πέφτει στα 67 τ.μ., ένδειξη της αυξημένης ζήτησης και του ανταγωνισμού που καταγράφεται στα βόρεια.
Ακόμη πιο έντονες διαφορές συναντάμε στα νότια προάστια, όπου η εγγύτητα στη θάλασσα εκτοξεύει το κόστος. Στη Νέα Σμύρνη και τον Άγιο Δημήτριο, με μέσες τιμές 3.200–3.300 ευρώ/τ.μ., τα 200.000 ευρώ «μεταφράζονται» σε 76–79 τ.μ. Στην Καλλιθέα, με περίπου 2.880 ευρώ/τ.μ., η αγοραστική δύναμη περιορίζεται στα 72 τ.μ. Αντίθετα, σε πιο ακριβές ζώνες η ψαλίδα ανοίγει: στη Γλυφάδα, με τιμές που ξεπερνούν τα 4.700 ευρώ/τ.μ., το ποσό αρκεί για μόλις 42 τ.μ., στο Παλαιό Φάληρο για 53 τ.μ. (3.760 ευρώ/τ.μ.) και στον Άλιμο για 59 τ.μ. (άνω των 3.300 ευρώ/τ.μ.). Η διαφορά των 21 τ.μ. ανάμεσα στη Νέα Σμύρνη και το Παλαιό Φάληρο αποτυπώνει ξεκάθαρα την έντονη πίεση των παραθαλάσσιων περιοχών.
Στα δυτικά προάστια η εικόνα είναι πολύ πιο ομοιογενής. Στο Καματερό, τους Αγίους Αναργύρους και την Πετρούπολη τα 200.000 ευρώ αρκούν για κατοικία 91 τ.μ., ενώ στο Ίλιον και το Χαϊδάρι για 90 τ.μ. και στο Περιστέρι για 89 τ.μ. Οι αποκλίσεις περιορίζονται μόλις στα 2 τ.μ., γεγονός που δείχνει ότι τα δυτικά διαθέτουν μία από τις πιο ισορροπημένες αγορές της πρωτεύουσας, σε αντίθεση με τις έντονες διακυμάνσεις του κέντρου και των νοτίων.
Στον Πειραιά, οι διαφορές επανέρχονται, φτάνοντας τα 15 τ.μ. Στη Νίκαια – Άγιο Ιωάννη Ρέντη, τα 200.000 ευρώ εξασφαλίζουν κατοικία 93 τ.μ., στο Κερατσίνι – Δραπετσώνα 87 τ.μ. και στον Κορυδαλλό 85 τ.μ. Ο ίδιος ο Πειραιάς ωστόσο αναδεικνύεται η ακριβότερη επιλογή, με το ποσό να επαρκεί μόλις για 78 τ.μ. Η απόσταση μεταξύ Νίκαιας και Πειραιά αποτυπώνει καθαρά τις έντονες αποκλίσεις ακόμη και σε γειτονικούς δήμους.
Η Ανατολική Αττική καταγράφει τις μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις σε όλη την περιφέρεια, με την ψαλίδα να φτάνει τα 65 τ.μ. Στα Σπάτα – Αρτέμιδα, όπου οι τιμές παραμένουν χαμηλότερες, το ίδιο ποσό επαρκεί για κατοικία 114 τ.μ., ενώ στον Μαραθώνα περιορίζεται στα 97 τ.μ. Στο Μαρκόπουλο τα 200.000 ευρώ καλύπτουν 83 τ.μ., στον Σαρωνικό 77 τ.μ. και στην Παλλήνη 71 τ.μ. Στον αντίποδα, η Βάρη – Βούλα – Βουλιαγμένη, μία από τις πιο ακριβές ζώνες της Αττικής με τιμές που ξεπερνούν τα 4.000 ευρώ ανά τ.μ., προσφέρει μόλις 49 τ.μ., σχεδόν τα μισά σε σχέση με τα Σπάτα.
Η μεγάλη εικόνα αποτυπώνει μια αγορά υπό συνεχή πίεση, με τις τιμές να κινούνται ανοδικά σε όλες τις περιοχές. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι τιμές των διαμερισμάτων αυξήθηκαν το πρώτο τρίμηνο του 2025 κατά 6,8% σε ετήσια βάση, με τη Θεσσαλονίκη να προηγείται με άνοδο 10%, την Αθήνα να ακολουθεί με 5,5% και τις υπόλοιπες μεγάλες πόλεις με 7,3%. Ακόμη πιο έντονη είναι η αύξηση στα νεόδμητα, όπου η άνοδος φτάνει το 8%, έναντι 6% στα παλαιότερα. Τα ενοίκια, από την άλλη, συνέχισαν την ανοδική τους πορεία, καταγράφοντας τον Ιούνιο αύξηση 11,4% σε σχέση με πέρυσι, ενώ ο πληθωρισμός στη στέγη τον Απρίλιο διαμορφώθηκε στο 10,8%.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα παραμένει από τις λιγότερο προσιτές χώρες της Ευρώπης. Σύμφωνα με την Eurostat, ένας μέσος εργαζόμενος χρειάζεται 15,4 ετήσιους μισθούς για να αποκτήσει κατοικία, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι πολύ χαμηλότερος, κατατάσσοντας τη χώρα στη δεύτερη δυσμενέστερη θέση πανευρωπαϊκά. Την ίδια στιγμή, πάνω από το ένα τρίτο των νοικοκυριών δαπανά περισσότερο από το 40% του εισοδήματός του για στέγη. Με απλά λόγια, τα 200.000 ευρώ δεν έχουν παντού την ίδια αξία: από μια κατοικία 114 τ.μ. στα Σπάτα έως ένα μικρό διαμέρισμα 49 τ.μ. στη Βουλιαγμένη, η στέγη στην Αττική του 2025 παραμένει μια υπόθεση ανισοτήτων και αυξανόμενης δυσκολίας.