Τα σχέδια για την επόμενη ημέρα των σιδηροδρομικών σταθμών Αθήνας και Θεσσαλονίκης

Η ΓΑΙΑΟΣΕ άνοιξε τον δημόσιο διάλογο για την αξιοποίηση και αναμόρφωση των Κεντρικών Σιδηροδρομικών Σταθμών Πειραιά, Αθηνών και Θεσσαλονίκης

Μακέτα από το σιδηρόδρομικο σταθμός Θεσσαλονίκης

Tα πρώτα ολοκληρωμένα σχέδια για τη νέα εποχή των δύο μεγαλύτερων σιδηροδρομικών σταθμών της χώρας, του Σταθμού Αθηνών και του Σταθμού Θεσσαλονίκης, παρουσιάστηκαν στο συνέδριο της Prodexpo, σηματοδοτώντας την εκκίνηση μιας από τις πιο φιλόδοξες παρεμβάσεις αστικής αναγέννησης των τελευταίων δεκαετιών. Οι δύο εμβληματικοί κόμβοι του δικτύου, που για χρόνια παρέμειναν υπο-αξιοποιημένοι, παρά τη στρατηγική τους θέση, μπαίνουν πλέον σε τροχιά οριστικού εκσυγχρονισμού, με στόχο να μετατραπούν σε σύγχρονα μητροπολιτικά hubs μετακίνησης, εμπορίου και καθημερινής ζωής.

Στο ίδιο πλαίσιο, συνεχίζονται οι πολυεπίπεδες κινήσεις της ΓΑΙΑΟΣΕ για την αξιοποίηση του χαρτοφυλακίου των σιδηροδρομικών ακινήτων, με αιχμή τους δύο πρώτους σταθμούς, τον τερματικό σταθμό του Προαστιακού στον Πειραιά και τον επιβατικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, για τους οποίους έχει ήδη δημοσιευθεί πρόσκληση μη δεσμευτικού ενδιαφέροντος. Η προσπάθεια αυτή φιλοδοξεί να ανοίξει τον δρόμο για μια νέα γενιά σιδηροδρομικών υποδομών, που δεν θα λειτουργούν μόνο ως πύλες μετακίνησης, αλλά ως ζωντανοί πυρήνες μέσα στο αστικό περιβάλλον.

Μεγάλο στοίχημα, ωστόσο, του Υπερταμείου και της ΓΑΙΑΟΣΕ είναι η αξιοποίηση του Σιδηροδρομικού Σταθμού Αθηνών, που αποτελεί ένα μοναδικό συγκρότημα δύο ιστορικών σταθμών, του Σταθμού Λαρίσης και του Σταθμού Πελοποννήσου. Οι δύο εγκαταστάσεις, με έντονη αρχιτεκτονική και ιστορική ταυτότητα, αποτυπώνουν την πορεία και την εξέλιξη των σιδηροδρομικών υποδομών της πρωτεύουσας, ωστόσο παρέμειναν για δεκαετίες υποαξιοποιημένες, με ελλιπή συντήρηση και χωρίς ουσιαστικό αναπτυξιακό ρόλο στη γειτονιά και την πόλη.

Σήμερα, το συγκρότημα αντιμετωπίζει ένα σύνθετο πρόβλημα. Πρώτον, λειτουργεί ως ανελαστικό πολεοδομικό φράγμα, δημιουργώντας μια ισχυρή γραμμική τομή στον αστικό ιστό, η οποία απομονώνει τις εκατέρωθεν περιοχές. Δεύτερον, οι υφιστάμενες υποδομές δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες ενός σύγχρονου μητροπολιτικού σιδηροδρομικού κόμβου σε μια πόλη πέντε εκατομμυρίων κατοίκων και αυξημένου τουρισμού. Τρίτον, παρά την καίρια γεωγραφική του θέση, ο σταθμός ουδέποτε λειτούργησε ως μοχλός αστικής αναζωογόνησης και επενδυτικής ανάπτυξης. Οι παρεμβάσεις που υλοποιήθηκαν κατά καιρούς υπήρξαν αποσπασματικές και ανεπαρκείς, χωρίς στρατηγικό ορίζοντα και ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Η νέα πρόταση ανάπλασης στοχεύει στην πλήρη λειτουργική, αρχιτεκτονική και πολεοδομική αναγέννηση του συγκροτήματος, ώστε ο Σιδηροδρομικός Σταθμός Αθηνών να μετατραπεί σε έναν σύγχρονο, πολυλειτουργικό, μητροπολιτικό πόλο. Ο νέος σταθμός θα πρέπει να διαθέτει αυξημένη χωρητικότητα και σύγχρονες υπηρεσίες, να προσφέρει αναβαθμισμένη εμπειρία στους ταξιδιώτες και στους επισκέπτες και ταυτόχρονα να αξιοποιήσει τις αναπτυξιακές δυνατότητες της περιοχής, με χρήσεις που θα λειτουργούν ζωντανά όλη την ημέρα.

Το master plan προβλέπει τη λειτουργική επανένταξη του σταθμού στον αστικό ιστό, αξιοποιώντας τη θέση, την κλίμακα και τα προφανή πλεονεκτήματα του ακινήτου. Παράλληλα, προβλέπεται η εισαγωγή νέων χρήσεων -εμπόριο, εστίαση, γραφεία, φιλοξενία, αναψυχή και πολιτισμός-, ώστε ο σταθμός να αποκτήσει αστική συνέχεια, επισκεψιμότητα και επιχειρηματική βιωσιμότητα σε μόνιμη βάση.

Τα προτεινόμενα έργα περιλαμβάνουν, πρώτον, την πλήρη αποκατάσταση των δύο ιστορικών κτιρίων, του Σταθμού Λαρίσης και του ανενεργού Σταθμού Πελοποννήσου, έκτασης περίπου 1.000 τ.μ. έκαστο, με στόχο τη μετατροπή τους σε πολιτιστικούς χώρους ή και χώρους εστίασης υψηλών προδιαγραφών. Δεύτερον, προβλέπεται η κατασκευή ενός νέου πολυώροφου κτιρίου φιλοξενίας, περίπου 6.000 τ.μ., ανάμεσα στους δύο σταθμούς, με χρήση ξενοδοχείου τεσσάρων αστέρων και δυνατότητα συνδυασμού με μακροχρόνια μίσθωση (serviced apartments).

Παράλληλα, σχεδιάζεται η δημιουργία ενός μεγάλου νέου κτιρίου, περίπου 10.000 τ.μ., πάνω από τις σιδηροδρομικές γραμμές, το οποίο θα λειτουργεί ως το νέο κεντρικό κτίριο του σταθμού. Εκεί θα στεγάζονται οι κύριες υποδομές, όπως είσοδοι, εκδοτήρια, χώροι αναμονής, καταστήματα, χώροι φύλαξης αποσκευών και η πρόσβαση προς τις αποβάθρες, ενώ στα ανώτερα επίπεδα θα φιλοξενούνται χρήσεις εστίασης, καταστημάτων και γραφείων, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών υπηρεσιών του σταθμού. Το κτίριο αυτό θα λειτουργεί ταυτόχρονα ως «γέφυρα» που ενώνει τις δύο πλευρές της πόλης, με χώρους πρασίνου, βόλτας και αναψυχής, αποκαθιστώντας τη συνέχεια του αστικού ιστού.

Συνολικά, η προτεινόμενη δόμηση ανέρχεται σε περίπου 18.000 τ.μ., χωρίς να εξαντλείται ο μέγιστος επιτρεπόμενος συντελεστής των 28.000 τ.μ., επιλογή που συνδέεται με λόγους αισθητικής, πολεοδομικής κλίμακας και περιβαλλοντικής ισορροπίας. Παράλληλα, προβλέπονται παρεμβάσεις στο οδικό δίκτυο, νέες υποδομές στάθμευσης, αναβαθμισμένες συνδέσεις με τα μέσα σταθερής τροχιάς και μια υπογειοποιημένη πολυώροφη στάθμη κάτω από την πλατεία Λαρίσης.

Τι προβλέπεται για τη Θεσσαλονίκη

Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός Θεσσαλονίκης, ένας από τους μεγαλύτερους και ιστορικότερους σταθμούς των Βαλκανίων, βρίσκεται μπροστά σε μια συνολική αναβάθμιση, που φιλοδοξεί να τον μετατρέψει σε σύγχρονο μητροπολιτικό κόμβο μετακινήσεων και ανάπτυξης. Το κτιριακό συγκρότημα, η ιστορία του οποίου ξεκινά στα τέλη του Μεσοπολέμου και ολοκληρώνεται με τη σημερινή του μορφή το 1961, παραμένει έως σήμερα ένα αξιόλογο αλλά γηρασμένο αρχιτεκτονικό σύνολο, με χρόνια υστέρηση σε συντήρηση και εκσυγχρονισμό. Η πρόσφατη σύνδεσή του με το νέο μετρό της πόλης δημιουργεί ένα νέο συγκοινωνιακό δεδομένο, ενισχύοντας την υπεραξία του και καθιστώντας ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη αξιοποίησης.

Η έκταση του ακινήτου, περίπου 80.000 τετραγωνικών μέτρων, προσφέρει σπάνια πολεοδομική ευελιξία, ενώ ο σταθμός εκτιμάται ότι θα χαρακτηριστεί διατηρητέος, γεγονός που ενισχύει το πολιτιστικό του βάρος. Στόχος του νέου σχεδιασμού είναι να διαμορφωθεί ένας σύγχρονος μητροπολιτικός πόλος, ικανός να επανασυνδέσει τη Θεσσαλονίκη με τον σιδηρόδρομο, να ενισχύσει τη βιώσιμη κινητικότητα και να συμβάλει στην πολυεπίπεδη αναβάθμιση της ευρύτερης περιοχής.

Ο σχεδιασμός προβλέπει την αναβάθμιση των υφιστάμενων υποδομών και τη δημιουργία νέων πολυλειτουργικών κτιριακών εγκαταστάσεων, με στόχο ο σταθμός να πάψει να αποτελεί απλώς σημείο διέλευσης και να μετατραπεί σε καθημερινό προορισμό. Προβλέπεται η εισαγωγή χρήσεων, όπως εμπόριο, εστίαση, φιλοξενία και γραφεία, ώστε να δημιουργηθεί ένας ζωντανός αστικός πυρήνας με οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα σε 24ωρη βάση. Παράλληλα, σχεδιάζονται στοχευμένες παρεμβάσεις για τη διευκόλυνση της πρόσβασης, της παραμονής και της αποχώρησης, με ρυθμίσεις για ιδιωτικά οχήματα, ταξί και μέσα μαζικής μεταφοράς.

Κρίσιμη παράμετρο αποτελεί η άμεση διασύνδεση με το δίκτυο του μετρό, η οποία υποστηρίζεται από τη δημιουργία ενός μεγάλου πολυώροφου υπόγειου χώρου στάθμευσης, που θα λειτουργεί ως κόμβος μετεπιβίβασης και θα βελτιώσει σημαντικά τις ροές μετακίνησης. Σε συνδυασμό με τη σιδηροδρομική λειτουργία, οι νέες παρεμβάσεις φιλοδοξούν να δημιουργήσουν μια πύλη εισόδου που θα σέβεται την ιστορική ταυτότητα του τόπου, ενώ ταυτόχρονα θα εκφράζει την εικόνα μιας σύγχρονης, ευρωπαϊκής μητρόπολης.

Τα χρονοδιαγράμματα

Το ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα για το έργο «Σιδηροδρομικός Σταθμός Πειραιά – Σιδηροδρομικός Σταθμός Θεσσαλονίκης» προβλέπει ότι έως τον Δεκέμβριο του 2025 θα έχει ολοκληρωθεί η επικαιροποίηση των πολεοδομικών μελετών για τον Σιδηροδρομικό Σταθμό Πειραιά, καθώς και η επικαιροποίηση και διαβούλευση της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) για τον Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό Θεσσαλονίκης. Τον Ιανουάριο του 2026 προγραμματίζεται η έγκριση του ΚΣΔΑΛΠ (Κεντρικού Σχεδίου Δράσης και Λειτουργικού Πλαισίου), δηλαδή του τελικού στρατηγικού και χωρικού πλαισίου για την υλοποίηση του έργου και στους δύο σταθμούς. Θα ακολουθήσει τον Μάρτιο του 2026 η έκδοση των Προεδρικών Διαταγμάτων, ώστε να «κλειδώσει» θεσμικά ο σχεδιασμός. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, όλες οι απαιτούμενες διαδικασίες προβλέπεται να έχουν ολοκληρωθεί εντός του 2026, ανοίγοντας τον δρόμο για τις επόμενες φάσεις υλοποίησης.

Η συγκυρία θεωρείται ευνοϊκή, καθώς η αγορά ακινήτων βρίσκεται σε φάση αναβάθμισης, με έντονο ενδιαφέρον ξένων επενδυτών την περίοδο 2022-2024 και εκτιμώμενη συνέχιση της τάσης και τα επόμενα χρόνια, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει πίεση για νέες υποδομές, τόσο σε logistics όσο και σε μεικτές χρήσεις μέσα στον αστικό ιστό. Παράλληλα, η ζήτηση για έργα συμβατά με τα διεθνή κριτήρια ESG δημιουργεί ένα νέο περιβάλλον, στο οποίο η ΓΑΙΑΟΣΕ φιλοδοξεί να «κουμπώσει» τη στρατηγική της. Η εταιρεία έχει πλέον πλήρη αποτύπωση της περιουσίας της, που ξεπερνά τα 5.000 ακίνητα και τα 100.000 στρέμματα. Επιπλέον, έχει κινητοποιήσει τεχνικούς, νομικούς και χρηματοοικονομικούς συμβούλους, ώστε οι επενδύσεις να ωριμάσουν γρήγορα και μεθοδικά. Στο στρατηγικό πλάνο εντάσσονται και περισσότεροι από 100 διατηρητέοι σιδηροδρομικοί σταθμοί σε όλη τη χώρα, που αντιμετωπίζονται ταυτόχρονα ως στοιχεία πολιτιστικής κληρονομιάς και ως δυνητικοί τοπικοί πόλοι ανάπτυξης. Όπως υπογραμμίστηκε στο συνέδριο, η αξιοποίησή τους δεν θα ενισχύσει μόνο την τοπική οικονομία, αλλά και την πολιτιστική ταυτότητα περιοχών που σήμερα υποβαθμίζονται δίπλα στις ράγες.