Aκραίες είναι οι τιμές πώλησης ακινήτων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, όπως αποκαλύπτει έρευνα της Deloitte για την αγορά κατοικίας. Σύμφωνα με την έρευνα, η Αθήνα, όπως αναφέρει το Mega, φιγουράρει στη δεύτερη θέση της λίστας με τις ακριβότερες πόλεις στην Ευρώπη για την απόκτηση νεόδμητης κατοικίας, σε συνάρτηση με τα εισοδήματα των πολιτών. Συγκεκριμένα, απαιτούνται μισθοί 15,3 ετών (μεικτές απολαβές) για την αγορά ενός νεόδμητου διαμερίσματος 70 τ.μ. Πρώτο στη λίστα είναι το Άμστερνταμ στην Ολλανδία, με 15,4 ετήσιους μισθούς.
Ενδεικτικά, για να αγοράσει κάποιος κατοικία στο Περιστέρι (κέντρο), κατασκευής 1974 (ανακαίνιση 2024) με εμβαδόν 50τ.μ., θα χρειαστεί 250.000€ (5.000€ το τ.μ.).
Στην Δραπετσώνα (Αγ. Διονύσιος), νεόδμητη κατοικία κατασκευής του 2025, 127 τ.μ., πωλείται προς 423.000€ (3.331€ το τ.μ.)
Στη Θεσσαλονίκη (Κάτω Τούμπα), για ακίνητο κατασκευής του 1976 (ανακαίνιση 2025), 68 τ.μ., απαιτούνται 176.000€ (2.588 το τ.μ.).
«Οι μισθοί είναι δυσανάλογοι των τιμών», σημειώνει η Άννα Μωκάκου, κτηματομεσίτρια.
Η αγορά κατοικίας στο κέντρο της Αθήνας παρουσιάζει έντονες διαφοροποιήσεις, με την αγοραστική δύναμη να αλλάζει σημαντικά από δήμο σε δήμο. Σύμφωνα με ρεπορτάζ του powergame.gr, Με ένα σταθερό budget 200.000 ευρώ, οι διαφορές στον χώρο που μπορεί να αποκτήσει ένα νοικοκυριό φτάνουν έως και τα 23 τ.μ., σύμφωνα με στοιχεία της ReDataset.Ο πιο «γενναιόδωρος» δήμος είναι το Γαλάτσι, όπου το συγκεκριμένο ποσό αρκεί για κατοικία 89 τ.μ., καθώς οι μέσες τιμές κινούνται γύρω στα 2.660 ευρώ/τ.μ. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Ηλιούπολη με 83 τ.μ., ενώ στον Ζωγράφο και στον Δήμο Αθηναίων η αγοραστική δύναμη περιορίζεται στα 76 τ.μ., με τις τιμές να κυμαίνονται στα 2.700 ευρώ/τ.μ.
Όπως είχε γράψει εξάλλου τον περασμένο Μάιο το powergame.gr, μισθοί 19 ετών των 1.300 ευρώ μηνιαίως απαιτούνται σήμερα για να καταφέρει ένας μέσος Έλληνας να αγοράσει μια κατοικία 100 τετραγωνικών μέτρων, αξίας 300.000 ευρώ. Το 2020, για μια κατοικία αξίας 200.000 ευρώ, απαιτούνταν 16 ετών μισθοί. Η διαφορά αυτή καταδεικνύει ένα αυξανόμενο χάσμα ανάμεσα στην αύξηση των μισθών και την αύξηση της αξίας των ακινήτων, επιβεβαιώνοντας την εντεινόμενη απόκλιση ανάμεσα στο εισόδημα και το κόστος στέγασης.