Στο σκοτάδι η ακίνητη περιουσία των Δήμων

Αχαρτογράφητη παραμένει η ακίνητη περιουσία του Δημοσίου, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει τη λύση στο στεγαστικό πρόβλημα της χώρας

Σπίτια στην Αττική © INTIME/ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΠΑΝΤΑΗΣ

Οι περισσότεροι δήμοι στη χώρα δεν έχουν σαφή εικόνα της ακίνητης περιουσίας τους. Χιλιάδες ακίνητα παραμένουν αχαρτογράφητα, εκτός Ε9, χωρίς σαφή ιδιοκτησιακά στοιχεία και χωρίς καμία δυνατότητα αξιοποίησης. Πρόκειται για περιουσίες που «υπάρχουν στα χαρτιά» ή, συχνά, δεν υπάρχουν καν. Δήμοι δηλώνουν δεκάδες ή εκατοντάδες ακίνητα λιγότερα απ’ όσα πραγματικά διαθέτουν, υπάρχουν περιπτώσεις μάλιστα όπου στο Ε9 εμφανίζονται 100 ιδιοκτησίες, ενώ στην πραγματικότητα ξεπερνούν τις 1.500.

Η εικόνα είναι ίδια σχεδόν παντού, καθώς δεν υπάρχει διασύνδεση ανάμεσα στα στοιχεία των ΟΤΑ, των κληροδοτημάτων και των μητρώων της Κεντρικής Διοίκησης. Πολλοί δήμοι εξακολουθούν να εργάζονται με δεδομένα του 2023, όταν ο στόχος είναι η πλήρης καταγραφή να έχει ολοκληρωθεί έως το 2026, ώστε τα ακίνητα να περάσουν στα πάγιά τους. Η διαδικασία απαιτεί τουλάχιστον ενάμιση χρόνο για κάθε δήμο, όμως το μεγαλύτερο εμπόδιο δεν είναι τεχνικό, είναι η παραδοχή ότι επί δεκαετίες οι ΟΤΑ λειτουργούσαν χωρίς να έχουν πραγματική επαφή με την ίδια τους την περιουσία.

Το ίδιο φαινόμενο συναντάται και στο υπόλοιπο Δημόσιο. Υπουργεία, πανεπιστήμια, οργανισμοί, νοσοκομεία, διαθέτουν χιλιάδες ακίνητα, για τα οποία δεν υπάρχουν επικαιροποιημένα στοιχεία. Κτίρια μένουν ανεκμετάλλευτα, γη ρημάζει και ολόκληρος ο δημόσιος πλούτος παραμένει στο σκοτάδι.

Η έλλειψη αυτής της βάσης δεδομένων έχει σοβαρές επιπτώσεις. Όσο η δημόσια και δημοτική περιουσία δεν καταγράφεται και δεν ψηφιοποιείται, όλα τα μέτρα για τη στέγη και την αξιοποίησή της παραμένουν θεωρητικά. Δεν μπορεί να υπάρξει στεγαστική πολιτική όταν το ίδιο το κράτος και οι δήμοι που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή δεν γνωρίζουν τι τους ανήκει.

Η στεγαστική κρίση στην Ελλάδα δεν είναι μόνο οικονομικό φαινόμενο, είναι και διοικητικό. Οι δημόσιες βάσεις δεδομένων για την ιδιοκτησία, τη χρήση γης και την αξία των ακινήτων παραμένουν κατακερματισμένες. Οι αποφάσεις λαμβάνονται χωρίς ενιαία, αξιόπιστα δεδομένα, ενώ η απουσία μηχανισμού ελέγχου και χαρτογράφησης οδηγεί σε καθυστερήσεις και αναποτελεσματικές παρεμβάσεις.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η δημιουργία ενός Ψηφιακού Μητρώου Ακινήτων αποτελεί αναγκαίο βήμα. Η εταιρεία Blupeak επιχειρεί να βάλει τάξη στο χάος, ενοποιώντας πληροφορίες από το Κτηματολόγιο, τον ΕΝΦΙΑ, τους δήμους και τα Πιστοποιητικά Ενεργειακής Απόδοσης. Το πρόγραμμα έχει ξεκινήσει πιλοτικά σε δήμους όπως η Ραφήνα, η Χάλκη, ο Πλατανιάς, η Κάρυστος και το Μαρούσι, ωστόσο η πλειονότητα των ΟΤΑ βρίσκεται ακόμη στην αρχή. Στόχος είναι να υπάρξει για πρώτη φορά μια πλήρης, ενιαία και διαφανής εικόνα της δημόσιας περιουσίας: ποια ακίνητα είναι κενά, ποια χρησιμοποιούνται, ποια μπορούν να μετατραπούν σε κοινωνική στέγη ή να αξιοποιηθούν για δημόσιες ανάγκες.

Το ζήτημα αποκτά ιδιαίτερο βάρος αν σκεφτεί κανείς τη σημερινή στεγαστική πραγματικότητα. Ένας στους τρεις ενοικιαστές στην Ελλάδα δαπανά πάνω από το 40% του εισοδήματός του για να κρατήσει ένα σπίτι, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα ενοίκια στην Αθήνα έχουν αυξηθεί κατά 45% από το 2018, ενώ η παραγωγή νέων κατοικιών είναι μόλις μία ανά 1.000 κατοίκους, το χαμηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη. Παράλληλα, περισσότερες από 700.000 κατοικίες παραμένουν κενές ή αδρανείς, χωρίς καμία αξιοποίηση.

Η έλλειψη προσιτής στέγης δεν πλήττει μόνο τα ευάλωτα νοικοκυριά αλλά και τη μεσαία τάξη, που βλέπει τα ενοίκια να τρέχουν ταχύτερα από τους μισθούς. Ο συνδυασμός αργής οικοδομικής δραστηριότητας, ανεπαρκών επιδοτήσεων και κατακερματισμένων δεδομένων στερεί από το κράτος τη δυνατότητα να χαράξει στοχευμένη πολιτική.

Η λύση, όπως τονίζουν οι ειδικοί, βρίσκεται στη γνώση και στη διαφάνεια. Όπου υπήρξαν συστηματική καταγραφή, αξιοποίηση δεδομένων και λογοδοσία, τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν. Η ακίνητη περιουσία των δήμων και συνολικά του Δημοσίου είναι ένας κρυμμένος θησαυρός. Σήμερα βρίσκεται στο σκοτάδι. Αν όμως περάσει στο φως της ψηφιακής εποχής, μπορεί να γίνει εργαλείο κοινωνικής πολιτικής, οικονομικής ανάπτυξης και βιώσιμης στέγασης. Το ερώτημα δεν είναι αν μπορούμε να τη χαρτογραφήσουμε. Είναι αν θέλουμε, επιτέλους, να τη δούμε.