Παρά το γεγονός ότι σήμερα το 68% των Ελλήνων είναι ιδιοκτήτες τουλάχιστον ενός ακινήτου, η πλειονότητά τους κατοικεί σε σπίτια ηλικίας άνω των 35 ετών. Αυτό συμβαίνει καθώς η δραστηριότητα στον τομέα των ανακαινίσεων κατοικιών στην Ελλάδα παραμένει εντυπωσιακά περιορισμένη. Παράλληλα, η χαμηλή οικοδομική δραστηριότητα της τελευταίας δεκαετίας έχει δημιουργήσει ένα τοπίο με περιορισμένη προσφορά νεόδμητων ακινήτων, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο τις τιμές των διαθέσιμων σπιτιών.
Όπως αναφέρει η πρόσφατη έρευνα που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του Συλλόγου Μεσιτών Αθηνών-Αττικής, η Απογραφή Κτιρίων 2021 της ΕΛΣΤΑΤ έδειξε ότι το 64% των κτιρίων στη χώρα και το 69% στην Αττική κατασκευάστηκαν μεταξύ του 1945 και του 1990, δηλαδή πρόκειται για ακίνητα με μέση ηλικία πάνω από τρεις δεκαετίες. Το παλιό απόθεμα κυριαρχεί εξάλλου λόγω του ότι η οικοδομική δραστηριότητα επιβραδύνθηκε δραστικά κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, ενώ από το 2010 έως το 2019 ανεγέρθηκε μόλις το 6% των κατοικιών και από το 2020 έως το 2025 εκτιμάται πως το ποσοστό πέφτει ακόμη περισσότερο, στο 2%.
Αυτά τα δεδομένα επιβεβαιώνουν ότι το κτιριακό απόθεμα της χώρας γερνάει, με την ανάγκη ανανέωσης να είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Ωστόσο, οι ανακαινίσεις παραμένουν επιλογή μειοψηφίας, καθώς σήμερα το 56% των ιδιοκτητών δηλώνει ότι δεν έχει προβεί σε καμία ανακαίνιση την τελευταία πενταετία, ενώ μόλις το 44% έχει προχωρήσει σε τουλάχιστον μία εργασία βελτίωσης.
Παρά τις κρατικές πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της ενεργειακής και λειτουργικής αναβάθμισης των κατοικιών, οι πολίτες φαίνεται να διατηρούν επιφυλάξεις, κυρίως λόγω οικονομικών περιορισμών. Αν και το 20% των ιδιοκτητών σκοπεύει να ανακαινίσει την κύρια κατοικία του εντός του επόμενου έτους, σχεδόν τρεις στους 10 εξ αυτών (28,7%) δηλώνουν ότι θα χρειαστεί να καταφύγουν σε τραπεζικό δανεισμό για τη χρηματοδότηση των εργασιών.
Η ανακαίνιση ακινήτων αποτελεί σήμερα μια εξαιρετικά αποδοτική επένδυση, καθώς μπορεί να αυξήσει την αξία τους κατά μέσο όρο έως και 58% σε σύγκριση μ’ ένα παλιό και συμβατικό σπίτι. Σε περιοχές, μάλιστα, όπως το Μοσχάτο, όπως αναφέρει η έρευνα της Protio, η αύξηση αυτή μπορεί να αγγίξει εντυπωσιακά επίπεδα, φτάνοντας έως και το 116%.
Τα ανακαινισμένα διαμερίσματα εξάλλου αποτελούν πόλο έλξης για τους υποψήφιους αγοραστές, με αποτέλεσμα να πωλούνται πολύ πιο γρήγορα από τα τυπικά σπίτια, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος του κτιριακού αποθέματος στην Ελλάδα είναι παλαιό και ενεργοβόρο. Συγκεκριμένα, το 60% των κτιρίων κατατάσσεται στις χαμηλότερες ενεργειακές κατηγορίες (E-G), ενώ η πλειονότητα των διαθέσιμων κατοικιών που υπάρχει σήμερα στο κέντρο της Αθήνας και στον Πειραιά είναι ηλικίας άνω των 50 ετών. Την ώρα που μια διαφορετική εικόνα εντοπίζεται στα Νότια Προάστια, όπου οι περισσότερες κατοικίες που είναι προς πώληση, κυρίως στη Γλυφάδα, έχουν κατασκευαστεί τα τελευταία δύο χρόνια.
Για το 2025 μια κατηγορία-έκπληξη, που μπορεί να οδηγήσει σε μαζικές ανακαινίσεις του ενεργοβόρου κτιριακού αποθέματος, αφορά τη μετατροπή παλιών καταστημάτων σε κατοικίες, προκειμένου να πληρούν τις προϋποθέσεις για τη Χρυσή Βίζα. Παράλληλα, παλιά γραφεία και βιομηχανικοί χώροι μπορούν να αποκτήσουν νέα ζωή, καθώς μέσα από την ανακαίνιση και την αλλαγή χρήσης επανεισάγονται στην αγορά με ανανεωμένη αξία.
Πόσο κοστίζει μια μέση ανακαίνιση κατοικίας στην Ελλάδα
Η μέση δαπάνη για μια ανακαίνιση στην Ελλάδα ανέρχεται σε 10.075 ευρώ, σύμφωνα με την έρευνα της Focus Bari. Ένας στους τρεις (31%) επενδύει μεταξύ 10.000 και 20.000 ευρώ, ενώ άλλο ένα 29% ξοδεύει από 5.001 έως 10.000 ευρώ. Μόλις το 4% προχωράει σε ανακαινίσεις άνω των 50.000 ευρώ, στοιχείο που υποδηλώνει πως οι πολύ μεγάλες εργασίες παραμένουν σπάνιες. Αντίθετα, το 12% περιορίζεται σε μικρές επεμβάσεις κάτω των 2.000 ευρώ.
Το εισόδημα αποτελεί τον πιο καθοριστικό παράγοντα για την έκταση της επένδυσης. Στα νοικοκυριά με εισόδημα έως 9.999 ευρώ κυριαρχούν οι μεσαίες και μικρές επενδύσεις:
- 33% δαπανά 5.001-10.000 ευρώ και
- 26% λιγότερα από 5.000 ευρώ.
- Στον αντίποδα, μόλις 6% φτάνει ή ξεπερνά τις 20.000 ευρώ.
Σε υψηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες, η εικόνα αλλάζει δραματικά. Στα νοικοκυριά με εισόδημα 20.000-29.999 ευρώ, πάνω από το 59% ξοδεύει περισσότερα από 10.000 ευρώ, ενώ το 42% όσων διαθέτουν εισόδημα άνω των 30.000 ευρώ επενδύει 20.000 έως 50.000 ευρώ, με το 12% να ξεπερνά και το όριο των 50.000 ευρώ. Σε αυτήν την ομάδα η μέση ανακαίνιση αφορά 1,7 ακίνητα, τον υψηλότερο αριθμό σε σύγκριση με όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες.
Ωστόσο, για να αλλάξει η υφιστάμενη εικόνα, απαιτείται στοχευμένη πολιτική στήριξης, ενίσχυση της προσβασιμότητας σε χρηματοδότηση, αλλά και αλλαγή στη νοοτροπία των ιδιοκτητών, με έμφαση στη μακροπρόθεσμη αξία της συντήρησης και όχι μόνο στην κατοχή.