Το 36% των Ελλήνων δηλώνει σήμερα διατεθειμένο να διαθέσει ποσό μεταξύ 50.000 και 100.000 ευρώ για την αγορά κατοικίας, σύμφωνα με τα στοιχεία του 4ου «Βαρόμετρου της Αγοράς Ακινήτων», που παρουσίασε ο επενδυτής και αναλυτής Ηλίας Παπαγεωργιάδης. Το ποσοστό αυτό είναι αυξημένο σε σχέση με τον Νοέμβριο του 2024, όταν μόλις το 27% των δυνητικών αγοραστών κινούνταν στο ίδιο εύρος τιμών. Την ίδια ώρα, η στεγαστική κρίση εξακολουθεί να ταλανίζει τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών, με τους μισθούς να παραμένουν στάσιμοι και το 57% των ερωτηθέντων να εκτιμά πως τα ενοίκια θα αυξηθούν περαιτέρω μέσα στον επόμενο χρόνο.
Η εν λόγω έρευνα, που πραγματοποιήθηκε από Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και αναλύθηκε από τον Γιώργο Σιάκα, διευθυντή της Μονάδας Ερευνών Κοινής Γνώμης και Αγοράς του ΠΑΜΑΚ, και τον κ. Παπαγεωργιάδη, στο πλαίσιο του live webinar, έδειξε ότι το δεύτερο πιο δημοφιλές εύρος τιμών που επιλέγει το 24% των πιθανών αγοραστών είναι εκείνο από 100.000 έως 150.000 ευρώ. Αντίθετα, μόλις 15% των πιθανών αγοραστών στοχεύει σε κατοικίες αξίας από 150.000 έως 200.000 ευρώ, ποσοστό που υποδεικνύει τη συγκράτηση της ζήτησης σε υψηλότερες κατηγορίες τιμών.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι μόνο το 6% εξετάζει την αγορά ακινήτου αξίας άνω των 300.000 ευρώ, ενώ το 11% σκοπεύει να επενδύσει από 200.000 έως 300.000 ευρώ. Στο 7% ανέρχονται οι ενδιαφερόμενοι για ακίνητα με τιμή έως 50.000 ευρώ, ποσοστό που παραμένει μικρό, πιθανώς λόγω περιορισμένων επιλογών στην κατηγορία αυτήν. Τέλος, ένα μικρό ποσοστό (2%) δηλώνει αναποφάσιστο ή αδυνατεί να απαντήσει για το ύψος της επένδυσης που σκοπεύει να πραγματοποιήσει.
Η προτίμηση για χαμηλότερο εύρος τιμών αντικατοπτρίζει τόσο τις οικονομικές δυνατότητες του μέσου αγοραστή, όσο και τη σταδιακή επαναφορά της κτηματαγοράς μετά τις έντονες ανατιμήσεις των τελευταίων ετών. Οι περισσότεροι ενδιαφερόμενοι φαίνεται να αναζητούν ευκαιρίες σε περιοχές εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων ή σε ακίνητα που χρήζουν ανακαίνισης, σε μια προσπάθεια να αποκτήσουν ιδιόκτητη στέγη χωρίς να ξεπεράσουν το οικονομικό τους πλαίσιο. Παράλληλα, το μειωμένο ποσοστό για ακίνητα άνω των 300.000 ευρώ επιβεβαιώνει πως η αγορά πολυτελών κατοικιών παραμένει προνόμιο λίγων, καθώς το ευρύ κοινό στρέφεται σε πιο προσιτές και λειτουργικές λύσεις.
Οι «πραγματικοί» αγοραστές περιορίζονται στο 5%
Τον Μάιο του 2024 περίπου το 28% όσων ενδιαφέρονταν για την αγορά ακινήτου δήλωναν υποψήφιοι αγοραστές, ενώ μόλις το 9% εμφανίζονταν ως εν δυνάμει πωλητές. Μέχρι τον Νοέμβριο του 2024, τα ποσοστά αυτά υποχώρησαν στο 23% για τους αγοραστές και στο 7% για τους πωλητές.
Σήμερα, τον Ιούνιο του 2025, τα ποσοστά παραμένουν στα ίδια επίπεδα (23% οι υποψήφιοι αγοραστές και 8% οι πωλητές), ωστόσο η διάθεση για άμεσες συναλλαγές εμφανίζει καθοδική πορεία. Συγκεκριμένα, ενώ τον Νοέμβριο το 34% των υποψήφιων αγοραστών (δηλαδή το 7,8% του συνόλου των ενδιαφερομένων) δήλωναν ότι προτίθενται να αγοράσουν άμεσα ή μέσα στους επόμενους 6 έως 12 μήνες, σήμερα το ποσοστό αυτό έχει υποχωρήσει στο 22% (του 23%), δηλαδή μόλις το 5% των συνολικών ενδιαφερόμενων είναι πλέον «πραγματικοί» αγοραστές.
Την ίδια ώρα, η πλειονότητα των υποψήφιων αγοραστών τοποθετεί την απόφασή της αρκετά πιο μακριά στον χρόνο, καθώς το 26% δηλώνει πρόθεση αγοράς μέσα στην επόμενη τριετία (έναντι 27% τον Νοέμβριο του 2024), ενώ το 51% απαντά πως θέλει να αγοράσει «κάποια στιγμή στο μέλλον», σημειώνοντας σημαντική αύξηση από το 40% που κατέγραφε το αντίστοιχο ποσοστό λίγους μήνες πριν.
Η εικόνα αυτή καταδεικνύει ότι, παρά το σταθερό ενδιαφέρον για την αγορά κατοικίας, οι άμεσες πράξεις παραμένουν περιορισμένες, με την πλειονότητα των πολιτών να αναβάλλει την επένδυσή της για αργότερα, είτε λόγω οικονομικής αβεβαιότητας, είτε λόγω των υψηλών τιμών στην αγορά.
«Εδώ και πολλά χρόνια τα ακίνητα στην Ελλάδα αποτέλεσαν την πρώτη επενδυτική επιλογή για πάρα πολλούς Έλληνες (και ξένους). Ενώ η προσφορά ακινήτων σταδιακά περιοριζόταν και η τιμή τους ανέβαινε, η ζήτηση ήταν μεγάλη και συχνά ο αριθμός των πραγματικών υποψήφιων αγοραστών ήταν πολλαπλάσιος από αυτόν των πωλητών. Συγκρίνοντας τα δεδομένα με τα προηγούμενα Βαρόμετρα, για πρώτη φορά καταγράφεται στο 4ο Βαρόμετρο της Αγοράς Ακινήτων η πλήρης αντιστροφή αυτής της τάσης, με τους πραγματικούς αγοραστές να είναι λιγότεροι από τους πωλητές! Αυτή η αλλαγή είναι δομική και αν εξακολουθήσει την επόμενη περίοδο, θα οδηγήσει σε νέα δεδομένα την αγορά», σχολίασε το εύρημα ο κ. Παπαγεωργιάδης.
Απροσπέλαστος ο στεγαστικός δανεισμός για την πλειονότητα των πολιτών
Τα στοιχεία της έρευνας σκιαγραφούν μια ζοφερή εικόνα για την προσβασιμότητα των πολιτών στον στεγαστικό δανεισμό, με τρεις στους τέσσερις να εκτιμούν πως οι συνθήκες για τη λήψη στεγαστικού δανείου είναι εντελώς ακατάλληλες.
Συγκεκριμένα, το 42% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι η πρόσβαση σε στεγαστικό δάνειο είναι πολύ δύσκολη, ενώ ένα επιπλέον 27% τη χαρακτηρίζει μάλλον δύσκολη. Πρόκειται για επιδείνωση σε σχέση με τα αντίστοιχα ποσοστά του Νοεμβρίου του 2024, όταν το 35% είχε απαντήσει ότι είναι πολύ δύσκολη και το 30% μάλλον δύσκολη.
Η τάση αυτή αποτυπώνει τη συνεχιζόμενη πίεση στο κόστος δανεισμού, αλλά και την αυστηρότητα των τραπεζικών κριτηρίων, που αποθαρρύνουν σημαντικό ποσοστό των πολιτών να αιτηθούν στεγαστικής χρηματοδότησης.