Κάστρο της Βούδας: Γιατί η ανακατασκευή του διχάζει την Ουγγαρία

Το έργο για την ανακατασκευή του Κάστρου της Βούδας παρουσιάζεται ως μια προσπάθεια να αποκατασταθεί η προπολεμική αίγλη της περιοχής

Το Κάστρο της Βούδας © Unsplash

Χάρη στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, η αρχιτεκτονική των ιστορικών αναβιώσεων επέστρεψε φέτος στο προσκήνιο. Τον Ιανουάρι ο Τραμπ υπέγραψε προεδρικό διάταγμα, με το οποίο ζητείται όλα τα νέα ομοσπονδιακά κτίρια να σέβονται την «παραδοσιακή και κλασική αρχιτεκτονική κληρονομιά», αντικατοπτρίζοντας μια ευρύτερη τάση της δεξιάς, που συνδέει την αρχιτεκτονική αναβίωσης με συντηρητικές αξίες. Το πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα αυτής της τάσης βρίσκεται στη Βουδαπέστη, όπου η κυβέρνηση του Βίκτορ Όρμπαν έχει ξεκινήσει την ανακατασκευή της περιοχής του Κάστρου της Βούδας.

Πρόκειται για ένα σύμπλεγμα εντυπωσιακών κτιρίων και ανακτόρων του 19ου αιώνα, χτισμένων πάνω σε έναν οχυρωμένο λόφο με θέα στην πόλη. Το έργο, γνωστό ως Εθνικό Πρόγραμμα Hauszmann, είχε αρχικά προϋπολογισμό 590 εκατ. δολάρια, αλλά πιθανότατα θα κοστίσει πολύ περισσότερο. Παρουσιάζεται ως μια προσπάθεια να αποκατασταθεί η προπολεμική αίγλη της περιοχής, ωστόσο οι επικριτές τονίζουν ότι η ανακατασκευή δεν είναι καθόλου ιστορικά ακριβής.

Αντί για πιστή ανακατασκευή, τα νέα κτίρια είναι σύγχρονες τσιμεντένιες κατασκευές που απλώς μιμούνται ιστορικά σχήματα, προσαρμοσμένα στις αισθητικές προτιμήσεις της αυταρχικής κυβέρνησης Όρμπαν, σημειώνει το Bloomberg. Πολλοί δημόσιοι χώροι που ανήκαν παλιότερα στους πολίτες έχουν μετατραπεί σε υπουργεία. Παράλληλα, ενώ το έργο υποτίθεται ότι τιμά την πολιτιστική κληρονομιά της Βούδας, η πραγματική αρχιτεκτονική κληρονομιά της Πέστης -της μεγαλύτερης δίδυμης πόλης απέναντι από τον Δούναβη- καταρρέει ή κατεδαφίζεται, δίνοντας τη θέση της σε σύγχρονες αναπτύξεις.

Η αρχική κατασκευή του Κάστρου της Βούδας ξεκίνησε τον 12ο αιώνα ως απάντηση στις επιδρομές των Μογγόλων, ωστόσο τα περισσότερα από τα κτίρια που σώζονται σήμερα χρονολογούνται από τον 18ο και 19ο αιώνα. Η εκδοχή του κάστρου που επιχειρείται να αναβιώσει στο πλαίσιο του σημερινού έργου ήταν κι αυτή αποτέλεσμα μεγάλης ανακατασκευής που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1890 και 1912 από τον αρχιτέκτονα Αλάγιος Χάουσμαν, με σκοπό να προσδώσει στο συγκρότημα μια πιο βασιλική όψη, αντάξια του νέου ρόλου της Βουδαπέστης ως συν-πρωτεύουσα της Αυστροουγγαρίας μετά το 1867, μαζί με τη Βιέννη. Χτισμένο σε ύψωμα με θέα στον Δούναβη, το κάστρο υπέστη σοβαρές ζημιές κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και υπέφερε περαιτέρω από κατεδαφίσεις στη διάρκεια της κομμουνιστικής περιόδου. Το 1987 η συνοικία αναγνωρίστηκε από την UNESCO ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Το Κάστρο της Βούδας © Unsplash

Το Κάστρο της Βούδας © Unsplash

Το τρέχον πρόγραμμα ανακατασκευής ξεκίνησε το 2019. Σύμφωνα με το προωθητικό υλικό του Προγράμματος Hauszmann, «όπως η Ωραία Κοιμωμένη, η συνοικία του Κάστρου της Βούδας θα ξυπνήσει από τον λήθαργό της». Τα σχέδια προβλέπουν την αποκατάσταση περισσότερων από δώδεκα κτισμάτων -από παλάτια και μεγαλοπρεπείς σκάλες έως οχυρώσεις-, μερικά βασισμένα σε αυθεντικά κατάλοιπα, άλλα πλήρως ανακατασκευασμένα από την αρχή, χωρίς ιστορική συνέχεια.

Τα ίδια τα κτίρια είναι ουσιαστικά τσιμεντένιοι «σκελετοί», καλυμμένοι με ιστορικίζουσες διακοσμητικές προσθήκες, ενώ η τελική τους εικόνα διαφέρει εμφανώς από τα πρωτότυπα που υποτίθεται ότι αναπαράγουν. Για παράδειγμα, το ανακατασκευασμένο Βασιλικό Αρχηγείο Άμυνας έχει πλέον έναν θόλο τοποθετημένο πάνω σε ψηλότερη και πιο ογκώδη βάση, ενώ ο συνολικός του όγκος έχει μειωθεί στο μισό -πιθανώς για να μην εμποδίζει τη θέα από τα γραφεία του Όρμπαν στο πρώην μοναστήρι πίσω του. Σε άλλα σημεία, νέες τούβλινες ράμπες καλύπτουν μεσαιωνικά τείχη που είχαν επιβιώσει.

Έργα όπως αυτό έχουν προκαλέσει επικρίσεις από τη βραβευμένη αρχιτέκτονα και καθηγήτρια Ζόφια Τσόμαι, η οποία, λόγω συνταξιοδότησής της, είναι πιο ελεύθερη να εκφράζει ανοιχτά τη γνώμη της απ’ ό,τι συνάδελφοί της που φοβούνται για την επαγγελματική τους ασφάλεια. «Είναι προφανώς ένα ψέμα», δηλώνει για ολόκληρο το έργο. «Οι αποφάσεις λαμβάνονται κρυφά. Εκτός από πολιτικό, είναι και κιτς και επιδεικτικά κακόγουστο.

Η Τσόμαι βλέπει το Πρόγραμμα Χάουσμαν ως μια αρπαγή γης: ήδη υπουργεία που βρίσκονταν κοντά στο κοινοβούλιο έχουν μεταφερθεί στο πρώην βασιλικό φρούριο, αποκλείοντας γνωστά σημεία με θέα για το κοινό. «Η ζωή στο κάστρο θα αλλάξει ριζικά», λέει. «Ήταν κάποτε ένα πολιτιστικό κέντρο με παλιά σπίτια, μικρά εστιατόρια και μπαρ. Τώρα θα γίνει κέντρο εξουσίας».

Διεθνείς παρατηρητές έχουν επίσης εκφράσει ανησυχίες: η Unesco έχει επανειλημμένα καταγγείλει τις εργασίες στην περιοχή του Λόφου του Κάστρου, καθώς και τη γενικότερη κατάσταση της πολιτιστικής κληρονομιάς στην πρωτεύουσα. Το Icomos, ο οργανισμός που συμβουλεύει την Unesco για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, δημοσίευσε αρνητική έκθεση για την κατάσταση του χώρου αυτό το καλοκαίρι.

Ωστόσο, οι ανησυχίες της Unesco δεν έχουν οδηγήσει σε αλλαγή πορείας από την κυβέρνηση Όρμπαν. Ενδεικτικά, το Εθνικό Γραφείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς (KÖH), που ήταν αρμόδιο για την προστασία του κτισμένου πολιτιστικού αποθέματος της Ουγγαρίας, καταργήθηκε από τον Όρμπαν. Τα γραφεία του πρόκειται να μετατραπούν σε ξενοδοχείο.

Ο αρχιτέκτονας Τάμας Φεγέρντι, ανώτερο στέλεχος του Icomos, μιλώντας στο Bloomberg με προσωπική ιδιότητα, υπερασπίστηκε το έργο. Διακρίνει, όπως λέει, ανάμεσα σε οικοδομήματα που χάθηκαν αιώνες πριν και σε εκείνα που καταστράφηκαν στη σύγχρονη εποχή. «Είμαι εντελώς αντίθετος με την ανακατασκευή οχυρώσεων που καταστράφηκαν πριν από πολλούς αιώνες», δηλώνει. «Αλλά υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε σύγχρονα ερείπια και ιστορικά ερείπια». Ορισμένα από τα κτίρια που ξαναχτίζονται υπήρχαν ακόμη, έστω και κατεστραμμένα, όταν ο ίδιος ήταν παιδί. Τα νέα κτίσματα, όπως λέει, είναι «επανορθώσεις» βασισμένες σε λεπτομερή γνώση των αυθεντικών, χρησιμοποιώντας σύγχρονα υλικά, που είναι «αυθεντικά για την εποχή μας».