Η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ) εκφράζει τη στήριξή της στη μεγάλη προσπάθεια που καταβάλλει η Ομοσπονδία Υπαλλήλων Προσωπικού Ασφαλείας Ελλάδος (ΟΜΥΠΑΕ) για την υπογραφή κλαδικών συμβάσεων. Η ΓΣΕΕ τονίζει ότι είναι απαράγραπτη η θέση της για την υπογραφή Συλλογικών Συμβάσεων «μέσα από μια γνήσια διαδικασία διαβούλευσης και διαλόγου με τις Ομοσπονδίες και τα αντιπροσωπευτικά σωματεία σε κάθε εργασιακό χώρο που είναι ενταγμένα στη δύναμη των Ομοσπονδιών της και με τις εργοδοτικές ενώσεις».
«Εργοδοτικά σωματεία που δεν υπάγονται στη δύναμη των μελών της ΓΣΕΕ χρησιμοποιούνται μόνο για εξαπάτηση και αποπροσανατολισμό» επισημαίνει η Συνομοσπονδία.
Με ανακοίνωσή της, η ΓΣΕΕ καλεί όλους τους εργοδότες του κλάδου ανεξαιρέτως και ιδιαιτέρως την εταιρία να συνυπογράψουν την υπό διαπραγμάτευση κλαδική σύμβαση.
Σύμφωνα με τη Συνομοσπονδία, «η υπογραφή αυτή είναι μια θετική ενέργεια, που ευνοεί τον υγιή ανταγωνισμό και όχι τον ανταγωνισμό κόστους εργασίας. Είναι μονόδρομος, ώστε να θεμελιώνονται δίκαιοι όροι εργασίας και αμοιβής και ταυτόχρονα να υπάρχει εγγύηση για τη βελτίωση της ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών».
Αναλυτικά η ανακοίνωση της ΓΣΕΕ
Η ΓΣΕΕ εκφράζει την στήριξή της στην Ομοσπονδία Υπαλλήλων Προσωπικού Ασφαλείας Ελλάδος (ΟΜ.Υ.Π.Α.Ε.) στην μεγάλη προσπάθεια που καταβάλλει για την υπογραφή κλαδικών συμβάσεων σε έναν χώρο που οι εργαζόμενοι είναι αντιμέτωποι με ιδιαίτερες προκλήσεις.
Είναι απαράγραπτη η θέση της Συνομοσπονδίας για την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων μέσα από μια γνήσια διαδικασία διαβούλευσης και διαλόγου, με τις Ομοσπονδίες και τα αντιπροσωπευτικά σωματεία σε κάθε εργασιακό χώρο που είναι ενταγμένα στη δύναμη των Ομοσπονδιών μας και με τις εργοδοτικές ενώσεις. Εργοδοτικά σωματεία που δεν υπάγονται στη δύναμη των μελών της ΓΣΕΕ χρησιμοποιούνται μόνο για εξαπάτηση και αποπροσανατολισμό.
Καλούμε όλους τους εργοδότες του κλάδου ανεξαιρέτως, και ιδιαιτέρως την εταιρεία που αρνείται, να συνυπογράψουν την υπό διαπραγμάτευση κλαδική σύμβαση. Η υπογραφή αυτή είναι μια θετική ενέργεια που ευνοεί τον υγιή ανταγωνισμό και όχι τον ανταγωνισμό κόστους εργασίας. Είναι μονόδρομος, ώστε να θεμελιώνονται δίκαιοι όροι εργασίας και αμοιβής και ταυτόχρονα να υπάρχει εγγύηση για τη βελτίωση της ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών.