Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής των μη μισθωτών (ελευθέρων επαγγελματιών και αγροτών), σε σύνολο 1.258.211 ατόμων με δραστηριότητα πάνω από 5 έτη, οι 972.261 (77,2%) είναι ασφαλισμένοι στην πρώτη κατηγορία. Από αυτούς, οι 637.208 είναι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι 335.053 αγρότες.
Η μηνιαία εισφορά σύνταξης στην πρώτη κατηγορία των ελευθέρων επαγγελματιών είναι 180,58 ευρώ και των αγροτών 106,02 ευρώ.
Στην ειδική κατηγορία που είναι οι νεοεισερχόμενοι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι, βρίσκονται 162.473 ασφαλισμένοι με πολύ χαμηλή εισφορά για την πρώτη 5ετία άσκησης του επαγγέλματός τους. Η ειδική εισφορά κλάδου σύνταξης των νέων επαγγελματιών για το 2025 ανέρχεται στα 108,35 ευρώ.
Οι υπόλοιπες κατηγορίες ασφαλισμένων
Οι υπόλοιπες κατηγορίες, από τη 2η έως και την 6η, συγκεντρώνουν μικρότερο αριθμό ασφαλισμένων, με την 6η και υψηλότερη κατηγορία να αριθμεί μόλις 11.379 επαγγελματίες με εισφορά σύνταξης 582,50 ευρώ και 1.849 αγρότες με μηνιαία εισφορά σύνταξης 343,69 ευρώ.
Στην 2η κατηγορία είναι ασφαλισμένοι 156.351 επαγγελματίες, στην 3η, είναι 33.090, στην 4η κατηγορία ασφαλίζονται 17.210 επαγγελματίες την 5η κατηγορία έχουν επιλέξει 8.777 επαγγελματίες.
Πάντως, η επιλογή χαμηλής ασφαλιστικής κατηγορίας οδηγεί σε μειωμένες εισφορές, ωστόσο, ενέχει τον κίνδυνο πολύ χαμηλών συντάξεων που δεν θα ξεπερνούν τα 650 ευρώ μαζί με το κομμάτι της εθνικής σύνταξης. Είναι χαρακτηριστικό πως με 30 -35 έτη ασφάλισης οι συντάξεις κυμαίνονται από 675 ευρώ ως 727 ευρώ μικτά και μετά την κράτηση ασθένειας μένουν 634 ευρώ και 684 ευρώ αντίστοιχα.
Αντίθετα με την εισφορά της 6ης κατηγορίας η σύνταξη για τα 40 έτη ασφάλισης ανεβαίνει στα 1.671 ευρώ μετά τις κρατήσεις ΕΑΣ και ασθένειας και πριν το φόρο.
Ο νόμος Κατρούγκαλου
Να σημειωθεί ότι από το 2020 που οι ασφαλιστικές κατηγορίες αντικατέστησαν τις εισφορές βάσει εισοδήματος του νόμου Κατρούγκαλου που ήταν ακόμη πιο χαμηλές για τους περισσότερους, και για αρκετούς, αστρονομικά ποσά.
Με το νόμο Κατρούγκαλου δε, από το 2016 ως και το 2019 η ελάχιστη εισφορά υπολογιζόταν επί του τότε κατώτατου μισθού των 586 ευρώ με το ποσό εισφοράς κλάδου σύνταξης στα 117 ευρώ το μήνα.
Την ίδια στιγμή χαμηλή είναι η ανταπόκριση των Ελ. Επαγγελματιών με χρέη που μπορούν να συνταξιοδοτηθούν εφόσον έχουν οφειλές μέχρι 30.000 ευρώ, αφού μέχρι στιγμής έχουν υποβληθεί μόλις 8.230 αιτήματα ένταξης στη ρύθμιση. Από αυτά, 4.157 εγκρίθηκαν, 1.967 βρίσκονται σε εκκρεμότητα, ενώ 1.614 απορρίφθηκαν.
Μέσω αυτής της διαδικασίας, ο ΕΦΚΑ ελέγχει το ύψος των καταθέσεων του υποψήφιου συνταξιούχου ώστε να πιστοποιηθεί η πραγματική του αδυναμία αποπληρωμής. Εάν οι καταθέσεις του υπερβαίνουν τις 12.000 ευρώ, το δικαίωμα συνταξιοδότησης χάνεται αυτομάτως. Υπάρχουν μάλιστα και άλλες προϋποθέσεις. Αναλυτικά, ο νόμος ορίζει ότι το συνολικό ύψος των οφειλών δεν πρέπει να ξεπερνά τις 30.000 ευρώ (ή τις 10.000 ευρώ για τους αγρότες).
Tι γίνεται σε υψηλότερα χρέη
Σε περίπτωση υψηλότερων χρεών, απαιτείται εφάπαξ εξόφληση του υπερβάλλοντος ποσού εντός δύο μηνών. Βάσει των εκτιμήσεων, περί τις 300.000 μη μισθωτών έχουν οφειλές προς τον ΕΦΚΑ. Όσοι οφειλέτες πάντως επιλέξουν να ενταχθούν στη διαδικασία ρύθμισης της οφειλής, προκειμένου να λάβουν τη σύνταξή τους, θα πρέπει να αποδεχθούν ότι αυτή θα είναι μειωμένη, αρχικά κατά 60%, έως ότου το χρέος περιοριστεί στο όριο των 20.000 ευρώ.
Η παρακράτηση ανέρχεται κατ’ ελάχιστον στα 333,3 ευρώ μηνιαίως.Από το σημείο που οι οφειλές πέσουν κάτω από τις 20.000 ευρώ, εφαρμόζεται το παλαιό καθεστώς, της ρύθμισης σε 60 δόσεις και ελάχιστη παρακράτηση 50 ευρώ.Απαραίτητη προϋπόθεση η συμπλήρωση του 67ου έτους ή του 62ου με 40 χρόνια ασφάλισης, καθώς και η ύπαρξη τουλάχιστον 20 ετών ασφαλιστικού βίου.
Όσοι μη μισθωτοί μειώσουν τις συνολικές οφειλές τους στις 30.000 ευρώ ή έχουν εξαρχής χρέη μεταξύ 20.000-30.000 ευρώ και αξιοποιήσουν το νέο σχήμα, θα μπορούν να λαμβάνουν μηνιαία σύνταξη, μειωμένη όμως κατά 60%. Η συγκεκριμένη αυτόματη παρακράτηση/συμψηφισμός με χρέη ορίζεται σε τουλάχιστον 333,3 ευρώ ανά μήνα και κρίνεται απαραίτητη για την περαιτέρω αποκλιμάκωση του χρέους στα επίπεδα των 20.000 ευρώ.
Εφόσον οι οφειλές μειωθούν στις 20.000 ευρώ, τότε θα εφαρμόζεται το μέχρι σήμερα πλαίσιο και θα παρακρατούνται σε μηνιαία βάση κατ’ ελάχιστον 50 ευρώ για διάστημα 5 ετών (60 μήνες), μέχρι την πλήρη εξόφληση/μηδενισμό της οφειλής.