Αλλαγές στον τρόπο συνταξιοδότησης για τους ασφαλισμένους του Δημοσίου με παράλληλη ασφάλιση και διαχωρισμό των «παλιών» μέχρι το 1992 και νέων από το 1993 και μετά, φέρνει εγκύκλιος του ΕΦΚΑ, ενεργοποιώντας τις διατάξεις του νόμου Βρούτση.
Σύμφωνα με τις ως άνω συνταξιοδοτικές διατάξεις, η αίτηση συνταξιοδότησης που υποβάλλεται για να κριθεί βάσει των διατάξεων της διαδοχικής ασφάλισης, εξετάζεται από την αρμόδια υπηρεσία του τ. φορέα ή κλάδου στην οποία ο ασφαλισμένος διένυσε χρόνο ασφάλισης κατά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου σύμφωνα με τη νομοθεσία, υπολογίζοντας το συνολικό χρόνο τόσο για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος όσο και για τον καθορισμό του ποσού της σύνταξης.
Με βάση αυτό το διαχωρισμό ένας δημόσιος υπάλληλος για να συμπληρώσει συνταξιοδοτικό αίτημα, πρέπει να είχε συμπληρώσει το 52ο έτος έως τις 31 Δεκεμβρίου 1992, αν πρόκειται για παλιό συνταξιούχο, ασφαλισμένο από το 1983 μέχρι το 1992 και το 62ο εφόσον έχει υπαχθεί στην ασφάλιση μετά την 1η Ιανουαρίου 1993.
Η εγκύκλιος εκδόθηκε διευκρινιστικά, σε εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου, όπως βέβαια τροποποιήθηκε το 2020 (Νόμος 4670), με τον οποίο καθορίζονται οι προϋποθέσεις απονομής σύνταξης για αιτήματα με διαδοχικό χρόνο ασφάλισης σε ταμεία που εντάχθηκαν στον ΕΦΚΑ, αλλά ενσωματώνει και τις διατάξεις του νόμου Βρούτση σε περίπτωση μη συμπλήρωσης των απαραίτητων ετών.
Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα, για τη χορήγηση σύνταξης γήρατος, στην περίπτωση που τελευταίος φορέας ασφάλισης είναι το Δημόσιο, η εγκύκλιος ξεκαθαρίζει πως θα πρέπει να πληρούνται οι παρακάτω προϋποθέσεις:
- Να έχουν πραγματοποιηθεί στο Δημόσιο 1.000 ημέρες ασφάλισης εκ των οποίων 300 την τελευταία πενταετία πριν από τη διακοπή της ασφάλισης.
- Να έχει συμπληρώσει ο ασφαλισμένος μία από τις προϋποθέσεις θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος με βάση τη νομοθεσία του.
Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για συνταξιοδότηση από το Δημόσιο, τότε το αίτημα κρίνεται από το Ταμείο στο οποίο ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει τον περισσότερο χρόνο ασφάλισης.
Εάν και σε αυτό το ταμείο, ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία του, τότε το συνταξιοδοτικό δικαίωμα κρίνεται με τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης του επόμενου φορέα, κ.ο.κ. Σε περίπτωση που δεν συγκεντρώνονται οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία κάποιου από τους ενταχθέντες, πλην του τελευταίου στον ΕΦΚΑ φορέα, τότε η αίτηση συνταξιοδότησης απορρίπτεται.
Για να ισχύσουν τα παραπάνω, θα πρέπει ο ασφαλισμένος να έχει συμπληρώσει ένα από τα όρια ηλικίας που προβλέπει η νομοθεσία του Δημοσίου. Έτσι, υπογραμμίζεται πως σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις του Δημοσίου, ελάχιστο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης για όσους ασφαλίστηκαν για πρώτη φορά έως 31/12/1992 είναι το 52ο έτος ηλικίας, ενώ για όσους ασφαλίστηκαν από 1/1/1993 και μετά το 62ο έτος.
Όσο για τη συνταξιοδότηση λόγω θανάτου των μελών της οικογένειας του ασφαλισμένου δεν απαιτείται καμία προϋπόθεση.
Κατά συνέπεια για να δικαιωθεί ο ασφαλισμένος ή τα μέλη της οικογένειάς του σύνταξης από τον e-ΕΦΚΑ, με τις διατάξεις της νομοθεσίας του προηγούμενου φορέα στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τον περισσότερο χρόνο (στον οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται ο χρόνος του τελευταίου φορέα), πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπουν οι διατάξεις της νομοθεσίας του με ολόκληρο το χρόνο της διαδοχικής ασφάλισης.
Συγκεκριμένα, για τη χορήγηση σύνταξης γήρατος, στην περίπτωση που τελευταίος φορέας ασφάλισης είναι το τ. Δημόσιο, θα πρέπει να πληρούνται οι παρακάτω προϋποθέσεις:
- Σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 1αα του ν. 4670/2020, θα πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί στο Δημόσιο χίλιες (1.000) ημέρες ασφάλισης εκ των οποίων τριακόσιες (300) ημέρες την τελευταία πενταετία πριν τη διακοπή της ασφάλισης.
- Να έχει συμπληρώσει ο ασφαλισμένος μία από τις προϋποθέσεις θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος με βάση τη νομοθεσία του.