Για αρκετά χρόνια, η Tesla βασίστηκε σε μία σημαντική πηγή εσόδων: την πώληση ρυθμιστικών πιστώσεων (regulatory credits) σε άλλες αυτοκινητοβιομηχανίες που δεν πληρούσαν τις απαιτήσεις εκπομπών ρύπων. Αυτή η τακτική της απέφερε πολλά δισεκατομμύρια δολάρια, στηρίζοντας την κερδοφορία της, ακόμα και σε περιόδους πτώσης πωλήσεων.
Οι ρυθμιστικές πιστώσεις είναι ένα είδος περιβαλλοντικού νομίσματος που χρησιμοποιείται σε διάφορες χώρες (ιδίως στις ΗΠΑ) για να ενθαρρύνει τις αυτοκινητοβιομηχανίες να μειώνουν τις εκπομπές ρύπων και να επενδύουν σε «καθαρές» τεχνολογίες, όπως τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
Οι κυβερνήσεις θέτουν συγκεκριμένα όρια ρύπανσης για κάθε εταιρεία βάσει του στόλου των οχημάτων που πωλεί. Αν μια εταιρεία εκπέμπει λιγότερους ρύπους από το όριο, τότε παίρνει «πιστώσεις συμμόρφωσης». Αντιθέτως, αν ξεπερνά το όριο, πρέπει να αγοράσει αυτές τις πιστώσεις από μια άλλη εταιρεία που έχει «περίσσευμα».
Πώς επωφελήθηκε η Tesla;
Η Tesla, επειδή παράγει αποκλειστικά ηλεκτρικά οχήματα, έχει μηδενικές ή πολύ χαμηλές εκπομπές ρύπων. Έτσι συγκεντρώνει πολλές «πιστώσεις ρύπων» κάθε χρόνο. Δεν τις χρειάζεται η ίδια, αφού δεν υπερβαίνει τα όρια. Τις πουλάει σε άλλες αυτοκινητοβιομηχανίες που κατασκευάζουν κυρίως βενζινοκίνητα ή πετρελαιοκίνητα οχήματα και υπερβαίνουν τα ρυθμιστικά όρια. Με άλλα λόγια, οι παραδοσιακές αυτοκινητοβιομηχανίες πληρώνουν την Tesla για να «σβήσουν» τις δικές τους υπερβάσεις ρύπων.
Όμως το τοπίο αλλάζει ραγδαία. Οι αλλαγές στη νομοθεσία των Ηνωμένων Πολιτειών και οι πολιτικές εξελίξεις έχουν περιορίσει τη ζήτηση για αυτές τις πιστώσεις, οδηγώντας σε δραματική μείωση των σχετικών εσόδων.
Μέσα στο 2024, η Tesla αποκόμισε περίπου 2,17 δισεκατομμύρια δολάρια από τέτοιες ρυθμιστικές πιστώσεις, κυρίως μέσω του προγράμματος CAFE (Corporate Average Fuel Economy). Ωστόσο, με την κατάργηση των προστίμων για τους παραβάτες εκπομπών από την αμερικανική κυβέρνηση, πολλές ανταγωνίστριες εταιρείες δεν έχουν πλέον ανάγκη να αγοράζουν τις πιστώσεις από την Tesla.
Οι προβλέψεις για το 2025 είναι ιδιαίτερα δυσοίωνες: τα έσοδα αναμένεται να πέσουν στα 1,5 δισ. δολάρια, ενώ το 2026 ίσως περιοριστούν στα μόλις 595 εκατομμύρια, με μακροπρόθεσμη εκτίμηση την πλήρη εξαφάνιση της αγοράς αυτών των πιστώσεων έως το 2027.
Η επίπτωση στην Tesla είναι πολύπλευρη. Σε αρκετές περιπτώσεις, τα έσοδα από regulatory credits ήταν αρκετά για να διατηρήσουν θετικό ισολογισμό, κρύβοντας τις απώλειες από την κάμψη στις πωλήσεις ηλεκτρικών οχημάτων. Αν δεν υπήρχαν αυτά τα χρήματα, η εταιρεία θα είχε εμφανίσει ζημιά ήδη από το πρώτο τρίμηνο του 2025. Πλέον, καλείται να βρει νέες πηγές κερδοφορίας σε μια δύσκολη συγκυρία.
Κάμψη και κόπωση στις πωλήσεις Tesla
Οι πωλήσεις της Tesla, ιδιαίτερα σε σημαντικές αγορές όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη, παρουσιάζουν σημάδια κόπωσης. Ο ανταγωνισμός από άλλες εταιρείες ηλεκτρικών οχημάτων, όπως η κινεζική BYD, γίνεται όλο και πιο έντονος. Ταυτόχρονα, η αλυσίδα προμηθειών επηρεάζεται αρνητικά από δασμούς και εμπορικές εντάσεις, ενώ τα πειραματικά προγράμματα όπως το robotaxi δεν έχουν ακόμη αποδώσει έσοδα.
Η συρρίκνωση της αγοράς των ρυθμιστικών πιστώσεων αλλάζει επίσης τις ισορροπίες στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας συνολικά. Οι παραδοσιακές εταιρείες απαλλάσσονται από την υποχρέωση αγοράς αυτών των πιστώσεων, αποκτώντας έτσι περισσότερο περιθώριο για να καθυστερήσουν ή να προσαρμόσουν τις επενδύσεις τους στην ηλεκτροκίνηση. Ταυτόχρονα, η Tesla χάνει ένα βασικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Η εταιρεία καλείται τώρα να αναπροσαρμόσει τη στρατηγική της. Αναλυτές περιμένουν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα οικονομικά αποτελέσματα του δεύτερου τριμήνου, καθώς αναμένεται να αποκαλύψουν την έκταση της ζημιάς. Οι πωλήσεις, η εξέλιξη του κόστους, οι νέες τιμολογιακές πολιτικές αλλά και τα πλάνα για καινοτομίες, όπως τα αυτόνομα οχήματα, θα κρίνουν την ικανότητα της Tesla να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία της στον χώρο της ηλεκτροκίνησης.
Το 2025 ενδέχεται να αποδειχθεί καθοριστική χρονιά. Η εποχή των εύκολων κερδών μέσω κρατικών μηχανισμών φαίνεται πως φτάνει στο τέλος της.
Το ερώτημα είναι εάν η Tesla θα μπορέσει να ανταποκριθεί σε ένα πιο σκληρό, ανταγωνιστικό και λιγότερο προστατευμένο επιχειρηματικό περιβάλλον.