Η Δούμα (Κάτω Βουλή) στη Ρωσία υπερψήφισε νομοσχέδιο που επιτρέπει την επαναλειτουργία των διαβόητων φυλακών Γκούλαγκ. Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας (FSB) θα χειρίζεται ξανά τα δικά της κέντρα κράτησης, μετά την κατάργησή τους με νόμο του 2006.
Η FSB με την έγκριση του νομοσχεδίου θα μπορεί να κρατά υπόπτους ή κατηγορούμενους για προδοσία, κατασκοπεία, τρομοκρατία και εξτρεμισμό στις εγκαταστάσεις που ελέγχει η ίδια και όχι το ομοσπονδιακό κράτος.
Η ρύθμιση αυτή καταργεί νόμο του 2006, ο οποίος είχε μεταφέρει την εποπτεία των εγκαταστάσεων στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Φυλακών, σε συμμόρφωση με τις συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η κίνηση αυτή είναι σίγουρα ένα πισωγύρισμα όσον αφορά τον εκδημοκρατισμό των σχετικών διαδικασιών στη Ρωσία.
Όσοι υποστηρίζουν το νέο νόμο στη Ρωσία επικαλούνται αυξημένη δραστηριότητα ξένων υπηρεσιών πληροφοριών και τρομοκρατικές απειλές, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022.
Αν και το νομοσχέδιο τυπικά επαναφέρει στην FSB τον έλεγχο των «ειδικών κέντρων κράτησης», επικριτές τονίζουν ότι η συγκεκριμένη υπηρεσία δεν είχε χάσει ποτέ την επιρροή της σε εγκαταστάσεις κράτησης, όπως η διαβόητη φυλακή Λεφορτόβο στη Μόσχα, γνωστή για τη σύνδεσή της με τις υπηρεσίες ασφαλείας και για την κράτηση προσώπων, όπως ο Αμερικανός δημοσιογράφος Έβαν Γκερσκοβιτς.
Επίσης το κέντρο κράτησης στο Ταγκανρόγκ – όπου κρατούνται Ουκρανοί αιχμάλωτοι – τελεί επίσης υπό τον έλεγχο της FSB και υπάρχουν πολλές καταγγελίες για βασανιστήρια και κακομεταχείριση.
Ο νέος νόμος είναι στην ουσία μια γενικότερη προσπάθεια να γίνουν πιο αυστηροί οι εσωτερικοί έλεγχοι και να ενισχυθούν οι εξουσίες επιτήρησης, μέτρα που χρησιμοποιούνται για την καταστολή, τον εκφοβισμό και την εδραίωση της εξουσίας του Κρεμλίνου.
Η αρμοδιότητα της FSB στις φυλακές έχει ιστορική συνέχεια από την εποχή της NKVD (επί εποχής Στάλιν), η οποία διατηρούσε εκτεταμένο δίκτυο κέντρων κράτησης και καταναγκαστικής εργασίας κατά τις μαζικές εκκαθαρίσεις του Σοβιετικού ηγέτη κατά τις δεκαετίες του ’30 και του ’40.
Αν και πολλά από αυτά τα κέντρα έκλεισαν μετά τον θάνατο του Στάλιν, η KGB –προκάτοχος της FSB– διατήρησε ειδικά κρατητήρια για αντιφρονούντες και υπόπτους κατασκοπείας.
Τι ήταν τα Γκούλαγκ
Η ονομασία Γκουλάγκ είναι το αρκτικόλεξο της σοβιετικής υπηρεσίας «Κύρια Διεύθυνση Καταυλισμών» (Glavnoe Upravlenie Lagerei), που επόπτευε τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στην πρώην Ε.Σ.Σ.Δ., όπου εξορίζονταν οι πάσης φύσεως αντιφρονούντες πολιτικοί κρατούμενοι και γενικώς ύποπτοι.
Στην κυριολεξία λοιπόν Γκούλαγκ δεν λέγονταν τα στρατόπεδα, αλλά η κρατική υπηρεσία που ήταν υπεύθυνη για τη διαχείρισή τους. Μία άλλη υπηρεσία, η Ντάλστροϊ, ήταν υπεύθυνη για την εμπορική εκμετάλλευση των προϊόντων που παρήγε η καταναγκαστική εργασία.
Τα στρατόπεδα της Γκούλαγκ έγιναν διαβόητα, καθώς εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που κρατούνταν στις φυλακές αυτές εξαφανίζονταν και έχαναν κάθε επαφή με τις οικογένειες τους, βασανίζονταν και έμεναν φυλακισμένοι σε άθλιες και φρικώδεις συνθήκες διαβίωσης για χρόνια, συχνά χωρίς καν νόμιμες δικαστικές διαδικασίες.
Στη Δύση έγιναν γνωστά το 1973 μέσω της δημοσίευσης του έργου «Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ» του νομπελίστα Ρώσου συγγραφέα Αλεξάντρ Ισάγεβιτς Σολζενίτσιν (άρχισε να γράφεται το 1959).
Τα πρώτα στρατόπεδα ιδρύθηκαν το 1918 και νομιμοποιήθηκαν με την απόφαση «Για τη δημιουργία στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας» της 15 Απριλίου 1919. Το σύστημα αυτό εξαπλώθηκε γρήγορα, φτάνοντας σε πληθυσμό τις 100.000 στη δεκαετία του 1920 (αργότερα εκατομύρια), με πολύ υψηλή θνησιμότητα.
Η μαζική εξάπλωση του Γκούλαγκ σημειώθηκε επί Στάλιν, ιδίως κατά τις Μεγάλες Εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του 1930, όταν η παραμικρή ένδειξη «αντεπαναστατικής» σκέψης αρκούσε για να οδηγήσει χιλιάδες πολίτες σε στρατόπεδα εξορίας.