H τελευταία ευκαιρία για την Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανία

Η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθεί επί δεκαετίες να διαμορφώσει μια ενιαία αμυντική πολιτική και βιομηχανική συνεργασία. Μπορεί να τo πετύχει;

Rafale © pixabay

Ο πόλεμος στην Ουκρανία, που ξεκίνησε το 2014, με τη βίαιη προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία, κορυφώθηκε το 2022 με την εισβολή και κατάκτηση του 20% της χώρας [και συνεχίζεται με τεράστιες οικονομικές επιπτώσεις] λειτούργησε ως σημείο καμπής για ολόκληρη την Ευρώπη.

Για πρώτη φορά μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, τα σύνορα της Γηραιάς Ηπείρου μετατράπηκαν ξανά σε εμπόλεμη ζώνη. Πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης —ειδικά εκείνες που συνορεύουν με τη Ρωσία— αισθάνονται ότι βρίσκονται στην πρώτη γραμμή μιας ενδεχόμενης επέκτασης της ρωσικής επιθετικότητας. Η ανάγκη για ενίσχυση της άμυνας και της αποτρεπτικής ικανότητας βρίσκεται ξανά και όψιμα στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής ατζέντας.

Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί εδώ και δύο δεκαετίες (στην ουσία από τη δεκαετία του ’90) να διαμορφώσει μια ενιαία αμυντική πολιτική και βιομηχανική βάση. Ωστόσο, τα αποτελέσματα μέχρι σήμερα παραμένουν αποσπασματικά έως αποτυχημένα. Οι πολλαπλές πολιτικές και νομοθετικές πρωτοβουλίες δεν έχουν καταφέρει να ξεπεράσουν τον εθνικό κατακερματισμό, την έλλειψη εμπιστοσύνης και την εξάρτηση από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, προστίθεται μια ακόμη πρόκληση: η τεχνολογική μεταμόρφωση του σύγχρονου πολέμου. Τα drones, η τεχνητή νοημοσύνη, οι κυβερνοεπιθέσεις και ο ασύμμετρος πόλεμος πληροφοριών ανατρέπουν τις παραδοσιακές στρατηγικές ισορροπίες και φέρνουν στην επιφάνεια ερωτήματα όχι μόνο στρατιωτικά, αλλά πολιτικά και ηθικά. Η Ευρώπη βρίσκεται σήμερα μπροστά σε ένα δίλημμα: θα εξακολουθήσει να παρακολουθεί αδρανής τις εξελίξεις ή θα ηγηθεί ενός νέου μοντέλου συλλογικής ασφάλειας και στρατηγικής αυτονομίας;

Δεκαετίες προσπαθειών πήγαν χαμένες;

Η ΕΕ γεννήθηκε τυπικά το 1993 με τη συνθήκη του Μάαστριχτ, ταυτόχρονα με την τελική μορφή της νομισματικής ένωσης (ευρώ), αλλά προϋπήρχε ως ΕΟΚ, Δυτική Ένωση [και με πολλά άλλα ονόματα] από το 1948.

Η ιδέα μιας κοινής ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής δεν είναι καινούρια. Το ζήτημα της δημιουργίας «Ευρωστρατού» τέθηκε για πρώτη φορά από τη Γαλλία το 1950 από τον τότε Πρωθυπουργό και Πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης, Ρενέ Πλεβέν. Το σχέδιο, που ήταν μια απάντηση στα σχέδια των ΗΠΑ για τον επανεξοπλισμό της Δυτικής Γερμανίας, προέβλεπε μια Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα έξι χώρων (Γαλλία, Δυτική Γερμανία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο και Ιταλία).

Επιδίωξη του σχεδίου ήταν ο σχηματισμός μίας πανευρωπαϊκής αμυντικής δύναμης, ως εναλλακτική λύση στην πρόταση προσχώρησης της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ, σε περίπτωση σύγκρουσης με το Σοβιετικό μπλοκ. Το σχέδιο αυτό απορρίφθηκε από την ίδια τη Γαλλία το 1954, καθώς υπήρξε ανησυχία του Παρισιού για τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι επίσης το 1954 δημιουργήθηκε η περίφημη Δυτικο-Ευρωπαϊκή Ένωση (ΔΕΕ), μια συμμαχία 9 ευρωπαϊκών κρατών (μεταξύ τους και η Ελλάδα το 1995) με φιλοδοξία να αποτελέσει τον ευρωπαϊκό βραχίονα/συμπλήρωμα του ΝΑΤΟ, με σαφή στρατιωτικό χαρακτήρα και πρόγευση ευρωστρατού. Περιέργως η πρωτοβουλία αυτή δεν υλοποιήθηκε ποτέ και σταδιακά η ΔΕΕ αφέθηκε να παρακμάσει μέχρι που απορροφήθηκε από γραφειοκρατικές υπηρεσίες της ΕΕ με τη Συνθήκη της Λισαβόνας και το 2011 διαλύθηκε οριστικά.
Κατόπιν η αποτυχία της ΕΕ σε κρίσιμες στρατιωτικές επεμβάσεις, όπως στη Γιουγκοσλαβία στη δεκαετία του ΄90, οδήγησε σταδιακά στην πολιτική και αμυντική περιθωριοποίηση της ΕΕ και στην πλήρη επικράτηση των ΗΠΑ στην Ευρώπη.

Δεν είναι τυχαίο που, ακόμα και σήμερα, αν ψάξει κανείς την Ιστορία της ΕΕ θα βρει δεκάδες αρκτικόλεξα, ΚΠΑΑ (Κοινή Πολιτική Άμυνας & Ασφάλειας), EUGS, EDIP, EDF, EDA, PESCO, CARD, CSDP, κλπ, μέχρι τα πρόσφατα ReArm, SAFE, που θα χρειαζόταν κανείς μελέτη ωρών ή και σεμινάρια για να αντιληφθεί το βάθος της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών, που παράγει θεωρίες και κείμενα στα χαρτιά ή στις οθόνες, αλλά σπάνια απτά αποτελέσματα επί του πεδίου.

Μετά το 2004, όταν ιδρύθηκε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας (EDA), η ΕΕ προσπάθησε ξανά να δημιουργήσει ένα συνεκτικό πλαίσιο για την ανάπτυξη αμυντικών δυνατοτήτων και τη στήριξη της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Οι πρωτοβουλίες αυτές πολλαπλασιάστηκαν τα τελευταία χρόνια, με παραδείγματα:

• EDIP (European Defence Industrial Policy): Η πρώτη απόπειρα χάραξης κοινής πολιτικής για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανικής βάσης.
• EDTIB (European Defence Technological and Industrial Base): Στόχος η δημιουργία μιας ανταγωνιστικής και τεχνολογικά προηγμένης βιομηχανίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
• CDP (Capability Development Plan) και CARD (Coordinated Annual Review on Defence): Εργαλεία για τη χαρτογράφηση των ελλείψεων και τον καλύτερο συντονισμό των επενδύσεων των κρατών μελών.
• PESCO (Permanent Structured Cooperation): Θεσμικό πλαίσιο για την ανάπτυξη συνεργατικών αμυντικών προγραμμάτων μεταξύ πρόθυμων κρατών-μελών.
• EDF (European Defence Fund): Ταμείο ενίσχυσης έρευνας και ανάπτυξης στον τομέα της άμυνας.
SAFE & reArm (μετά το 2022 έως και σήμερα): Πρωτοβουλίες που επιδιώκουν την άμεση ενίσχυση της παραγωγικής ικανότητας της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, με στόχο την κάλυψη των κενών που ανέδειξε η ουκρανική κρίση.

Ωστόσο, παρά τις θεσμικές και θεωρητικές προσπάθειες, η πραγματικότητα παραμένει πεισματικά κατακερματισμένη. Οι αμυντικές βιομηχανίες λειτουργούν ακόμη με όρους εθνικού συμφέροντος, συχνά ανταγωνίζονται μεταξύ τους και σπάνια υλοποιούνται προγράμματα κοινής παραγωγής ή προμήθειας. Οι περισσότερες αμυντικές δαπάνες κατευθύνονται σε μη ευρωπαϊκούς προμηθευτές —κυρίως στις ΗΠΑ— και η έννοια της «στρατηγικής αυτονομίας» συχνά παραμένει περισσότερο ρητορική παρά ουσιαστική.

Καταλύτης εξελίξεων ο Πόλεμος στην Ουκρανία

Η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 αποτέλεσε τον πιο ισχυρό καταλύτη για την αναθεώρηση των αμυντικών πολιτικών στην Ευρώπη. Οι ανατολικοευρωπαϊκές χώρες —όπως η Πολωνία, οι Βαλτικές Δημοκρατίες, η Τσεχία και η Ρουμανία— αντιλήφθηκαν την εισβολή όχι μόνο ως απειλή για την Ουκρανία, αλλά ως πρόβα μιας πιθανής ευρύτερης σύγκρουσης. Πολλές από αυτές έχουν αυξήσει κατακόρυφα τις αμυντικές τους δαπάνες και αναθεωρούν τη δομή των ενόπλων τους δυνάμεων με ταχύτατους ρυθμούς.

Αυτές οι χώρες, αλλά και άλλες πολύ μεγαλύτερες και ισχυρότερες, διαπιστώνουν ότι μόνες τους είναι παντελώς ανίκανες να αντιμετωπίσουν μια απειλή όπως η Ρωσία. Η μοναδική περίπτωση σωτηρίας είναι η ένταξη και η ενίσχυση μιας ισχυρής συμμαχίας όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ, με παράλληλη ενδυνάμωση των εθνικών τους ενόπλων δυνάμεων με σύγχρονα δυτικά όπλα.

Η μεγαλύτερη μεταστροφή σημειώθηκε στη Γερμανία. Η κυβέρνηση Σολτς, υπό την πίεση των γεγονότων, ανακοίνωσε το 2022 ένα έκτακτο ταμείο 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για τον εκσυγχρονισμό της Μπούντεσβερ, που μπορεί να επεκταθεί σε μισό τρισ. ευρώ στα επόμενα χρόνια. Πρόκειται για μια θεαματική στροφή σε μια χώρα που για δεκαετίες είχε ακολουθήσει μια σχεδόν ουδέτερη ως «πασιφιστική» προσέγγιση στην άμυνα, εστιάζοντας κυρίως στις εξαγωγές όπλων και λιγότερο στην επιχειρησιακή ετοιμότητα.

Η ουκρανική κρίση λειτούργησε επίσης ως καταλύτης για την ενίσχυση της συνεργασίας ΕΕ–ΝΑΤΟ, αλλά και για τον επαναπροσδιορισμό της αξίας του στρατηγικού βάθους, της ανθεκτικότητας και της βιομηχανικής αυτάρκειας. Ωστόσο, παραμένει ανοικτό το ερώτημα αν αυτή η «επιστροφή στην άμυνα» θα οδηγήσει σε μια ισχυρότερη, κοινή ευρωπαϊκή στρατιωτική ταυτότητα ή απλώς σε ένα νέο κύμα εξοπλιστικών ανταγωνισμών.

Η Αμυντική Βιομηχανία της Ευρώπης

Οι βασικοί «παίκτες» σήμερα στην ευρωπαϊκή αμυντική αγορά είναι οι: BAE Systems (Βρετανία), Airbus Defence & Space (πολυεθνική), Leonardo (Ιταλία), Rheinmetall, Krauss-Maffei (Γερμανία) και Thales, Dassault, Naval Group (Γαλλία). Τα πράγματα έγιναν πιο περίπλοκα και δύσκολα μετά το Brexit, καθώς η Βρετανία είναι και σημαντική πυρηνική δύναμη.

German_Air_Force_Airbus_A400M_(out_cropped)

To εξαιρετικό μεταγωγικό A400M της Airbus έχει αγοραστεί από μόλις 5 κράτη μέλη της ΕΕ και την Τουρκία μεταξύ τρίτων χωρών © Wikimedia Commons/Peng Chen

Φυσικά υπάρχουν πολλές άλλες μεσαίες και μικρότερες και αξίζει να σημειωθεί ότι όλες οι μεγάλες ευρωπαϊκές αμυντικές επιχειρήσεις, όπως οι παραπάνω, είναι κερδοφόρες. Συνεπώς δεν έχουν λόγο να αλλάξει το ισχύον καθεστώς που εξασφαλίζει την κερδοφορία τους, σε ότι αφορά την επιρροή τους στους πολιτικούς που αποφασίζουν για ευρωπαϊκές κοινές κατευθύνσεις και συνεργασίες. Ακόμα κι όταν αναγκάζονται -ή επιδιώκουν- μεγάλες συγχωνεύσεις για καλύτερα αποτελέσματα. Αυτό άλλωστε είναι φαινόμενο που το είδαμε και στις ΗΠΑ τις τελευταίες δεκαετίες (Lockheed – Martin, Boeing – McDonnell Douglas, Northtrop – Grumman, κλπ).

Τα κυριότερα προβλήματα των ευρωπαϊκών βιομηχανιών όμως δεν είναι η επίτευξη κέρδους αλλά ο εσωτερικός και εξωτερικός ανταγωνισμός, καθώς και τα εκθετικά αυξανόμενα επενδυτικά κεφάλαια που απαιτούνται για νέα οπλικά συστήματα και το συνεπαγόμενο υψηλότατο ρίσκο.

Για παράδειγμα το επόμενο ευρωπαϊκό μαχητικό 6ης γενιάς κατανέμεται σε δύο ανταγωνιστικά προγράμματα: το γαλλο-γερμανο-ισπανικό FCAS και το αγγλο-ιταλο-ιαπωνικό GCAP. Τα επενδυτικά κεφάλαια έρευνας και ανάπτυξης (R&D) είναι τεράστια και ως ένα βαθμό γίνεται «σπατάλη», διότι είναι απίθανο να είναι εξίσου πετυχημένα και τα δύο, δεδομένης της τεχνολογικής κυριαρχίας των Αμερικανών στον τομέα αυτόν.

Η ταυτόχρονη ύπαρξη δύο προγραμμάτων ενώνει και διχάζει: οικονομικά, τα R&D θα ξεπεράσουν τα $500 δισ. — κινδυνεύοντας από διάσπαση πόρων και επανάληψη/υπέρβαση κόστους.
Αξίζει εδώ να αναφέρουμε κάποια πολύ πετυχημένα ευρωπαϊκά παραδείγματα συνεργασίας που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μοντέλο για το μέλλον. Πχ. το κονσόρτσιουμ της Airbus καταγράφει επιτυχίες τόσο στην πολιτική αεροπορία όσο και στην πολεμική. H ΜΒDA που ειδικεύεται στους πυραύλους είναι άλλο ένα πετυχημένο παράδειγμα, καθώς αποτελεί σύμπραξη της Airbus με την ΒΑΕ και τη Leonardo.

Aπό την άλλη η αντοχή της γαλλικής Dassault που παραμένει ανεξάρτητη δημιουργεί έντονο ευρω – ανταγωνισμό, παρόλο που τα προϊόντα της είναι πολύ πετυχημένα, όπως το Rafale. Άγνωστο όμως τι τύχη θα έχει στο μέλλον. Ταυτόχρονα το ανταγωνιστικό γαλλο-βρετανικό Eurofighter αντιμετωπίζει προβλήματα περαιτέρω εξέλιξης λόγω έλλειψης παραγγελιών και πρόωρης γήρανσης. Αν ματαιωθεί και η αναμενόμενη παραγγελία των Τούρκων τα πράγματα θα είναι δύσκολα για την κοινοπραξία.

Στο μεταξύ οι παραγγελίες του F-35 παραμένουν υψηλές ενώ αναμένεται περαιτέρω σκληρός ανταγωνισμός από το διάδοχο F-47 και την κατακλυσμιαία επικράτηση των κάθε είδους drones σε αέρα, γη και θάλασσα (Ουκρανία, Τουρκία, δύο μόνο παραδείγματα χωρών, που μάλιστα συνεργάζονται στενότατα).

Θα συνεχίσει η Ευρώπη να αγοράζει αμερικανικά;

Με το ΝΑΤΟ να ανεβάζει σημαντικά τον πήχη των δαπανών μέχρι το 2035, πολλές ευρωπαϊκές χώρες — σε συνδυασμό με αμερικανικές πιέσεις και δεσμεύσεις — φαίνεται να συνεχίσουν τις αγορές F – 35 (π.χ. Πολωνία, Βέλγιο, Φινλανδία). Ωστόσο, η αυξημένη δαπάνη μπορεί να μετατοπίσει πόρους προς ευρωπαϊκές επιλογές διότι κάποιες θα χρηματοδοτήσουν τα FCAS/GCAP.
Ο Tραμπ απαίτησε -και πρόσφατα πέτυχε- αύξηση 5% σε κρατικές αμυντικές δαπάνες στο ΝΑΤΟ (και κατ’ επέκταση στην ΕΕ) με ξεκάθαρο στόχο να ενισχύσει την αμερικανική βιομηχανία, ενώ παράλληλα επιβάλλει πιέσεις που στην πράξη ακυρώνουν κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές.

Το γεγονός ότι το 64% των εισαγωγών όπλων μεταξύ 2020–24 στα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ ήταν αμερικανικής κατασκευής αντικατοπτρίζει την βαθιά εξάρτηση της Γηραιάς Ηπείρου από τις ΗΠΑ (το αντίστοιχο ποσοστό κατά τη δεκαετία 2015-19 ήταν 52%). Αν δεν αντιστραφεί αυτή η τάση με το νέο ευρωπαϊκό σχεδιασμό, όχι μόνο δεν θα δούμε «ενιαία ευρωπαϊκή βιομηχανία» αλλά περαιτέρω διείσδυση και κυριαρχία αμερικανικών βιομηχανιών στην Ευρώπη.

Η Ευρώπη λοιπόν ανταποκρίνεται διχασμένα. Κάποιοι βλέπουν ευκαιρία (Ιταλία, Γαλλία) να ισχυροποιήσουν τη δική τους αμυντική βιομηχανία, ενώ άλλοι (Ολλανδία, Σουηδία, Πολωνία) θεωρούν ότι χρειάζονται την αξιοπιστία & διαθεσιμότητα των ΗΠΑ.

Η ευρωπαϊκή βιομηχανία βρίσκεται σε σημείο καμπής: για να διατηρήσει στρατηγική αυτονομία και συγκριτικό πλεονέκτημα, πρέπει να ολοκληρώσει τα προγράμματα μαχητικών 6ης γενιάς FCAS/GCAP έγκαιρα (ήδη σημειώνονται καθυστερήσεις), να επιβάλει αντισταθμιστικά «αγοράζετε ευρωπαϊκά» στα κράτη μέλη της ΕΕ και να διαπραγματευτεί όρους ισότιμους με αυτούς του Tραμπ, στο πλαίσιο ενός σύγχρονου «fair share» συστήματος.

Drones, Τεχνητή Νοημοσύνη, νέες τεχνολογίες αλλάζουν τα δεδομένα

Η ΕΕ βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο: ή θα επενδύσει μαζικά σε έρευνα και καινοτομία εις βάρος «παραδοσιακών» μεγάλων εξοπλιστικών (φρεγάτες, MBTs), ή θα συνεχίσει την αγορά αμερικανικών ή ισραηλινών συστημάτων.

Πολλές χώρες πχ. εξακολουθούν να επενδύουν σε πανάκριβες μεγάλες φρεγάτες. Η σημασία τέτοιων δαπανηρών πλοίων αμφισβητείται έντονα στο σημερινό καθεστώς των drones και εξελιγμένων πυραύλων, ειδικά σε κλειστές θάλασσες, όπου δημιουργείται εύκολα περιβάλλον κορεσμού, ενώ είναι δύσκολο να αναχαιτιστούν επερχόμενα βλήματα και drones, είτε με αντιαεροπορικά, είτε με συνοδεία μαχητικών ή ηλεκτρονικά αντίμετρα. Έστω και ένα όπλο να διεισδύσει της αμυντικής περιμετρικής γραμμής το σκάφος κινδυνεύει να αχρηστευθεί ή και να βυθιστεί, όπως είδαμε σε ανάλογο πραγματικό περιβάλλον μάχης και μάλιστα επί εποχής προ drones (Πόλεμος στα Φόκλαντς) αλλά και μετά (Ουκρανία, Μαύρη Θάλασσα).

Ένα αισιόδοξο σενάριο

Για να πετύχει ένα πανευρωπαϊκό πρόγραμμα, χρειάζεται:

1. Ενιαία Βιομηχανική Εταιρεία – Consortium (π.χ. τύπου «Airbus Defence»)
– Κάθε χώρα αναλαμβάνει συγκεκριμένο υποσύστημα: π.χ. κινητήρα (Γερμανία/Ιταλία), αεροδυναμική άτρακτο (Γαλλία), ηλεκτρονικά (Ισπανία, Σουηδία, Πολωνία), drones (Βέλγιο, Τσεχία).
– Το μερίδιο εργασίας καθορίζεται με βάση το ΑΕΠ, τη βιομηχανική ικανότητα και την τεχνογνωσία, όχι την αιτηθείσα εγχώρια παραγωγή.
2. Κοινή Συμβολή & Κοινή Παραγωγή
– Όλοι οι συμμετέχοντες αποκτούν πρόσβαση στα οπλικά μέσα (όχι μόνο οι κύριες δυνάμεις).
– Η αγορά λειτουργεί έτσι: όλοι συνεισφέρουν στον προϋπολογισμό, όλοι αγοράζουν το προϊόν – όπως έγινε με το F-35 στο ΝΑΤΟ.
3. Διαφάνεια & Συμφωνία Υπογραφής
– Υπογράφεται Treaty “European Defence Production Pact” με δεσμευτικές διατάξεις για εργασίες και απαγόρευση παράλληλων εθνικών/διπλών προγραμμάτων.
4. Χρηματοδότηση από τα Ταμεία reArm/SAFE/SEAP
– Η ΕΕ δεσμεύει μέρος από τα κονδύλια για SAFE και ReArm για καθαρά πανευρωπαϊκά προγράμματα (και όχι προσμίξεις με προγράμματα τρίτων χωρών)
– Αν μια χώρα επιστρέψει στο εθνικό πρόγραμμα, χάνει ποσοστό χρηματοδότησης.
5. Μηχανισμός «Kill Switch»
– Αν ξεκινήσει εθνικό πρόγραμμα παράλληλα, σταματά την ευρωπαϊκή συμμετοχή, για να αποθαρρύνονται διπλές προσπάθειες – λογική “άν δεν είσαι μέσα, δεν παίρνεις τίποτα”.

Με τη σωστή φόρμουλα — κοινά προγράμματα, δίκαιος καθορισμός ρόλων, συνεργασία βάσει ικανοτήτων και ομογενοποίηση χρηματοδότησης — η Ευρώπη μπορεί να έχει ενιαία δύναμη μαχητικών 6ης γενιάς, ενιαία άρματα, κοινές φρεγάτες, drones και πολλά άλλα ακόμα, όπως κοινά κέντρα εκπαίδευσης, διοίκησης, αποθήκευσης, ειδικών αποστολών.
Αν το καταφέρει, έχουμε στρατηγική αυτονομία και βιομηχανική κυριαρχία. Αν αποτύχει, οδηγούμαστε σε επικάλυψη πολλαπλών προγραμμάτων, σπατάλη πόρων, και ματαίωση κοινών στόχων, με περαιτέρω εξάρτηση από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ.

Συμπεράσματα και Προοπτικές

Μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει έστω και ως μοντέλο ή ως πρακτική υπόθεση εργασίας ενιαία ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, παρά μόνο πετυχημένα παραδείγματα, όπως η Αirbus (Defence & Civil). Αυτό το μοντέλο ίσως πρέπει να αντιγράψει και διευρύνει η ΕΕ, ή κάτι σαν το πρόγραμμα F-35 χωρίς τα λάθη, υπερβάσεις κόστους, αλλά και τις καθυστερήσεις των Αμερικανών.

Ο ρόλος της Ελλάδας εντός της ΕΕ είναι κρίσιμος διότι αν αποτύχει το ευρω-πείραμα και αυτή τη φορά, μάλλον δεν θα πετύχει ποτέ. Ίσως έχουμε μαζί τους μια τελευταία ευκαιρία, αφού μόνοι μας δεν καταφέραμε ως τώρα τίποτα το εξαιρετικό στον αμυντικό τομέα και η ελληνική αμυντική βιομηχανία παραμένει συρρικνούμενη και αμελητέα. Περιφερειακές δυνάμεις εκτός ΕΕ (Κίνα, Τουρκία, Ρωσία) περιμένουν τέτοιες αποτυχίες για να τις εκμεταλλευτούν – όταν δεν τις εκμεταλλεύονται ήδη.

Μήπως μετά από όλα αυτά η οραματιζόμενη ενιαία ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, όπως και ο ευρωστρατός, αποτελούν ουτοπίες?
Η ουτοπία είναι ίσως βαριά λέξη αλλά θα μπορούσε να είναι πολιτικό στοίχημα με υψηλό κόστος αποτυχίας. Υπάρχουν τρεις βασικές αδυναμίες:

1. Η ΕΕ δεν είναι ομοσπονδία και μάλλον δεν θα γίνει ποτέ: Δεν υπάρχει ένας «Υπουργός Άμυνας της Ευρώπης» που να πει: «Αυτό το μαχητικό θα το φτιάξουμε όλοι μαζί». Αντίθετα, η κάθε χώρα θέλει veto, ποσοστά, αντισταθμιστικά (το veto αντικαθίσταται δειλά με πλειοψηφία αλλά χρειάζεται περισσότερη τόλμη).
2. Η αλληλοεξάρτηση είναι χαμηλή: Η Γαλλία δεν θα αγοράσει Gripen, ούτε η Σουηδία Rafale. Άρα, τι σημαίνει «ευρωπαϊκή συνεργασία» αν δεν αγοράζουμε ο ένας από τον άλλον;
3. Ο ΝΑΤΟικός Παράγοντας: Οι ΗΠΑ δεν έχουν συμφέρον να δημιουργηθεί ευρωστρατός που δεν θα εξαρτάται από αυτούς — και γι’ αυτό πιέζουν ώστε οι χώρες να αγοράζουν F-35 αντί για Εurofighter ή Rafale.

Δεσμεύτηκαν ότι θα δώσουν 800 δισεκατομμύρια ευρώ από το ταμείο της ΕΕ για χρηματοδοτήσεις αμυντικών συμπράξεων. Αν οι εταιρείες δεν καταφέρουν να συνεργαστούν μεταξύ τους, ποιος έχει υπολογίσει το κόστος των χαμένων κονδυλίων από ματαίωση κοινών προγραμμάτων; Πόσο εφικτό είναι να επιστραφούν χρηματοδοτήσεις που ξοδεύτηκαν – ακόμα κι αν αυτό προβλέπεται;

Η οικονομική ισχύς της Ευρώπης, απαραίτητη προϋπόθεση για ακριβές υποθέσεις όπως η άμυνα, αναμένεται να μειωθεί σε σχετικές τιμές, καθώς το ΑΕΠ της θα αντιστοιχεί σε κάτι λιγότερο από το 20% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2030, έναντι ποσοστού περίπου 22% σήμερα.

Η Ευρώπη γερνά γρήγορα και με μέσον όρο ηλικίας τα 45 έτη, το 2030 θα είναι η περιοχή με τον γηραιότερο πληθυσμό στον κόσμο. Κάτι το οποίο αναμένεται να επηρεάσει και τον σχεδιασμό για την δημιουργία κοινού ευρωπαϊκού στρατού. Για πρώτη φορά μετά τον Β’ ΠΠ υπάρχει πραγματικός κίνδυνος για τους νεαρούς ενηλίκους της σημερινής γενιάς να βρεθούν σε χειρότερη θέση απ’ ό,τι οι γονείς τους.

Η ΕΕ χρειάζεται ολική μεταμόρφωση στο αμυντικό τομέα για να αντιμετωπίσει νέες προκλήσεις από παλιές και νέες αμυντικές δυνάμεις εκτός Ευρώπης. Ο εφησυχασμός δεν αποτελεί εναλλακτική και τα γεμάτα από φόρους κοινοτικά ταμεία -ή η επιβολή νέων φόρων- δεν επαρκούν. Απαιτείται ενιαίο όραμα, αποφασιστικότητα και καλύτερη διαχείριση πόρων. Μπορούν να το πετύχουν οι Ευρωπαίοι ηγέτες;