Τα νερά του Ειρηνικού μόνο ειρηνικά δεν είναι τον τελευταίο καιρό, 80 χρόνια από τη βίαιη και δραματική λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Πίσω από τους δύο εμφανείς πρωταγωνιστές, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Αυστραλία και άλλοι δυτικοί σύμμαχοι ετοιμάζονται να υπερασπιστούν τη μικρή Ταϊβάν, ενώ η Ρωσία, αν και σύμμαχος της Κίνας, είναι απασχολημένη στην Ουκρανία. Φυσικά δεν θα μπορέσει να βοηθήσει το Πεκίνο, όταν καταδέχεται στρατιώτες από τη Βόρεια Κορέα. Όμως η Μόσχα παρέχει δωρεάν σε επίδοξους εισβολείς το καλύτερο μάθημα ισχύος κατά ενός αδύναμου γείτονα. Ο Σι Τζινπίνγκ σταθμίζει αντιδράσεις και κάνει ανάλογους υπολογισμούς – και ασκήσεις.

Kίνα και Ταϊβάν (ROC) © Wikimedia Commons
Αν ο Τραμπ, στην περίπτωση της Ουκρανίας, έκανε «τα στραβά μάτια» στο φίλο του Πούτιν, γιατί άραγε θα πράξει αντίθετα αν απειληθεί η ανεξαρτησία της Ταϊβάν; Θα έλεγε ποτέ στους Ταϊβανέζους ότι «δεν έχουν χαρτιά» και θα τους ταπείνωνε δημόσια όπως τον Ζελένσκι; Ξέρει ότι δεν τον παίρνει διότι με την Κίνα η σκακιέρα -και όσα διακυβεύονται- είναι πολλαπλάσια σε σχέση με τη Ρωσία.
Tο ερώτημα όπως πάντα έχει οικονομική/εμπορική, βιομηχανική και γεωπολιτική απάντηση, αλλά σίγουρα δεν έχει αναλογίες που να οδηγούν σε εύκολα συμπεράσματα και προβλέψεις.
Ο αστάθμητος Τραμπ εφαρμόζει σε Μόσχα και Πεκίνο δύο μέτρα και δύο σταθμά. Αλλά αυτό ίσως απέχει από το να είναι παράγοντας που συγκρατεί (ή ωθεί) το Πεκίνο από το να εισβάλλει. Ταυτόχρονα οι πιθανότητες ειρηνικής, διπλωματικής λύσης είναι απείρως μικρότερες του ουκρανικού – που «θα το τελείωνε ο πρόεδρος εντός 24 ωρών».
Nαυτικές ασκήσεις ανεβάζουν επικίνδυνα το θερμόμετρο
Την ώρα που το μέτωπο του πολέμου στην Ουκρανία όχι μόνο δεν λέει να κλείσει αλλά αναζωπυρώνεται και η διένεξη στη Γάζα συνεχίζεται, με τις διαπραγματεύσεις για εκεχειρία να είναι πιθανό να καταρρεύσουν, οι αναλυτές έχουν ανοίξει νέα, πιο καυτή συζήτηση: μπορεί να είναι ο Ειρηνικός ένα νέο Μέτωπο, μια νέα εστία Πολέμου;
Οι ένοπλες δυνάμεις της Κίνας «απλώνουν πλέον τα δίχτυα τους» βαθύτερα στον Ειρηνικό Ωκεανό, στέλνοντας αεροπλανοφόρα και μαχητικά αεροσκάφη σε περιοχές που μέχρι πρότινος θεωρούνταν απροσπέλαστες για το Πεκίνο. Αυτή η στρατιωτική επέκταση δεν είναι απλώς μια επίδειξη ισχύος. Αποτελεί ξεκάθαρο μήνυμα ότι η Κίνα είναι έτοιμη να υπερασπιστεί την «πίσω αυλή» της, αλλά και να προκαλέσει τους παραδοσιακούς συσχετισμούς δύναμης στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού.

Kινεζικές ναυτικές ασκήσεις © Χ.com/China DoD
Το Πεκίνο, που εδώ και χρόνια θεωρεί «ανάμειξη σε εσωτερικές υποθέσεις της» τις κινήσεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στην περιοχή, σκληραίνει τώρα τη στάση του. Με πολλαπλές ασκήσεις, ναυτικές περιπολίες και επιχειρήσεις κοντά στην Ταϊβάν, στο αρχιπέλαγος της Νότιας Σινικής Θάλασσας αλλά και στον Ινδικό, επιβεβαιώνει ότι προετοιμάζεται για κάθε ενδεχόμενο -ακόμη και για στρατιωτική σύγκρουση ή και εισβολή αν το κρίνει απαραίτητο, σε χρόνο που σίγουρα δεν θα το περιμένει κανείς – και πιθανότερα νωρίτερα από ότι θα υπολόγιζαν διπλωμάτες και αναλυτές.
Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ «λαμβάνουν» το μήνυμα και οργανώνονται. Αναπτύσσουν πυραυλικά συστήματα σχεδιασμένα να καταστρέφουν μεγάλα ναυτικά σκάφη, όπως το πολύ προηγμένο Typhon Missile System στις Φιλιππίνες, μοιράζουν τις δυνάμεις τους σε στρατηγικά νησιά, όπως το Γκουάμ, αυξάνουν την παρουσία τους στην Οκινάουα και εκπαιδεύουν στρατεύματα της Ταϊβάν. Παράλληλα, καλούν Ιαπωνία, Νότια Κορέα και Φιλιππίνες να αυξήσουν δραστικά τις αμυντικές τους δαπάνες.
Διόλου τυχαίο που το 2021 ανακοινώθηκε η περίφημη τριπλή συμμαχία – συμφωνία ΑUKUS (Australia, United Kingdom, United States) για έναν «ασφαλή και σταθερό ινδο-ειρηνικό ωκεανό» με προφανή στόχο την κινεζική ανάσχεση.
Η συμφωνία καλύπτει βασικούς τομείς, όπως τεχνητή νοημοσύνη, κυβερνοπόλεμο, υποβρύχιες κινήσεις και οι ικανότητες κρούσης μεγάλου βεληνεκούς. Περιλαμβάνει επίσης ένα κεφάλαιο πυρηνικής άμυνας, το οποίο δεν περιορίζεται σε ΗΠΑ και Βρετανία, αλλά προσφέρει δυνατότητες πυρηνοκίνητων υποβρυχίων στην Αυστραλία. Αν και υπογράφτηκε επί Μπάϊντεν, ο Τραμπ φαίνεται ότι τη στηρίζει.
Για την Ουάσινγκτον, οι συνεχείς κινεζικές ασκήσεις γύρω από το νησί της Tαϊβάν (4 φορές το μέγεθος της Κρήτης) μοιάζουν όλο και περισσότερο με πρόβες για εισβολή. Στο Στενό της Ταϊβάν (απέχει 130 χλμ από την Κίνα) τα κινεζικά αεροσκάφη παραβιάζουν πλέον σχεδόν καθημερινά τη γραμμή μέσης απόστασης και εισέρχονται στη ζώνη αεράμυνας της Ταϊβάν – σε αριθμούς που, πριν από λίγα χρόνια, θεωρούνταν αδιανόητοι.
Την ίδια ώρα, το Πεκίνο δείχνει αποφασισμένο να κάνει αισθητή την παρουσία του και σε περιοχές που λίγοι θα περίμεναν. Κινεζικός στόλος περιέπλευσε φέτος την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, στέλνοντας μήνυμα ότι δεν υπάρχει «ασφαλής απόσταση». Δύο κινεζικά αεροπλανοφόρα πραγματοποίησαν για πρώτη φορά ταυτόχρονες ασκήσεις στον δυτικό Ειρηνικό, ενώ μαχητικά αεροσκάφη παρενόχλησαν ιαπωνικές περιπολίες. Και ναι μεν οι κινεζικές ναυτικές δυνάμεις δεν συγκρίνονται σε ισχύ πυρός με τα τεράστια αμερικανικά αεροπλανοφόρα, αλλά είναι απολύτως ικανές να κάνουν ναυτικό αποκλεισμό και να προκαλέσουν μεγάλες καταστροφές σε ένα μικρό νησί. Mέχρι το 2030 η Κίνα θα διαθέτει συνολικά 6 αεροπλανοφόρα (σε σύγκριση με τα 11 αμερικανικά που όμως καλύπτουν όλο τον πλανήτη).
Στο νέο γεωπολιτικό σκηνικό, η περιοχή μοιάζει όλο και περισσότερο με ωρολογιακή βόμβα που μπορεί να φτάσει στα όρια ενός πολέμου υπερδυνάμεων. Οι δηλώσεις του επικεφαλής της Διοίκησης Ινδο-Ειρηνικού των ΗΠΑ περί «καταστροφικών συνεπειών», αν η Κίνα επιχειρήσει εισβολή στην Ταϊβάν, δείχνουν ότι το ενδεχόμενο στρατιωτικής αναμέτρησης δεν είναι θεωρητικό σενάριο, αλλά υπαρκτή απειλή.

Σκάφη του πολεμικού ναυτικού της Ταϊβάν σε ασκήσεις © ROC/DoD/X.com
Παράλληλα, η διπλωματία της Ουάσινγκτον απαιτεί από τους συμμάχους της (και στην Ασία) να μοιραστούν το κόστος και το ρίσκο. Όμως, η Ιαπωνία διστάζει να φτάσει τον στόχο του 5% του ΑΕΠ για άμυνα, ενώ η Νότια Κορέα δηλώνει ότι οι δικές της στρατιωτικές δαπάνες είναι ήδη «υψηλές».
Πίσω από την αντιπαράθεση φαινομενικά δύο, και στην ουσία πολύ περισσότερων κρατών, κρύβεται η ανατροπή της παγκόσμιας οικονομικής ισχύος των τελευταίων τριών δεκαετιών. Από τα μέσα προς τέλη της δεκαετίας του ’90 τόσο η Κίνα όσο και η Ταϊβάν αναπτύχθηκαν ιλιγγιωδώς. Η Κίνα δεν άφησε τομέα που να μην παρουσίασε συνεχώς βελτιούμενα προϊόντα με χαμηλότατο κόστος, επικρατώντας στις παγκόσμιες αγορές. Αλλά και η Ταϊβάν από την πλευρά της εξειδικεύτηκε σε ευαίσθητους τεχνολογικούς τομείς όπως τους ημιαγωγούς και άλλα προϊόντα και σήμερα κατέχει τα κλειδιά της ανάπτυξης σε τομείς όπως υπολογιστές, data centers, ΑΙ και άλλες τεχνολογίες αιχμής.
Η εξέλιξη αυτή ήταν φυσικά εις βάρος άλλων προηγμένων κρατών, όπως οι ΗΠΑ, που ως τώρα κρατούσαν τα τεχνολογικά και οικονομικά ηνία των αγορών. Η Κίνα μεγάλωσε τόσο πολύ που απειλεί ευθέως τις ΗΠΑ όχι μόνο βιομηχανικά και εμπορικά/οικονομικά αλλά και στρατιωτικά. Η οικονομική ισχύς και οι επενδύσεις είναι ένα εργαλείο που οι Κινέζοι το χειρίζονται άριστα και αποδίδει σε όλες τις γωνιές του κόσμου.
Από τον εμφύλιο έως τη σύγκρουση
Η ιστορία της αντιπαράθεσης Κίνας – Ταϊβάν ξεκινά με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τον κινεζικό εμφύλιο. Μετά τη νίκη των κομμουνιστών το 1949, ο ηττημένος ηγέτης του Εθνικιστικού Κόμματος, Τσιάνγκ Κάι Σεκ, υποχώρησε στην Ταϊβάν μαζί με περίπου δύο εκατομμύρια υποστηρικτές του. Από τότε, η Ταϊβάν λειτουργεί ως ένα de facto ανεξάρτητο κράτος με δικό της σύνταγμα, δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση και ξεχωριστούς θεσμούς. Τόλμησε μάλιστα να αυτο-ονομαστεί επίσημα ως ROC (Republic of China).
Η Κίνα, όμως, ουδέποτε αποδέχθηκε αυτό το καθεστώς. Σύμφωνα με την πολιτική της «μίας Κίνας», η Ταϊβάν θεωρείται «αποσχισθείσα επαρχία», η οποία αργά ή γρήγορα πρέπει να επανενωθεί με την ηπειρωτική χώρα — ειρηνικά αν είναι δυνατόν, δια της βίας αν χρειαστεί. Αντιθέτως, οι περισσότεροι Ταϊβανέζοι πολίτες απορρίπτουν την ιδέα επανένωσης, ειδικά υπό το αυταρχικό καθεστώς του Πεκίνου, με τη διαφορά ταυτότητας να βαθαίνει χρόνο με τον χρόνο.
Αν και μόνο λίγες χώρες (περίπου 20) αναγνωρίζουν επίσημα την Ταϊβάν ως ανεξάρτητο κράτος, πολλές – και κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ – διατηρούν στενές εμπορικές και αμυντικές σχέσεις. Η τεχνολογική ισχύς και διείσδυση της Ταϊβάν δεν μπορεί να αγνοηθεί από κανέναν.
Σύγκριση των δύο πλευρών
Η Κίνα από τη δεκαετία του 1980 και ιδιαίτερα μετά το 2001, όταν εντάχθηκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, εξελίχθηκε σε παγκόσμια οικονομική υπερδύναμη. Σήμερα, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, με ΑΕΠ περίπου $18 τρισ. το 2024 – κάτι παραπάνω από το μισό του αμερικανικού, με τάσεις να το φτάσει το 2035.
Η Κίνα επενδύει στρατηγικά στη βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας, στην τεχνητή νοημοσύνη και στην «πράσινη» ενέργεια, επιδιώκοντας να μειώσει την εξάρτησή της από ξένες τεχνολογίες σε κρίσιμους τεχνολογικούς τομείς.
Η Ταϊβάν, παρότι μικρή γεωγραφικά και με πληθυσμό μόλις 23 εκατομμύρια, έχει τεράστια σημασία για την παγκόσμια οικονομία. Είναι παγκόσμιος ηγέτης στην κατασκευή ημιαγωγών — ένα κρίσιμο αγαθό για όλες τις σύγχρονες τεχνολογίες, από smartphones και αυτοκίνητα μέχρι στρατιωτικά συστήματα.
Η εταιρεία TSMC (Taiwan Semiconductor Manufacturing Company) είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της βιομηχανίας αυτής, με πάνω από 60% της παγκόσμιας παραγωγής. Η εξάρτηση των ΗΠΑ, της Ευρώπης και της Κίνας από την ταϊβανέζικη τεχνογνωσία είναι τεράστια, καθιστώντας την Ταϊβάν «τεχνολογική Ελβετία» και παράλληλα ευάλωτο στρατηγικό σημείο.
Η οικονομία της Ταϊβάν είναι επίσης δυναμική στους τομείς της πληροφορικής, των εξαγωγών και της βιομηχανικής τεχνολογίας.
Κίνα, η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στον κόσμο σε έμψυχο δυναμικό
Ο στρατός της Κίνας αριθμεί πάνω από 2 εκατομμύρια στρατιώτες και αποτελεί τη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στον κόσμο. Τα τελευταία 20 χρόνια, η Κίνα έχει επενδύσει σε εκσυγχρονισμό του στρατού της, με stealth μαχητικά J-20 & J-36 (5ης & 6ης γενιάς), αεροπλανοφόρα, υποβρύχια, προηγμένους πυραύλους και δορυφορικά συστήματα καθοδήγησης.
Η Κίνα διαθέτει τη δυνατότητα να διεξάγει ναυτικό αποκλεισμό, κυβερνοεπιθέσεις, και ηλεκτρονικό πόλεμο, με σκοπό να παραλύσει το σύστημα διοίκησης της Ταϊβάν πριν από οποιαδήποτε εισβολή. Και φυσικά διαθέτει πυρηνικά όπλα.

Πύραυλος Hsiun Feng της Ταϊβάν για επάκτια άμυνα εναντίον πλοίων © ROC/DoD/X.com
Η Ταϊβάν έχει 170.000 στρατιώτες, ενώ επενδύει συνεχώς σε σύγχρονα οπλικά συστήματα μέσω της συνεργασίας με τις ΗΠΑ (αγορές μαχητικών F-16V, αντιαεροπορικών Patriot, ναυτικών και υποβρύχιων drone, καθώς και πυραυλικών συστημάτων).
Η στρατηγική της βασίζεται στην «ασύμμετρη άμυνα» — να καταστήσει κάθε προσπάθεια εισβολής ακριβή και επικίνδυνη για τον επιτιθέμενο.
Κρίσιμος ο ρόλος των ΗΠΑ
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, βάσει του Taiwan Relations Act, δεν αναγνωρίζουν επίσημα την Ταϊβάν, αλλά δεσμεύονται να διατηρούν ικανότητα για την υπεράσπισή της, ξοδεύοντας ετησίως πολλά δισεκατομμύρια δολάρια στον ήδη τεράστιο αμυντικό προϋπολογισμό τους. Δεν υπάρχει ρητή δέσμευση στρατιωτικής επέμβασης, όμως η αμερικανική στρατηγική ισχύς αποτρέπει την Κίνα χωρίς να την προκαλεί. Το τελευταίο διάστημα, οι ΗΠΑ ενίσχυσαν τις στρατιωτικές τους σχέσεις με την Ταϊβάν με:
- Συχνές αποστολές πλοίων και αεροσκαφών στα Στενά της Ταϊβάν
- Πωλήσεις όπλων δισεκατομμυρίων δολαρίων
- Εκπαίδευση Ταϊβανέζων στρατιωτικών στις ΗΠΑ.
Η Ιαπωνία έχει καταστήσει σαφές πως θεωρεί κρίσιμη την ασφάλεια της Ταϊβάν, ενώ η Αυστραλία και η Νότια Κορέα θα μπορούσαν να στηρίξουν τις ΗΠΑ, αν ξεσπάσει σύρραξη. Παρότι δεν υπάρχει ΝΑΤΟ στην Ασία, ένας ανεπίσημος τέτοιος άξονας υποστήριξης διαμορφώνεται.
Η Κίνα έχει αυξήσει εντυπωσιακά την παρουσία της γύρω από την Ταϊβάν και ειδικά τα τελευταία χρόνια:
- Αύγουστος 2022: Mεγάλες ναυτικές ασκήσεις με πραγματικά πυρά, που προσομοίωναν αποκλεισμό και αποβάσεις.
- Μάιος 2024: Ο στόλος της Ανατολικής Θάλασσας της Κίνας περικύκλωσε το νησί σε «ολοκληρωμένο σενάριο πολέμου».
- Ιούνιος 2025: Δεκάδες κινεζικά μαχητικά και drones μπήκαν στην ΑΟΖ της Ταϊβάν, σε κίνηση «γκρίζας ζώνης» — χωρίς να ξεσπά σύρραξη, ασκείται διαρκής πίεση.
Οι αναλυτές συγκλίνουν ότι πρόκειται για δοκιμές ετοιμότητας σε πραγματικές συνθήκες.
Σενάρια πολέμου ή διπλωματικών λύσεων
Σενάριο 1: Εισβολή
Η Κίνα εξαπολύει πολυμέτωπη επίθεση: πρώτα ναυτικός αποκλεισμός, κυβερνοεπιθέσεις, βομβαρδισμοί στρατηγικών σημείων, και, τέλος, αποβατικές δυνάμεις. Η Ταϊβάν αντιστέκεται σθεναρά, με διεθνή υποστήριξη και εκτεταμένες απώλειες και στις δύο πλευρές.
Το κόστος για την παγκόσμια οικονομία θα είναι τεράστιο — από διακοπή παραγωγής ημιαγωγών, μέχρι αποσταθεροποίηση στην Ασία και κίνδυνος παγκόσμιου πολέμου, μην ξεχνώντας ότι η Κίνα είναι και πυρηνική δύναμη.
Αμερικανοί αναλυτές, λαμβάνοντας υπόψιν κινεζικές εκθέσεις, θέτουν ως χρονιά-ορόσημο για πιθανή εισβολή το 2027. Τότε εκτιμούν ότι η Κίνα θα είναι αρκούντως έτοιμη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να συμβεί νωρίτερα, αν η Ταϊβάν πχ. κηρύξει πλήρη ανεξαρτησία ή αν οι ΗΠΑ υπερβούν κάποια κινεζική κόκκινη γραμμή.
Ας σημειωθεί ότι η Ταϊβάν από το 1949 που αποσχίστηκε, δεν έχει τολμήσει να κηρύξει επίσημα την ανεξαρτησία της, φοβούμενη εισβολή και πόλεμο.

Ναυτικό drone της Tαϊβάν © ROC/DoD/X.com
Σενάριο 2: Ελεγχόμενος αποκλεισμός και εκφοβισμός
Η Κίνα εφαρμόζει ναυτικό και αεροπορικό αποκλεισμό χωρίς εισβολή, επιδιώκοντας να λυγίσει την Ταϊβάν ψυχολογικά και οικονομικά. Οι ΗΠΑ απαντούν με πίεση μέσω κυρώσεων και στρατιωτικής παρουσίας.
Σενάριο 3: Διαπραγμάτευση υπό πίεση
Πιθανό, μόνο αν υπάρξει μαζική κρίση ή αλλαγή πολιτικής σε ένα από τα δύο μέρη. Μέχρι στιγμής, όμως, η ρητορική και από τις δύο πλευρές παραμένει αδιάλλακτη. Κανένα σημάδι συνεννόησης δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Η θύελλα στον Ειρηνικό πλησιάζει
Η Ταϊβάν βρίσκεται στο επίκεντρο της πιο επικίνδυνης γεωπολιτικής έντασης του 21ου αιώνα. Η Κίνα δεν θα ανεχθεί επ’ αόριστον την «ανυπακοή» της Ταϊβάν. Η Ταϊβάν, από την πλευρά της, γνωρίζει ότι δεν μπορεί να νικήσει στρατιωτικά τον κινεζικό γίγαντα, αλλά ελπίζει στη διεθνή υποστήριξη και στη δύναμη της αποτροπής.
Σε αυτό το σκηνικό πυγμής και προκλήσεων, το μόνο βέβαιο είναι ότι η γραμμή ανάμεσα στην αποτροπή και την κλιμάκωση γίνεται όλο και πιο λεπτή. Αν Κίνα ωθήσει τα πράγματα πέρα από κόκκινες γραμμές, οι ΗΠΑ απαντούν με αντεπίθεση και ο Ειρηνικός καθίσταται το πιο επικίνδυνο σημείο ανάφλεξης του 21ου αιώνα.
Η ερώτηση δεν είναι αν – αλλά πότε. Αν το παιχνίδι στρατηγικής και ψυχολογικού πολέμου συνεχιστεί χωρίς σύγκρουση, θα είναι διπλωματικός θρίαμβος. Αν όχι, το νησί των 23 εκατομμυρίων ίσως γίνει το σκηνικό της επόμενης μεγάλης παγκόσμιας κρίσης.