Ρωσία: Επίθεση δολιοφθοράς στην καρδιά της Ευρώπης

Η Ρωσία έχει εντείνει δραματικά τις επιχειρήσεις δολιοφθοράς και υβριδικών επιθέσεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο τα τελευταία δύο χρόνια

Υποθαλάσσιο καλώδιο © 123rf

Μια αόρατη σύγκρουση εκτυλίσσεται στην Ευρώπη – χωρίς στρατούς, χωρίς επίσημες δηλώσεις πολέμου, αλλά με σαφή στόχο: την αποσταθεροποίηση.

Η Ρωσία, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (IISS), έχει εντείνει δραματικά τις επιχειρήσεις δολιοφθοράς και υβριδικών επιθέσεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο τα τελευταία δύο χρόνια.

Και μπορεί το 2025 να ξεκίνησε πιο ήσυχα, όμως η «σιωπή» αυτή ενδέχεται να είναι απλώς η ηρεμία πριν από τη θύελλα.

Σύμφωνα με τη Μαρτίνα Ρόζενμπεργκ, επικεφαλής της γερμανικής στρατιωτικής αντικατασκοπείας, έχει καταγραφεί ραγδαία αύξηση σε περιστατικά κατασκοπείας και δολιοφθοράς.

Η δήλωσή της, μόλις λίγα 24ωρα μετά την απόφαση της Βρετανίας να επιβάλει κυρώσεις σε 18 Ρώσους πράκτορες για «ανεύθυνη και καταστροφική υβριδική δραστηριότητα», δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες.

Έξαρση επιθέσεων μετά το 2022 ως σήμερα

Η έκθεση του IISS, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Leiden της Ολλανδίας και τον οργανισμό ACLED, αποκαλύπτει μια έξαρση επιθέσεων από το 2022 και μετά, με αποκορύφωμα το 2024. Μόνο πέρσι, καταγράφηκαν πάνω από 30 περιστατικά, από σαμποτάζ σε καλώδια στον βυθό της Βαλτικής, μέχρι επιθέσεις σε συστήματα ύδρευσης στη Φινλανδία και τη Γερμανία, καθώς και παρεμβολές σε στρατιωτικό εξοπλισμό σε Βόρεια και Ανατολική Ευρώπη.

Αυτό που διαφοροποιεί πλέον τη ρωσική στρατηγική είναι η ευρηματικότητα και η «gig economy» του εγκλήματος. Αντί για κατασκόπους με διπλωματική κάλυψη –που απελάθηκαν μαζικά από τις ευρωπαϊκές πρεσβείες το 2022– η Μόσχα στρέφεται όλο και περισσότερο σε κοινούς ή και οργανωμένους εγκληματίες και παρακρατικές ομάδες. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό του εμπρησμού αποθήκης στο Λονδίνο που συνδεόταν με την Ουκρανία, από τρεις άνδρες που εργάζονταν για λογαριασμό της Wagner.

Αυτό το μοντέλο προσφέρει δύο μεγάλα πλεονεκτήματα στο Κρεμλίνο: ευελιξία και άρνηση ευθύνης. Μπορεί η πράξη να φαίνεται ως μεμονωμένο έγκλημα, όμως εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλέγμα δολιοφθοράς με κρατική υποστήριξη.

Την ίδια στιγμή, η υποδομή της Ευρώπης παρουσιάζεται ευάλωτη. Δεκαετίες υποεπένδυσης σε κρίσιμα δίκτυα, σε συνδυασμό με τη μαζική ιδιωτικοποίηση, έχουν αφήσει ανοιχτές πληγές. Το 90% των μεταφορών του ΝΑΤΟ εξαρτάται από πολιτικά μέσα, ενώ περισσότερες από τις μισές δορυφορικές επικοινωνίες πραγματοποιούνται μέσω ιδιωτικών εταιρειών. Και αυτές, συνήθως, δίνουν προτεραιότητα στην αποδοτικότητα και όχι στην ασφάλεια. Χαρακτηριστική είναι η υπόθεση της Σουηδίας, όπου διερευνάται η πιθανή δολιοφθορά σε πάνω από 30 πύργους τηλεπικοινωνιών με διπλή –πολιτική και στρατιωτική– χρήση.

Μείωση δραστηριοτήτων το 2025

Παρά τον συναγερμό, το πρώτο εξάμηνο του 2025 παρουσίασε μείωση σε ύποπτες δραστηριότητες. Το IISS προσφέρει τρεις πιθανές εξηγήσεις: πρώτον, μια μορφή αποτροπής, λόγω των επιχειρήσεων επιτήρησης του ΝΑΤΟ στη Βαλτική (Baltic Sentry), δεύτερον, μια πολιτική αποκλιμάκωση ενόψει συνομιλιών ΗΠΑ–Ρωσίας για την Ουκρανία και τρίτον, η συνειδητοποίηση από τη Μόσχα ότι κάποιες κινήσεις, όπως η τοποθέτηση εκρηκτικών δεμάτων σε κέντρα logistics της DHL, πλησίασαν επικίνδυνα την πρόκληση σοβαρής κρίσης με το ΝΑΤΟ.

Όμως αυτή η «παύση» μπορεί να είναι προσωρινή. Όπως τονίζει το IISS, οι ρωσικές υπηρεσίες πληροφοριών ενδέχεται να ανασυντάσσουν τις δυνάμεις τους, να βελτιώνουν τις τακτικές τους και να προετοιμάζουν τον επόμενο γύρο επιθέσεων. Το ερώτημα δεν είναι αν θα υπάρξει νέο κύμα, αλλά πότε και πού.

Όπως δήλωσε ο ναύαρχος Πιερ Βαντιέ, ανώτατος διοικητής του ΝΑΤΟ για τη στρατηγική μετασχηματισμού: «Δεν είμαστε σε πόλεμο, αλλά δεν είμαστε και σε ειρήνη». Αυτή η γκρίζα ζώνη –το υβριδικό πεδίο μάχης του 21ου αιώνα– είναι εκεί όπου η Ρωσία επιδιώκει να επιβάλει την παρουσία της.

Η Ευρώπη οφείλει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα όχι μόνο με καλύτερη αστυνόμευση και κυβερνοασφάλεια, αλλά με μια νέα στρατηγική εθνικής ανθεκτικότητας. Γιατί στον πόλεμο των σκιών, το μεγαλύτερο όπλο δεν είναι η φωτιά — είναι η αδυναμία του αντιπάλου να δει τι πραγματικά συμβαίνει.