ΟΟΣΑ: Επενδυτική απεργία απειλεί την παγκόσμια οικονομία, πού βαδίζει η Ελλάδα

Καμπανάκι από ΟΟΣΑ. Παρά το βουνό ρευστότητας και την έκρηξη των χρηματιστηρίων, η απροθυμία για επενδύσεις κυριαρχεί και απειλεί

ΟΟΣΑ @123RF

Η ασθενής επιχειρηματική επενδυτική δραστηριότητα απειλεί την παγκόσμια ανάπτυξη, προειδοποιεί ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, ΟΟΣΑ. Οι χώρες «δεν θα μπορέσουν να διατηρήσουν την ανάπτυξη» εάν οι επιχειρήσεις δεν ανοίξουν ξανά τη στρόφιγγα των επενδύσεων, υπογραμμίζει.

Με τις εταιρικές δαπάνες στις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες να μην έχουν επιστρέψει στα ιστορικά τους επίπεδα μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και την πανδημία του 2020 και την απροθυμία των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών -και όχι μόνο- να προχωρήσουν σε επιτάχυνση των πραγματικών επενδύσεων ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) χτυπά καμπανάκι για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η καθαρή επένδυση στις χώρες του Οργανισμού έχει μειωθεί από το 2,5% του ΑΕΠ πριν από την κρίση του 2008, στο 1,6% για τη διάμεση χώρα -με την πανδημία να επιφέρει επιπλέον πλήγμα.

Αν η εταιρική δαπάνη για νέα έργα και υποδομές δεν αυξηθεί, οι χώρες «δεν θα μπορέσουν να διατηρήσουν την ανάπτυξη», δήλωσε στους Financial Times ο Άλβαρο Περέιρα, απερχόμενος επικεφαλής οικονομολόγος του οργανισμού με έδρα το Παρίσι.

Από τις 34 ανεπτυγμένες οικονομίες που παρακολουθεί ο ΟΟΣΑ, μόλις δύο -το Ισραήλ και η Πορτογαλία- είχαν ξεπεράσει το προ της κρίσης επίπεδο καθαρών επενδύσεων έως το 2024. Μόνο έξι χώρες, μεταξύ των οποίων ο Καναδάς, η Ιταλία και η Αυστραλία, βρίσκονται πάνω από τα προ της πανδημίας επενδυτικά επίπεδα.

Κατά μέσο όρο, η επένδυση στις χώρες αυτές βρίσκεται 20% χαμηλότερα από το επίπεδο που θα είχε επιτευχθεί αν οι προ της κρίσης τάσεις είχαν διατηρηθεί, σύμφωνα με σχετική μελέτη του ΟΟΣΑ. Συνεχίζει επίσης να υπολείπεται κατά 6,7% σε σχέση με την τάση πριν από την πανδημία.

Την προηγούμενη εβδομάδα, το ΔΝΤ αναθεώρησε ελαφρώς προς τα πάνω την πρόβλεψή του για την παγκόσμια ανάπτυξη, καθώς διαφαίνεται ότι ο εμπορικός πόλεμος του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, θα έχει τελικά μικρότερες επιπτώσεις από τις αρχικά αναμενόμενες.

Ωστόσο, η πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης 3% το 2025 εξακολουθεί να σηματοδοτεί επιβράδυνση σε σχέση με το 3,3% του 2024 και τον μέσο όρο του 3,7% πριν από την πανδημία.

Πολυπαραγοντική η απεργία πραγματικών επενδύσεων

Η πολυπαραγοντική αυτή στασιμότητα οφείλεται κυρίως στη «διαρκή» πολιτική και κανονιστική αβεβαιότητα, όπως προειδοποίησε ο Περέιρα -ο οποίος πρόσφατα ανακοινώθηκε ως ο επόμενος διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Πορτογαλίας.

Η ασυντόνιστη επιβολή δασμών από την κυβέρνηση Τραμπ έχει προσθέσει έναν ακόμη λόγο αποτροπής για τις επιχειρήσεις όσον αφορά τη λήψη σημαντικών επενδυτικών αποφάσεων, αναφέρει ο ΟΟΣΑ, σημειώνοντας ότι οι επενδύσεις έχουν υποχωρήσει σε όλους τους βασικούς κλάδους.

«Η αβεβαιότητα είναι διάχυτη μετά την κρίση του 2008 -και από τότε έχουμε βιώσει πολλαπλές σοβαρές κρίσεις», είπε ο Περέιρα. «Αργά ή γρήγορα, αν δεν υπάρξει περισσότερη επένδυση, δεν θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε την ανάπτυξη- είναι απολύτως ζωτικής σημασίας».

Η ανάλυση του ΟΟΣΑ διαπιστώνει πως μια αύξηση κατά μία τυπική απόκλιση στην αβεβαιότητα οικονομικής πολιτικής μειώνει την ετήσια αύξηση επιχειρηματικών επενδύσεων κατά μία ποσοστιαία μονάδα έπειτα από έναν χρόνο.

ΟΟΣΑ ΚΈΡΔΗ

Επένδυση και ακαθάριστες αποταμιεύσεις του μη χρηματοπιστωτικού εταιρικού τομέα στις χώρες του ΟΟΣΑ (% του ΑΕΠ), δείχνουν πως σε περιόδους υψηλής κερδοφορίας οι επιχειρήσεις αποταμιεύουν περισσότερο απ’ ό,τι επενδύουν ©FT, ΟΟΣΑ

Οι επιχειρήσεις αποφεύγουν να δεσμευθούν λόγω φόβων για την κερδοφορία

Αυτό συμβαίνει επειδή οι επιχειρήσεις αποφεύγουν να δεσμευθούν σε μακροχρόνια έργα όταν επικρατεί ασάφεια για τη ζήτηση, τις ρυθμίσεις ή τις εμπορικές πολιτικές.

Αν και σημειώνεται ισχυρή ανάπτυξη των επενδύσεων σε ψηφιακές και γνώσης-βάσης υποδομές, αυτή δεν επαρκεί για να αντισταθμίσει την αυξημένη απόσβεση και τη χαμηλή επένδυση σε φυσικά περιουσιακά στοιχεία, με αποτέλεσμα συνεχιζόμενη πτώση της καθαρής επιχειρηματικής επένδυσης ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Εάν τα τρέχοντα υψηλά επίπεδα αβεβαιότητας διατηρηθούν, η πραγματική επενδυτική δραστηριότητα ενδέχεται να μειωθεί κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες μέχρι τα τέλη του 2026, σημειώνει ο ΟΟΣΑ.

Οι επιχειρήσεις αποφεύγουν να αναλάβουν έργα μακράς πνοής όταν η προοπτική για τη ζήτηση, τη ρύθμιση ή την εμπορική πολιτική είναι θολή. Παρά το γεγονός ότι το κόστος κεφαλαίου μειώθηκε μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, οι επιχειρήσεις δεν αξιοποιούν τις «επενδυτικές ευκαιρίες οριακής κερδοφορίας» που θα έπρεπε να είναι προσβάσιμες, σύμφωνα με την έρευνα. Αντί για επενδύσεις, πολλές εταιρείες ενίσχυσαν τις αποδόσεις προς τους μετόχους, σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα.

Η ένταση μεταξύ αποδόσεων και επενδύσεων είναι πιο έντονη στον προβληματικό κλάδο της ύδρευσης στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι εταιρείες ύδρευσης της Αγγλίας έχουν καταβάλει μερίσματα 83 δισ. λιρών από την ιδιωτικοποίηση πριν από 34 χρόνια, ποσό που ξεπερνά το ένα τρίτο των 230 δισ. λιρών που επενδύθηκαν σε υποδομές το ίδιο διάστημα.

Όμως η σύγκρουση αυτή εμφανίζεται και σε πολλούς άλλους κλάδους. Η πετρελαϊκή BP δέχεται πιέσεις από μετόχους για σημαντικές περικοπές στις επενδύσεις, προκειμένου να διατηρηθούν τα μερίσματα.

Καμπανάκι ΙΟΒΕ για τις επενδύσεις στην Ελλάδα

Σχετικά με την Ελλάδα, όπως προκύπτει σύμφωνα με το δημοσίευμα των Financial Times για την έκθεση του ΟΟΣΑ, ο μέσος όρος επενδύσεων το 2024 είναι κατά περίπου 70% χαμηλότερος σε σχέση με τον μέσο όρο που επικρατούσε πριν από την οικονομική κρίση, καταγράφοντας τη δεύτερη χειρότερη επίδοση μετά τη Λετονία. Ωστόσο, σε σχέση με την πανδημία καταγράφεται η μεγαλύτερη άνοδος μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, πλησιάζοντας το 50%.

Παρά τη σταδιακή βελτίωση των επενδυτικών επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας μετά την πανδημία, το «επενδυτικό κενό» σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο παραμένει σημαντικό, καταγράφει ειδική ανάλυση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), που δημοσιεύθηκε πριν από μερικές ημέρες.

«Έχουμε μια εύρωστη κατανάλωση η οποία παραμένει σταθερή», είπε ο ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας, εκφράζοντας ωστόσο προβληματισμό για την πορεία των επενδύσεων, έγραφε το powergame πριν μερικές ημέρες.

«Στο α’ τρίμηνο είχαμε ρυθμό ανάπτυξης 2,2% και είναι αυτό που είναι ανησυχητικό, είναι κυρίως η μεταβολή από τρίμηνο σε τρίμηνο που είναι μηδενική», είπε ο κ. Βέττας, αποδίδοντας το κυρίως στις επενδύσεις. «Η ελληνική οικονομία έχει δυναμική που διατηρείται λόγω κατανάλωσης 2%, και αποτέλεσε μεγάλη έκπληξη η μείωση των παγίων επενδύσεων 3.2%. Αν αυτή είναι τάση, τότε είναι πολύ ανησυχητικό. Αλλιώς θα πρέπει να το δούμε πού οφείλεται αυτή η στιγμιαία μείωση».

Όσον αφορά τους κινδύνους ή αβεβαιότητες για τη χώρα, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ ανέφερε μεταξύ άλλων:

  • Αβεβαιότητα για την έκταση του εμπορικού προστατευτισμού.
  • Απουσία Νομισματικής σταθερότητας και ευμετάβλητων δημοσιονομικών μεγεθών του αμερικανικού δολαρίου.
  • Εξωτερικές πολεμικές συγκρούσεις.

Ο ΙΟΒΕ επισημαίνει ότι η Ελλάδα, ενώ την περίοδο 1995–2009 διατηρούσε επίπεδα παγίων επενδύσεων συγκρίσιμα με την ΕΕ, από το 2010 και εξής καταγράφει μόνιμη υστέρηση, η οποία προήλθε κυρίως από τη μείωση των επενδύσεων στις κατασκευές και τη στασιμότητα σε άλλους κρίσιμους τομείς.

Σύμφωνα με την έκθεση, την περίοδο 2021–2024 η χώρα εμφάνισε μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης των παγίων επενδύσεων 12%, με τον σχετικό δείκτη (ως ποσοστό του ΑΕΠ) να φτάνει το 15% το 2024, έναντι μόλις 11% το 2019. Παρ’ όλα αυτά, το ποσοστό αυτό παραμένει αισθητά χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που διατηρείται μεταξύ 21% και 22%.

Το υψηλό επενδυτικό ποσοστό της ελληνικής οικονομίας στην προ κρίσης εποχή στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στο υψηλό ποσοστό επενδύσεων σε κατασκευές (περί το 15%), συμπεριλαμβανομένων των νέων κατοικιών (περί το 9%), συστηματικά υψηλότερα από τον μέσο όρο στην ΕΕ27 (περί το 12% και 6% αντίστοιχα). Αντιθέτως, το ποσοστό επενδύσεων χωρίς τις κατασκευές (περί το 8%) υπολειπόταν συστηματικά του μέσου όρου στην ΕΕ (περί το 10%).