Έντονες αντιδράσεις έχει προκαλέσει στη Γερμανία μία πρόταση που αφορά στην αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης στα 70 έτη, ως μέτρο για τη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος. Η ιδέα αυτή έχει πυροδοτήσει διαφωνίες εντός της κυβέρνησης και έντονες αντιδράσεις από κόμματα και πολίτες.
Αν και ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς έχει αποφύγει να θίξει άμεσα το θέμα, επιλέγοντας εναλλακτικά μέτρα όπως φορολογικά κίνητρα για όσους ηλικιωμένους συνεχίζουν να εργάζονται, η υπουργός Οικονομίας Κατερίνα Ράιχε έχει ζητήσει επανειλημμένα να ληφθούν σαφή μέτρα για την αντιμετώπιση των προκλήσεων του ασφαλιστικού.
Μιλώντας σε γερμανικά μέσα, η Ράιχε τόνισε ότι λόγω της αύξησης του προσδόκιμου ζωής και της γήρανσης του πληθυσμού, η παράταση του εργασιακού βίου είναι αναπόφευκτη. Παρέπεμψε μάλιστα σε παλαιότερη πρόταση του ινστιτούτου DIW, που ήδη από πριν 20 χρόνια υποστήριζε ότι το όριο ηλικίας θα έπρεπε να ανέλθει στα 70 έτη έως το 2025. Για την ίδια, το να περνά κανείς μόλις τα δύο τρίτα της ζωής του εργαζόμενος δεν είναι αποδεκτό.
Ο καγκελάριος, σύμφωνα με πληροφορίες, της υπενθύμισε την ανάγκη να σεβαστεί τις απόψεις του κυβερνητικού εταίρου, του SPD, που ήδη βρίσκεται σε χαμηλά ποσοστά στις δημοσκοπήσεις. Το SPD αντέδρασε άμεσα και έντονα, με τον γενικό γραμματέα Τιμ Κλύσεντορφ να ξεκαθαρίζει ότι το κόμμα του απορρίπτει κατηγορηματικά οποιαδήποτε αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης, καθώς αυτό ισοδυναμεί με έμμεση μείωση συντάξεων.
Το SPD προτείνει εναλλακτικές λύσεις, όπως αύξηση των εισφορών, ενίσχυση της πλήρους απασχόλησης στις γυναίκες μέσω καλύτερων υπηρεσιών παιδικής μέριμνας και μεγαλύτερη εργασιακή ευελιξία.
Αρκετοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι για τη σταθερότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος χρειάζεται να διευρυνθεί η βάση των εργαζομένων, με μεγαλύτερη συμμετοχή μεταναστών και άλλων κοινωνικών ομάδων. Άλλοι αναλυτές προτείνουν το όριο ηλικίας να συνδεθεί αυτόματα με το προσδόκιμο ζωής, όπως συμβαίνει στην Ολλανδία.
Η υπουργός Εργασίας από το SPD, Μπέρμπελ Μπας, έχει παρουσιάσει εναλλακτικές προτάσεις όπως η αύξηση της φορολογίας και η ένταξη αυτοαπασχολούμενων, δημοσίων υπαλλήλων και πολιτικών στο ίδιο σύστημα εισφορών, προτάσεις που απορρίπτονται από τους συντηρητικούς.
Τα στατιστικά δείχνουν τη σοβαρότητα του προβλήματος: ενώ το 1995 υπήρχαν τέσσερις εργαζόμενοι για κάθε συνταξιούχο, το 2020 ήταν μόλις τρεις και αναμένεται να πέσουν στους 2,4 έως το 2035. Η Γερμανία ήδη καταγράφει υψηλότερη συμμετοχή ατόμων άνω των 65 στην εργασία σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (21,2% έναντι 16%).
Η Δανία έχει ήδη θεσπίσει νόμο για αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης στα 70 έτη μέχρι το 2040. Στη Γερμανία, από τη δεκαετία του 2000 έχουν γίνει σταδιακές μεταρρυθμίσεις για την αύξηση της ηλικίας στα 67 μέχρι το 2031, με πρωτοβουλία του SPD.
Ο γενικός γραμματέας του CDU, Κάρστεν Λίνεμαν, δήλωσε ότι απαιτείται και πάλι το ίδιο θάρρος για μεταρρυθμίσεις, αφού η οικονομική κατάσταση της χώρας είναι πλέον κρίσιμη. Παράλληλα, όμως, ο καγκελάριος Μερτς προκάλεσε αντιδράσεις όταν σε συνέδριο άφησε αιχμές κατά της στάσης ορισμένων Γερμανών απέναντι στην εργασία, υπονοώντας πως η τετραήμερη εργασία και η έμφαση στην ισορροπία ζωής-εργασίας δε συμβαδίζουν με τη διατήρηση της ευημερίας.
Αργότερα, επιχείρησε να μετριάσει τις δηλώσεις του, διευκρινίζοντας ότι δεν ζητά από όλους να εργάζονται περισσότερο, αλλά ότι ο μέσος όρος εργασίας πρέπει να αυξηθεί.
Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να διατηρήσει τις συντάξεις στο 48% του μέσου εισοδήματος μέχρι το 2031, μια δέσμευση που πολλοί θεωρούν μη ρεαλιστική χωρίς βαθιές αλλαγές στο σύστημα.