Σε αντίθεση με την αντίληψη ότι η αποκάλυψη του οικονομικού εγκλήματος σε μια περιοχή ή χώρα μπορεί να ενισχύσει την επιφυλακτικότητα και τον προβληματισμό των τραπεζών ως προς τη χορήγηση πιστώσεων, μια ανάλυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για την εξάλειψη της Μαφίας καταλήγει στο αντίθετο συμπέρασμα. Αυτό ισχύει, βέβαια, υπό την προϋπόθεση ότι η αποκάλυψη του οικονομικού εγκλήματος θα οδηγήσει στην πάταξη ανάλογων πρακτικών και στην τόνωση της αξιοπιστίας.
Σχεδόν 700 εταιρείες που συνδέονταν με τη Μαφία διαλύθηκαν στην Ιταλία την περίοδο 2018-2021. Ανακαλύφθηκε ότι στις περιοχές όπου έγιναν οι αστυνομικές επιχειρήσεις, τα δάνεια στις νόμιμες επιχειρήσεις αυξήθηκαν από 0,8% έως 2,1%, σε σύγκριση με τις περιοχές όπου δεν υπήρξε καμία παρέμβαση από τον νόμο. Ως εκ τούτου, εκτιμάται ότι νέες πιστώσεις ύψους έως και 3,6 δισ. ευρώ διοχετεύθηκαν σε αυτές τις τοπικές οικονομίες. Οι νόμιμες επιχειρήσεις είχαν πλέον τη δυνατότητα να αναπτύξουν δραστηριότητα σε ένα υγιές ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπως επισημαίνει ο Ιξάρτ Μιγκέλ-Φλόρες, αναλυτής στην ΕΚΤ και υποψήφιος διδάκτορας στην Σχολή Χρηματοοικονομικών και Διοίκησης της Φρανκφούρτης, σε άρθρο του στους Financial Times.
Όπως αναφέρεται στην ανάλυση της ΕΚΤ, η απομάκρυνση επιχειρήσεων που συνδέονται με τη Μαφία επηρεάζει τόσο τον όγκο των δανείων που παρέχουν οι τράπεζες όσο και το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις στις πληγείσες περιοχές. Η διάλυση των εταιρειών που σχετίζονται με τη Μαφία οδηγεί σε αισθητή αύξηση του δανεισμού προς τις νόμιμες επιχειρήσεις στην ίδια ή σε γειτονικές περιοχές. Κατά μέσο όρο, οι επιχειρήσεις σε δήμους όπου έλαβαν χώρα επιχειρήσεις κατά της Μαφίας, βιώνουν μια αύξηση της τάξεως του 0,8% στα διαθέσιμα ποσά δανείων. Αυτό το αποτέλεσμα είναι ακόμα πιο ισχυρό σε περιοχές με υψηλά επίπεδα δραστηριότητας της Μαφίας, με αυξήσεις που φτάνουν έως και το 2,1%. Τα αποτελέσματα αυτά υποδηλώνουν ότι η απομάκρυνση της εγκληματικής παρέμβασης αναζωογονεί την τοπική οικονομία, ενθαρρύνοντας τις επιχειρήσεις να επεκταθούν και να επενδύσουν στο νέο ανταγωνιστικό τοπίο.
Η ΕΚΤ τονίζει ότι οι τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια, αντικατοπτρίζοντας μια υψηλότερη αντίληψη κινδύνου, που πηγάζει από τις αποκαλύψεις κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων κατά της Μαφίας, οι οποίες φέρνουν στο φως κινδύνους που προηγουμένως ήταν κρυμμένοι. Αυτή η διαφάνεια, αν και ωφέλιμη μακροπρόθεσμα, δημιουργεί βραχυπρόθεσμη αβεβαιότητα σχετικά με την οικονομική σταθερότητα αυτών των περιοχών. Οι αντιδράσεις των τραπεζών διαφέρουν ανάλογα με την εγγύτητα και την προηγούμενη έκθεσή τους σε επιχειρήσεις που συνδέονται με τη Μαφία. Οι τοπικές και εγχώριες τράπεζες, οι οποίες συνήθως έχουν ισχυρότερους δεσμούς με τις κοινότητες και καλύτερη πρόσβαση σε ποιοτικές πληροφορίες σχετικά με τους δανειολήπτες, διατηρούν σταθερά επιτόκια και προσαρμόζονται αποτελεσματικά στις νέες συνθήκες. Αντίθετα, οι ξένες τράπεζες αυξάνουν το κόστος δανεισμού ως προφύλαξη έναντι των αντιληπτών κινδύνων.
Ο Ντιέγκο Γαμπέτα, κοινωνικός επιστήμονας στην Ιταλία, στο βιβλίο του «The Sicilian Mafia: The Business of Private Protection», υποστηρίζει ότι η χρήση βίας και καταναγκασμού από τις οργανώσεις της Μαφίας για τον έλεγχο των αγορών καταπνίγει τον ανταγωνισμό και την καινοτομία, οδηγώντας σε υψηλότερες τιμές και μειωμένη ποιότητα προϊόντων, ενώ παράλληλα παρεμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη. Σε έρευνα των Μιρέντα, Μισέτι και Ριζίκα που δημοσιεύτηκε στο American Economic Review πριν από τρία χρόνια, υπογραμμίζεται ότι στις επιχειρήσεις στις οποίες έχει διεισδύσει η Μαφία, οι δραστηριότητες εξυπηρετούν εγκληματικούς σκοπούς μέσω του ξεπλύματος χρήματος και της απόσπασης προσόδων. Αυτή η εκμετάλλευση διαστρεβλώνει τις ροές εσόδων και μεταβάλλει τις τυπικές συμπεριφορές της αγοράς, εντείνοντας την οικονομική αστάθεια και διαταράσσοντας το οικονομικό τοπίο.
Το παράδειγμα της Μαφίας δεν περιορίζεται στην Ιταλία. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) εκτιμά ότι το ξέπλυμα χρήματος αντιστοιχεί στο 2% έως 5% του παγκόσμιου ΑΕΠ ετησίως. Στο εμπόριο, οι χρηματοοικονομικές απάτες, όπως η τιμολόγηση κάτω της αξίας (under-invoicing), υπολογίζονται σε 1,6 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Μια έκθεση της NASDAQ για το 2024 αναφέρει ότι περίπου 3,1 τρισεκατομμύρια δολάρια σε παράνομα κεφάλαια κυκλοφόρησαν στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα το 2023. Οι προβλέψεις δείχνουν ότι αυτό το ποσό θα μπορούσε να αυξηθεί στα 4,5 με 6 τρισεκατομμύρια δολάρια έως το 2030. Εν κατακλείδι, η καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος δεν είναι απλώς θέμα δικαιοσύνης, αλλά θεμελιώδης προϋπόθεση για τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία μιας χώρας.