Πολλή συζήτηση γίνεται για την κυριαρχία των drones στα πεδία μαχών στο ουκρανικό Μέτωπο, αλλά μια ακόμα μεγαλύτερη επανάσταση κρύβεται στα εργαστήρια μικρών (ή πρώην μικρών) εταιρειών, με τη μορφή μεγαλύτερων μη επανδρωμένων εναέριων οχημάτων/αεροσκαφών UCAV (Unmanned Combat Air Vehicle) ή UCAS (System).
Εκτός από μικρά και – σχετικά – φθηνά drones, υπάρχουν και αναπτύσσονται μεγαλύτερα εναέρια οχήματα (έως μέγεθος μαχητικού αεροσκάφους) που μεταφέρουν κάμερες, αισθητήρες ή και οπλισμό, αλλά δεν έχουν κόκπιτ και ιπτάμενο χειριστή. Ο «πιλότος» τους βρίσκεται στο έδαφος και τα χειρίζεται από απόσταση -ακόμα και πολλών χιλιάδων χιλιομέτρων- με τη βοήθεια διαδικτύου, δορυφόρων, GPS/ΙΝS, Τεχνητής Νοημοσύνης και άλλων συστημάτων αμφίδρομης αναμετάδοσης σήματος για καθοδήγηση σε πραγματικό χρόνο ή και με πλήρη αυτονομία δράσης.
Πλεονέκτημά τους ότι δεν διακινδυνεύονται ανθρώπινες ζωές
Άλλα πλεονεκτήματα είναι ότι δεν υπάρχει το μεγάλο κόστος και ο μακρύς χρόνος εκπαίδευσης κατάλληλων πιλότων, ούτε ο περιορισμός που έχουν αυτοί σε θέματα φυσικής κατάστασης, υγείας, ηλικίας, κλπ. Ένα πρόβλημα που, για παράδειγμα, ταλανίζει την τουρκική αεροπορία μετά το πραξικόπημα του 2016 και τη δυσκολία αντικατάστασης των στελεχών που απομακρύνθηκαν (δεν είναι τυχαίο που ο Ερντογάν έδωσε προσωπική έμφαση στην ανάπτυξη των Bayraktar την τελευταία δεκαετία…)
Επίσης τα μεγάλα μη επανδρωμένα έχουν μεγαλύτερη εμβέλεια/αυτονομία πτήσης λόγω οικονομίας καυσίμων, μικρότερο κόστος αγοράς και συντήρησης, δυνατότητες ελιγμών πέρα από τις ανθρώπινες αντοχές (δυνάμεις G) και μπορούν να λειτουργούν μεμονωμένα ή ως σμήνος, μαζί με επανδρωμένα μαχητικά. Πχ. ένα Rafale F5 επόμενης γενιάς (τα δικά μας είναι F3R) θα μπορεί να συνοδεύεται από ένα, δύο ή και περισσότερα μη επανδρωμένα συνοδά σκάφη (Loyal Wingmen – «βοηθούς» – «Νο.2» στην ορολογία των ιπταμένων) και να τα κατευθύνει σε πολλαπλούς στόχους ή να τα χρησιμοποιεί ως παραπλάνηση σε συνδυασμούς επιθετικών ενεργειών στο έδαφος και στον αέρα, λειτουργώντας ακόμα και σε καταστάσεις κορεσμού (πληθώρα στόχων και ασυμμετρία φίλιων και εχθρικών δυνάμεων).

Helsing Centaur. Το μέλλον των ευρωπαϊκών μη επανδρωμένων μαχητικών είναι ήδη παρόν © Ηelsing
Ενας χειριστής UCAV από το έδαφος χρειάζεται κι αυτός πείρα αλλά με την υπάρχουσα τεχνολογία εξομοίωσης όλα γίνονται πιο εύκολα.
Ο χειριστής από το κέντρο ελέγχου εδάφους ελέγχει τα πάντα με οθόνες ή και ειδικά 3D visors και η τεχνητή νοημοσύνη ξεκινά από το δικό του στικ, ποντίκι και πληκτρολόγιο, περνά στους υπολογιστές μέσω εξελιγμένου software και φτάνει στους οnboard υπολογιστές του μαχητικού για να το τηλεκατευθύνει, σε έναν αέναο κύκλο ελέγχου που προστατεύεται με προηγμένα συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου (αντιμέτρων και παρεμβολών) που έχουν εξελιχθεί στο πέρασμα του χρόνου και θυμίζουν PC game και εξομοιωτές που σπέρνουν καταστροφή και θάνατο.
Ο αντίπαλος που διαθέτει την πιο προηγμένη τεχνολογία, σε αρκετή ποσότητα, μεταφέρει τα ισχυρότερα όπλα με στόχευση ακριβείας, το πληρέστερο πακέτο ηλεκτρονικού πολέμου και πολλαπλά ελεγχόμενη δικτυοκεντρική κάλυψη του πεδίου μάχης είναι πιθανότερο να κερδίσει τον πόλεμο του μέλλοντος.
Η πληροφορία παραμένει το Α και το Ω και εδώ βοηθούν τα μεγάλα μη επανδρωμένα μαχητικά και σε ρόλο αναγνώρισης, διότι μεταφέρουν ισχυρότερα συστήματα παρατήρησης και στόχευσης, καθώς και jammers ηλεκτρονικών παρεμβολών από μεγαλύτερες αποστάσεις. Αυτό είναι σημαντικό όταν πρέπει να πληγούν στόχοι πολύ βαθειά μέσα στο εχθρικό έδαφος.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέδειξε τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες των δύο πλευρών. Οι Ουκρανοί έκαναν μικρά θαύματα αξιοποιώντας (με τη βοήθεια Ευρωπαίων, Αμερικανών και Τούρκων) φτηνά, μικρά -και όχι τόσο μικρά- drones που όμως θερίζουν Ρώσους στρατιώτες, οχήματα και άρματα μάχης, σπέρνοντας το φόβο σε όσους επέζησαν ή δεν τα αντιμετώπισαν ακόμα.
Αντίστοιχα οι Ρώσοι προσπάθησαν να κάνουν κι αυτοί το ίδιο (με αρκετή βοήθεια από Κίνα, πχ. κινητήρες drones και κρίσιμα εξαρτήματα) κατασκευάζοντας κάπως μεγαλύτερα συστήματα, χωρίς όμως να μπορέσουν να αναπτύξουν την τεχνολογία όσο θα επιθυμούσαν. Η σημερινή Ρωσία δεν έχει καμία σχέση με την υπερδύναμη ΕΣΣΔ του 1980.

Xειριστής UCAV σε επίγεια βάση ελέγχου © Ηelsing
Η κατάσταση στην Ευρώπη σήμερα
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος μεγάλα ευρωπαϊκά μη επανδρωμένα πολεμικά αεροσκάφη (UCAV) σε ενεργό υπηρεσία. Τα υπάρχοντα προγράμματα στη γηραιά ήπειρο είναι είτε μικρότερα drones ή πρωτότυπα επίδειξης τεχνολογίας που έκλεισαν τον κύκλο τους (πχ. το nEUROn όπου συμμετείχε και η ΕΑΒ), είτε (τα μεγαλύτερα project) βρίσκονται ακόμα υπό σχεδιασμό, μελέτη, εξέλιξη, ανάπτυξη και αναθεώρηση.
Το πιο γνωστό, φιλόδοξo πολυεθνικό ευρωπαϊκό πρόγραμμα ήταν το nEUROn, επίδειξης τεχνολογίας για ένα stealth, αυτόνομο UCAV με επικεφαλής τη γαλλική Dassault. Συμμετείχαν εταιρείες από Ιταλία, Ισπανία, Σουηδία, Ελλάδα και Ελβετία. Αποστολή του ήταν να αναπτύξει και να δοκιμάσει στην πράξη τεχνολογίες για μελλοντικά μαχητικά drones, όπως η τεχνολογία stealth (απόκρυψη ίχνους στα ραντάρ), η αυτόνομη πτήση και η ικανότητα εκτόξευσης όπλων μέσα από την άτρακτό του – κάτι που πραγματοποιήθηκε με επιτυχία.

To nEURONn όπου συμμετείχε και η ΕΑΒ, αξιοποιείται σήμερα από τη Dassault στην επόμενη γενιά των Rafale F5 © Dassault
Μέχρι στιγμής η εταιρεία που έχει αξιοποιήσει τα επιτεύγματα του nEURONn είναι η Dassault, μέσω της επόμενης γενιάς Rafale F5 από το 2033-35 και μετά, γεφυρώνοντας το κενό αναμονής του νέου μαχητικού 6ης γενιάς FCAS – όπου επίσης συμμετέχει η δραστήρια γαλλική εταιρεία.
Το νέο UCAS θα έχει περίπου το μέγεθος ενός Mirage 2000 και θα παίρνει ισχύ από έναν κινητήρα Safran (πρώην Snecma) M88 turbofan – ίδιο με αυτόν του Rafale. Θα μπορεί να αποθηκεύει εσωτερικά μια μεγάλη ποικιλία από βλήματα αέρος-αέρος και αέρος-εδάφους.
Το σύστημα θα αποτελείται αρχικά από ένα ζεύγος μάχης με ένα Rafale F5 και ένα συνοδό μη επανδρωμένο UCAS. Ωστόσο η Dassault διερευνά το ενδεχόμενο να δώσει σε έναν μόνο πιλότο Rafale τον έλεγχο πολλαπλών μονάδων UCAS. Στόχος του είναι να επιχειρεί σε εναέριο χώρο υψηλού κινδύνου απειλών και να εκτελεί αποστολές SEAD/DEAD (Καταστολή και Καταστροφή Εχθρικής Αεράμυνας), δηλαδή εξουδετέρωση των αντιαεροπορικών συστημάτων και ραντάρ σε έδαφος και αέρα.
Επιπλέον, υπάρχει το πολυσυμμετοχικό ευρωπαϊκό πρόγραμμα Eurodrone, ένα ελικοφόρο τηλεχειριζόμενο μη επανδρωμένο αεροσκάφος. Με κύριο χρηματοδότη την Airbus, τη Dassault (ξανά εδώ), τη Leonardo, δηλαδή συνεργασία μεταξύ Γερμανίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Ισπανίας, βρίσκεται ακόμα στη φάση σχεδιασμού, μελέτης και ανάπτυξης. Οι πρώτες δοκιμαστικές πτήσεις και οι παραδόσεις αναμένονται πολύ αργότερα. Το Eurodrone θα είναι κάτι αντίστοιχο τoυ αμερικανικού ελικοφόρου οπλισμένου MQ-9 Reaper, αλλά το κόστος του προβλέπεται μεγαλύτερο και αυτό αποτελεί μείζον πρόβλημα, μαζί με τις καθυστερήσεις, καθώς ο ανταγωνισμός είναι σκληρός.
Η επανάσταση των startups: το παράδειγμα της Helsing
Η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία διανύει ωστόσο μια περίοδο πρωτοφανούς κινητικότητας, μετασχηματισμού και, κυρίως, επανεκκίνησης σε έναν πιο προσιτό τομέα. Στην αιχμή αυτής της αναδιάταξης βρίσκεται ένας νέος τύπος «παίκτη»: οι startup εταιρείες που ειδικεύονται στις στρατιωτικές τεχνολογίες αιχμής, με έμφαση στην Τεχνητή Νοημοσύνη, τη ρομποτική και τα μη επανδρωμένα συστήματα μάχης.
Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η γερμανική Helsing, η οποία έχει μεγαλώσει εντυπωσιακά και προχωρά δυναμικά και έξυπνα, σύμφωνα με ρεπορτάζ της γερμανικής Handlesblatt.
Η Helsing ιδρύθηκε μόλις το 2021, αλλά μέσα σε λίγα χρόνια εξελίχθηκε στη σημαντικότερη ευρωπαϊκή startup στον χώρο της άμυνας, με ιδιαίτερη εστίαση στα UCAV και στα ηλεκτρονικά συστήματα μάχης που βασίζονται σε AI. Χρηματοδοτείται εν μέρει από τη Saab και τη Rheinmetall, που θέλουν να αξιοποιήσουν το μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης που μελετά, σε δικά τους οπλικά συστήματα.

To επιθετικό drone HX-2 της γερμανικής Helsing αποτελεί βελτίωση του ΗF-1 που χρησιμοποιείται κατά χιλιάδες στο ουκρανικό μέτωπο – 10.000 οι παραγγελίες μόνο από Ουκρανία © Ηelsing
Αντικείμενό της είναι να δημιουργεί υπολογιστικά συστήματα ΑΙ, που λειτουργούν σε πραγματικό χρόνο στο πεδίο της μάχης, με ελάχιστη εξάρτηση από εξωτερική καθοδήγηση.
Η στρατηγική της βασίστηκε σε δύο πυλώνες: πρώτον, τη βαθιά ενοποίηση αλγορίθμων τεχνητής νοημοσύνης σε κάθε σύστημα μάχης (από το cockpit ενός Eurofighter ή ενός Gripen μέχρι ένα σμήνος από drones), και δεύτερον, την πρακτική εφαρμογή σε πολεμικά περιβάλλοντα, με απόλυτη προτεραιότητα την Ουκρανία, όπου πουλάει και δοκιμάζει χιλιάδες συστήματά της (drones και software) σε πραγματικές συνθήκες μάχης, με γερμανική -κρατική και ιδιωτική- χρηματοδότηση.
Tα συστήματα ΑΙ της Helsing (και συγκεκριμένα το Centaur) έχουν ήδη δοκιμαστεί σε σουηδικά μαχητικά Saab Gripen και ο πιλότος σε κάποια σενάρια άφησε το χειριστήριο στην τεχνητή νοημοσύνη, που ανέλαβε να κάνει μόνη της επιθετικούς και αμυντικούς ελιγμούς με απόλυτη επιτυχία.
Κατά τη διάρκεια των ασκήσεων το Centaur ανέλαβε πλήρως τον έλεγχο του μαχητικού, το οποίο εκτέλεσε αυτόνομα πολύπλοκους ελιγμούς σε σενάριο μάχης εντός, αλλά και πέρα από το οπτικό πεδίο, στοχοποιώντας ένα άλλο Gripen, που έπαιζε το ρόλο του αντιπάλου.
Στο ενεργητικό της Ηelsing συγκαταλέγεται η ανάπτυξη τεχνολογίας ηλεκτρονικού πολέμου που ενσωματώθηκε στα γερμανικά Eurofighter, καθώς και η ηγετική θέση της στην πλατφόρμα τεχνητής νοημοσύνης για το φιλόδοξο Future Combat Air System (FCAS – ευρωμαχητικό 6ης γενιάς) της Airbus σε συνεργασία με την Dassault.

Το επιθετικό drone ΗΧ-2 της Helsing © Ηelsing
Όμως το σημαντικότερο στοιχείο είναι η ταχύτατη είσοδός της στην κατασκευή μη επανδρωμένων επιθετικών drones, ξεκινώντας από τα HF‑1/HX-2 που σχεδίασε μαζί με Ουκρανούς εταίρους και κλιμακώνοντας την παραγωγή μέσα από ένα δίκτυο εργοστασίων που η ίδια αποκαλεί «Resilience Factories». Τα εργοστάσια αυτά είναι σχεδιασμένα να ανταποκρίνονται γρήγορα σε κρίσεις, να αυξάνουν και να εναλλάσσουν την παραγωγή και να διατηρούν σταθερό ρυθμό ετοιμοπαράδοτων προϊόντων, ακόμα και σε συνθήκες διακοπής της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Η περίπτωση της Helsing δεν είναι μεμονωμένη. Στην Ευρώπη πλέον συναντά κανείς έναν αναδυόμενο οικοσύστημα αμυντικών startups που έχουν μεταφέρει το επίκεντρο της καινοτομίας μακριά από τους παραδοσιακούς κρατικούς ή ιδιώτες βιομηχάνους όπλων.
Στη Γερμανία, η Quantum Systems (ιδρύθηκε το 2015) αναπτύσσει ηλεκτροκίνητα drones κάθετης απογείωσης και προσγείωσης (eVTOL) που βασίζονται εξ ολοκλήρου σε AI και επιχειρούν ήδη στην Ουκρανία.
Η πορτογαλική TEKEVER παράγει drones που λειτουργούν σε σχηματισμούς σμήνους (swarms), ενώ η δανέζικη Sky‑Watch κατασκευάζει μικρά UAV αναγνώρισης, απολύτως προσαρμοσμένα στις ανάγκες του ουκρανικού μετώπου. Παρόμοια πορεία ακολουθεί η Evolve Dynamics από το Ηνωμένο Βασίλειο, με ιδιαίτερη έμφαση στην προστασία από ηλεκτρονικές παρεμβολές, και η Threod Systems από την Εσθονία, που εξειδικεύεται σε VTOL drones (κάθετης αποπροσγείωσης) με αθόρυβη λειτουργία και μεγάλη αξιοπιστία.
Αντίστοιχη κινητικότητα υπάρχει και στη Γαλλία, στην Ολλανδία, στη Σουηδία και αλλού, με startups που πλέον δεν πειραματίζονται σε εργαστηριακό περιβάλλον αλλά εξοπλίζουν ενεργά στρατιωτικές μονάδες στο Μέτωπο.

Χειριστής drone στο ουκρανικό μέτωπο © Ηelsing
Οι μεγάλες εταιρείες νιώθουν την πίεση των μικρών
Οι startup κατασκευαστές drones δεν ανταγωνίζονται πλέον μόνο μεταξύ τους, αλλά πιέζουν για διαρθρωτικές αλλαγές στο μοντέλο των μεγάλων παραδοσιακών αμυντικών ομίλων. Καθιερωμένοι γίγαντες όπως η Airbus, η Leonardo, η BAE Systems και η Dassault βρίσκονται αντιμέτωπες με έναν νέο τρόπο σκέψης, όπου ο κύκλος ανάπτυξης ενός προϊόντος διαρκεί λίγους μήνες και όχι χρόνια, και η υλοποίηση γίνεται με προτεραιότητα τις τρέχουσες εξελίξεις και απαιτήσεις στο πεδίο της μάχης και όχι τις μακροπρόθεσμες κρατικές παραγγελίες.
Η πρόκληση πλέον είναι διπλή: από τη μία πλευρά, η ανάγκη για στρατιωτική τεχνολογική αυτονομία της Ευρώπης, και από την άλλη, η ανάγκη να απορροφηθούν αυτές οι startups σε ένα συνολικότερο πλαίσιο στρατηγικής παραγωγής.
Στις ΗΠΑ, η εικόνα είναι λιγότερο ξεκάθαρη. Παρά την ύπαρξη startups με υψηλή χρηματοδότηση, όπως η Shield AI, τα αποτελέσματα στο πραγματικό πεδίο έχουν υπάρξει μεικτά. Το drone V‑BAT της Shield AI έχει επιδείξει αξιοσημείωτες ικανότητες επιβίωσης και λειτουργίας σε περιβάλλον ισχυρής ηλεκτρονικής παρεμβολής κοντά στο Κίεβο, ενώ οι Ουκρανοί ζήτησαν εκατοντάδες μονάδες. Παρ’ όλα αυτά, άλλες αμερικανικές προσπάθειες, όπως της Skydio, απέτυχαν να αποδώσουν αποτελεσματικά υπό τις σκληρές συνθήκες του μετώπου, με πολλαπλά περιστατικά απώλειας drones λόγω ανεπαρκούς ανθεκτικότητας. Η διαχρονική τεχνολογική υπεροχή των ΗΠΑ παραμένει, όμως πολλές από τις λύσεις είναι σχεδιασμένες για συμβατικά πολεμικά περιβάλλοντα και όχι για τις ακραίες και εξαιρετικά απαιτητικές συνθήκες της Ουκρανίας.
Και δύο λόγια για τα κόστη
Ένα επανδρωμένο μαχητικό αεροσκάφος, σαν το Rafale ή το F-35, κοστίζει σήμερα 80 – 100 εκατομμύρια ευρώ. Ένα μη επανδρωμένο ιδίου μεγέθους (πχ. το «συνοδό» τζετ UCAV του Rafale) θα κοστίζει περίπου τα μισά. Και ένα μικρότερο ελικοφόρο μη επανδρωμένο (με μέτριες δυνατότητες μεταφοράς όπλων) κοστίζει ένα εκατομμύριο. Τα μικρότερα UCAV της Helsing με χωρητικότητα οπλισμού μερικά κιλά κοστίζουν 15.000 – 20.000 ευρώ το ένα. Συνεπώς το κόστος της απώλειας ενός επανδρωμένου μαχητικού είναι δυσαναπλήρωτο, ενώ αν εφαρμοστεί τακτική μείγματος με drones τότε η δαπάνη μειώνεται δραστικά και επιτυγχάνονται εύκολα συνθήκες κορεσμού του αντιπάλου, με δυνατότητες πλήγματος πολλαπλών στόχων, ακόμα και αν αυτοί είναι συγκριτικά πολυαριθμότεροι από τις φίλιες δυνάμεις.
Η ουκρανική εμπειρία έχει αποδείξει ότι η εφαρμογή αυτών των τεχνολογιών δεν είναι θεωρητική. Στην περιοχή της Kherson, τουρκικά drones τύπου Bayraktar TB2 πετυχαίνουν εκπληκτικά αποτελέσματα, αποδεικνύοντας ότι η στρατηγική χρήση UCAV εξακολουθεί να είναι κρίσιμη. Ταυτόχρονα, στο δυτικό μέτωπο κοντά στο Κίεβο, drones αμερικανικής προέλευσης δοκιμάστηκαν σε περιβάλλον παρεμβολών και κατάφεραν να ολοκληρώσουν αποστολές με ακρίβεια. Όμως εκεί που πραγματικά ξεχωρίζουν οι ευρωπαϊκές startups είναι στην προσαρμοστικότητα: γρήγορη παραγωγή, ταχύτατη ανατροφοδότηση από το πεδίο, και διαρκής τροποποίηση του λογισμικού με βάση τις επιχειρησιακές ανάγκες.

H Dassault δείχνει το δρόμο στα μεγάλα μη επανδρωμένα μαχητικά αεροσκάφη, αξιοποιώντας τεχνολογίες από το nEURONn © Dassault Aviation
Ανάγκη αλλαγής προτεραιοτήτων
Η περίπτωση της Helsing αποκρυσταλλώνει αυτή την αναγκαία αλλαγή δόγματος. Δεν πρόκειται πλέον για μια περιφερειακή startup αλλά για έναν δυναμικό γεωπολιτικό παράγοντα, με δομές παραγωγής πολλαπλών ταχυτήτων, με τεχνολογικό προβάδισμα στην AI, άμεση πρόσβαση στο πεδίο της μάχης και δοκιμασμένα προϊόντα (combat proven), σημαντικά για έναν υποψήφιο πελάτη.
Η Helsing δεν υποκαθιστά τις μεγάλες εταιρείες του χώρου, αλλά εισάγει ένα διαφορετικό μοντέλο: παραγωγή με ταχύτατους ρυθμούς startup, αξιοποίηση κεφαλαίων venture capital, προσήλωση στην λεπτομέρεια και συνεχή προσαρμογή στα δεδομένα της σύγκρουσης.
Σε μια Ευρώπη που αναζητά αμυντική αυτονομία και που δεν μπορεί πλέον να στηρίζεται αποκλειστικά στις Ηνωμένες Πολιτείες ή στη «σιγουριά» των μεγάλων ομίλων, η άνοδος των startups στα UCAV είναι ίσως το πιο ριζικό τεκμήριο ότι η καινοτομία στη σύγχρονη άμυνα έχει μετατοπιστεί αλλού. Από τα αεροπλανοφόρα στους αλγόριθμους. Από τη σταθερότητα στην προσαρμοστικότητα. Και από τις κρατικές συμβάσεις στην startup ταχύτητα.