Μια δεκαετία μετά την άφιξη του πρώτου κύματος χιλιάδων Σύριων προσφύγων στη Γερμανία, τα δεδομένα δείχνουν πως πολλοί όχι μόνο εντάχθηκαν στην κοινωνία, αλλά και συμβάλλουν ουσιαστικά στην οικονομία της χώρας.
Πάνω από τα δύο τρίτα των προσφύγων που έφτασαν την περίοδο 2013-2019 εργάζονται σήμερα, με ποσοστό απασχόλησης που υπολείπεται μόλις 9 μονάδες από τον εθνικό μέσο όρο.
Ο 26χρονος Ντίαρ Χαλ, ο οποίος κατέφυγε στη Γερμανία σε ηλικία 12 ετών, αποτελεί παράδειγμα επιτυχημένης ενσωμάτωσης. Σήμερα διευθύνει τη δική του νεοφυή επιχείρηση στο Μανχάιμ, απασχολώντας 15 εργαζόμενους και προσφέροντας μια εφαρμογή που βοηθά μετανάστες να κατανοήσουν τη γερμανική γραφειοκρατία. «Αυτό που μετρά δεν είναι η μετανάστευση, αλλά η ενσωμάτωση», λέει.
Κάθε μετανάστης συνεισφέρει 7.100 ευρώ ετησίως στον προϋπολογισμό
Σύμφωνα με τον οικονομολόγο Μάρτιν Βέρντινγκ, κάθε μετανάστης συνεισφέρει κατά μέσο όρο 7.100 ευρώ ετησίως στον κρατικό προϋπολογισμό, κυρίως μέσω της φορολόγησης και της στήριξης του συνταξιοδοτικού συστήματος.
Η Γερμανία χρειάζεται περίπου 400.000 νέους μετανάστες κάθε χρόνο για να διατηρήσει το μέγεθος του εργατικού δυναμικού της.
Ωστόσο, η πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη. Η αυστηροποίηση των συνόρων, η μείωση κοινωνικών παροχών και η άνοδος της ακροδεξιάς ΑfD έχουν ενισχύσει τις αρνητικές στάσεις απέναντι στους μετανάστες και εκφράζουν την αντι-μεταναστευτική πολιτική.
Παρόλα αυτά, ιστορίες όπως της 50χρονης Σαχάμα Μπότρους, που έφτασε από τη Δαμασκό και τώρα εργάζεται σε φιλανθρωπική οργάνωση στο Βερολίνο, δείχνουν πως οι πρόσφυγες όχι μόνο δεν αποτελούν βάρος, αλλά έχουν προσφέρει σταθερότητα, εργασία και προοπτική στη γερμανική κοινωνία.
Παρά τα εμπόδια, η ενσωμάτωση των Σύριων αποδεικνύει ότι η μετανάστευση, όταν συνοδεύεται από πολιτική βούληση και υποστήριξη, μπορεί να μετατραπεί σε πλεονέκτημα για μια γηράσκουσα Ευρώπη. Φυσικά πάντα θα υπάρχουν οι αντίθετες απόψεις, εκφράζοντας ανησυχίες σχετικά με εγκληματικότητα, ενσωμάτωση και προβλήματα που σχετιζονται με τη θρησκεία.