Πολύ πιθανή η αποστολή γερμανικών στρατευμάτων στην Ουκρανία ως εγγύηση ασφαλείας

Πυκνώνουν οι δηλώσεις Γερμανών πολιτικών για το ενδεχόμενο να στείλει η Γερμανία στρατό στην Ουκρανία στα πλαίσια των εγγυήσεων ασφαλείας

Γερμανικό πεζικό © Χ.com

Μετά τις πρόσφατες δηλώσεις του αντικαγκελάριου Λαρς Κλινγκμπέιλ ότι η Γερμανία είναι πολύ πιθανό να στείλει στρατεύματα, ως μέρος των εγγυήσεων ασφαλείας στην Ουκρανία, πυκνώνουν τις τελευταίες ώρες οι πληροφορίες σχετικά με το θέμα.

Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αποκλείει, όπως μεταδίδουν αμερικανικά και ευρωπαϊκά μέσα, στρατιωτική συμμετοχή των ΗΠΑ επί του ουκρανικού πεδίου με τη μορφή δυνάμεων πεζικού.

Δεν αποκλείει όμως συνδρομή με άλλες μορφές συμμετοχής, όπως πτήσεις μαχητικών αεροσκαφών, όπως αναφέρθηκε συγκεκριμένα στο Fox News, διότι «οι ΗΠΑ έχουν ανώτερες δυνατότητες». Όμως πρόσθεσε ότι το κύριο βάρος μιας ειρηνευτικής αποστολής στρατευμάτων «θα το αναλάβει η Ευρώπη».

Ο Μερτς θα θέσει το θέμα προς συζήτηση

Ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς σε δηλώσεις που έκανε ήδη από την Ουάσινγκτον μετά τη Σύνοδο Κορυφής στον Λευκό Οίκο άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να στείλει η Γερμανία στρατό στην Ουκρανία στο πλαίσιο μελλοντικών εγγυήσεων ασφαλείας, που εκ των πραγμάτων θα πρέπει να έχουν και στρατιωτική μορφή.

Όπως τόνισε, είναι νωρίς ακόμη για αποφάσεις, όμως όπως είπε «θα θέσει το θέμα στον κυβερνητικό συνασπισμό αλλά και στη γερμανική βουλή»

Από την πλευρά του ο Γερμανός υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους δήλωσε ότι η συμβολή της Γερμανίας σε ενδεχόμενες εγγυήσεις ασφαλείας πολιτικά και στρατιωτικά δεν έχει ακόμη αποφασιστεί, το ζήτημα παραμένει ανοιχτό.

Όπως είπε, «παρακολουθούμε πρωτίστως την πορεία των διαπραγματεύσεων, δεύτερον τη συμβολή των ΗΠΑ και τρίτον τη συνεννόηση με τους στενότερους εταίρους μας». Ο Γερμανός υπ. Άμυνας τονίζει επίσης ότι θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν με ποια μορφή η Ρωσία δείχνει ετοιμότητα για επίτευξη ειρήνης. Για την ώρα, η Γερμανία έχει επιφυλακτική στάση ως προς τις ειλικρινείς προθέσεις της Μόσχας για ειρήνη στην Ουκρανία.

Ο επικεφαλής της επιτροπής Άμυνας της γερμανικής βουλής, Τόμας Ρέβεκαμπ από τους Χριστιανοδημοκράτες, αναμένει μια ανάπτυξη γερμανικών στρατευμάτων στο πλαίσιο ειρηνευτικής αποστολής.

«Οι Ευρωπαίοι και οι Ουκρανοί έχουν αρνητικές εμπειρίες σε σχέση με τις ρωσικές δεσμεύσεις, γι αυτό απαιτείται μια αποτελεσματική αποτροπή. Αυτό σημαίνει ότι Γερμανοί στρατιώτες στο μέλλον, μετά από μια συμφωνία ειρήνης με τη Ρωσία, θα διασφαλίσουν ότι η ειρήνευση είναι διαρκής», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Πολύ πιθανή μια γερμανική ταξιαρχία στην Ουκρανία

Την ίδια ώρα ο Χένινγκ Ότε, επιτετραμμένος της γερμανικής κυβέρνησης στη γερμανική βουλή για θέματα ενόπλων δυνάμεων, δηλώνει ότι μια πιθανή ειρηνευτική αποστολή της Bundeswehr στην Ουκρανία θα επιβάρυνε πολύ τα γερμανικά στρατεύματα. Τόνισε ότι ακόμα και η αποστολή μιας ταξιαρχίας 5000 στρατιωτών στην Ουκρανία θα ήταν πολύ μεγάλη επιβάρυνση για τον γερμανικό στρατό και θα του δημιουργούσε μεγάλη τρύπα ασφαλείας.

Εάν η Γερμανία αποφασίσει να συμμετάσχει σε μια τέτοια ειρηνευτική αποστολή με στρατεύματα, θα είναι μια σημαντική, ιστορική στροφή για τη Γερμανία μεταπολεμικά, την ώρα που η ίδια θέλει να δημιουργήσει τον ισχυρότερο στρατό στην Ευρώπη.

Για τη Μόσχα αυτό εκλαμβάνεται ως νέο επίπεδο απειλής. Αντίστοιχα όμως, και για τη Γερμανία η Ρωσία θεωρείται ως η μεγαλύτερη απειλή ασφαλείας, ενώ ταυτόχρονα οι εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία θεωρούνται στο Βερολίνο ως εγγυήσεις ασφαλείας για την Ευρώπη και εν τέλει τη Γερμανία.

Υπενθυμίζεται ότι επί διακυβέρνησης Όλαφ Σολτς, η γερμανική κυβέρνηση, μολονότι είχε δεσμευτεί να κάνει τα πάντα για τη στήριξη της Ουκρανίας με στρατιωτικούς εξοπλισμούς και οικονομική βοήθεια, απέκλειε το ενδεχόμενο στρατιωτικής εμπλοκής της Γερμανίας στο ουκρανικό μέτωπο στο πλαίσιο ειρηνευτικής αποστολής -σύμφωνα με την πρόταση του Γάλλου προέδρου Μακρόν- διότι κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια στη Γερμανία.

Το θέμα πάντως μιας πιθανής ειρηνευτικής αποστολής ήδη συζητείται εντατικά στο Παρίσι και το Λονδίνο, με τη «Συμμαχία των Προθύμων» να επιταχύνει τη συζήτηση για το θέμα των εγγυήσεων ασφαλείας και τη συγκεκριμένη μορφή που θα μπορούσε να λάβει.