Η ιδέα ή προοπτική μιας συνάντησης μεταξύ του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν και του Ουκρανού ηγέτη Βολοντίμιρ Ζελένσκι, προκειμένου να τερματιστεί ο πόλεμος και να υπογραφεί μια συμφωνία ειρήνης, έχει απασχολήσει έντονα τη διεθνή διπλωματία, κυρίως μετά τις προσπάθειες του Ντόναλντ Τραμπ να προωθήσει μια τέτοια εξέλιξη.
Ωστόσο, παρά τις πιέσεις, το Κρεμλίνο δείχνει να αποφεύγει μια άμεση και πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση, γεγονός που έχει βαθιές ρίζες τόσο σε πολιτικές όσο και σε ψυχολογικές αιτίες.
Έντονη περιφρόνηση στο πρόσωπο του Ζελένσκι
Καταρχάς, η σχέση του Πούτιν με τον Ζελένσκι χαρακτηρίζεται από έντονη περιφρόνηση. Η ρωσική ηγεσία δεν αναγνωρίζει καν τη νομιμότητα του Ουκρανού προέδρου, ενώ η κρατική τηλεόραση τον αποκαλεί «κλόουν». Για το Κρεμλίνο, το να καθίσει στο ίδιο τραπέζι μαζί του ισοδυναμεί με υποβάθμιση και υποχώρηση, κάτι που η ρωσική πολιτική ελίτ θεωρεί αδιανόητο. Όπως τόνισε ο Ρώσος βουλευτής Κονσταντίν Ζατούλιν, μια τέτοια κίνηση θα ήταν «παραχώρηση» και θα μπορούσε να προκαλέσει εσωτερικές πολιτικές αντιδράσεις.
Παράλληλα, ο Πούτιν χρησιμοποιεί την ένοπλη σύγκρουση ως εργαλείο εδραίωσης της επιρροής του στην Ουκρανία, επιδιώκοντας την πλήρη πολιτική υποταγή της και την ακύρωση των φιλοδυτικών της φιλοδοξιών. Μια συνάντηση με τον Ζελένσκι θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμα και έμμεση παραδοχή ήττας, καθώς θα αναγνώριζε τον Ουκρανό ηγέτη ως ισότιμο συνομιλητή. Αυτή η εικόνα είναι ανεπιθύμητη για το Κρεμλίνο, που επιδιώκει να παρουσιάσει τον πόλεμο ως δικαιωμένη αποστολή κατά ενός «παράνομου καθεστώτος».
Από την άλλη πλευρά, ο Τραμπ προωθεί τη συνάντηση ως μοναδικό τρόπο για να υπάρξει πρόοδος στην ειρήνευση, θεωρώντας ότι μόνο μέσω διαλόγου μπορεί να τελειώσει ο πόλεμος. Σύμφωνα με τον ίδιο, η συνάντηση θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια τριμερή συμφωνία ΗΠΑ-Ρωσίας-Ουκρανίας, ωστόσο το Κρεμλίνο έχει θέσει αυστηρούς όρους: η Ουκρανία πρέπει να αποδεχθεί τις βασικές απαιτήσεις της Ρωσίας, κάτι που το Κίεβο απορρίπτει κατηγορηματικά.
Η Ρωσία δεν βιάζεται για συνάντηση
Οι ρωσικές δηλώσεις για πιθανή συνάντηση είναι σκόπιμα αόριστες και η ρητορική τους περιλαμβάνει την ανάγκη «προσεκτικής προετοιμασίας», υποδεικνύοντας ότι μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι άμεση και εξαρτάται από το εάν η Ουκρανία αποδεχθεί τους όρους του Κρεμλίνου. Αναλυτές τονίζουν πως η συνάντηση θα μπορούσε να συμβεί μόνο αν ο Ζελένσκι υπογράψει μια ήττα, κάτι που σήμερα μοιάζει απίθανο.
Τέλος, η αποκλειστικότητα της ρωσικής πρότασης για το μέρος της συνάντησης — μόνο στη Μόσχα — και η πολιτική ρητορική περί μη νομιμότητας του Ζελένσκι δημιουργούν ένα επιπλέον εμπόδιο. Με αυτά τα δεδομένα, μια συνάντηση Πούτιν-Ζελένσκι μοιάζει πιθανή μόνο σε μεσοπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο ορίζοντα, εφόσον αλλάξουν ριζικά οι ισορροπίες στο πεδίο της σύγκρουσης.
Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι ο Πούτιν αποφεύγει μια άμεση συνάντηση με τον Ζελένσκι γιατί αυτή θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση ισοτιμίας, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με το αφήγημα του Κρεμλίνου και την πολιτική του επιδίωξη να ελέγξει πλήρως την Ουκρανία. Μέχρι να υπάρξουν σημαντικές υποχωρήσεις από την πλευρά του Κιέβου, ή αλλαγές στις διεθνείς ισορροπίες, το τραπέζι της ειρήνης ίσως παραμένει μακριά.