Mπορεί για μερίδα του ευρωπαϊκού κόσμου η παρακάτω διαπίστωση να φαντάζει περίεργη, ωστόσο αποτυπώνει μια νέα πραγματικότητα: η Γαλλία, η μία από τις κύριες «ατμομηχανές» της Ευρώπης, μετατρέπεται σταδιακά στον νέο «ασθενή», την ίδια στιγμή που η Ιταλία της Τζόρτζια Μελόνι είναι πλέον αξιόπιστη όσον αφορά τα δημόσια οικονομικά.
Σε πρόσφατο σημείωμα του οικονομολόγου Philippe Crevel διαβάζουμε πως η Ιταλία, που κάποτε ήταν ο «κακός μαθητής» της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δημοσιονομικό τομέα, «έχει πλέον τη δυνατότητα να παραδίδει μαθήματα στη Γαλλία». Όπως τονίζει στο ίδιο μήκος κύματος η γαλλική Le Monde, oρισμένοι βλέπουν ήδη την Ιταλία ως πρότυπο δημοσιονομικής αυστηρότητας για τον «γείτονά» της.
Aντιπροσωπευτικά της κατάστασης είναι τα επιτόκια που ζητούν οι επενδυτές για να διακρατήσουν το δημόσιο χρέος των δύο χωρών. Το 2011 και το 2012 η Ιταλία κρινόταν τόσο ασταθής και αναξιόπιστη, που οι επενδυτές είχαν απαιτήσει να εισπράττουν έως και 400 μονάδες βάσης (4%) περισσότερο σε σχέση με το γαλλικό επιτόκιο: όταν η Γαλλία πλήρωνε 3% ετησίως, η Ιταλία έπρεπε να καταβάλλει 7%. Έκτοτε αυτό το «πριμ κινδύνου» έχει συρρικνωθεί. Στις 15 Αυγούστου έπεσε κάτω από τις 5 μονάδες βάσης για την κύρια αναφορά, με αποπληρωμή στα 10 χρόνια. Πρόκειται για κάτι που είχε να συμβεί από το 2005. Για τα πενταετή ομόλογα η διαφορά μεταξύ του γαλλικού και του ιταλικού χρέους στις χρηματοπιστωτικές αγορές έχει εξαφανιστεί εντελώς από τα μέσα Ιουλίου.
Αν και το Παρίσι δεν πληρώνει επί του παρόντος ακριβότερα από τη Ρώμη προκειμένου να δανειστεί, αυτό μπορεί να είναι μόνο θέμα ημερών ή εβδομάδων. «Το κόστος δανεισμού του γαλλικού κράτους πιθανότατα θα ξεπεράσει σύντομα αυτό της Ιταλίας», προβλέπει ο Andrew Kenningham, οικονομολόγος στην Capital Economics, ενώ στην ίδια γραμμή κινούνται και αναλυτές της Commerzbank και της Nomura.
Πώς η Ιταλία «έπιασε» τη Γαλλία και το ρίσκο της κυβέρνησης Μπαϊρού
Μια πρώτη εξήγηση για τα παραπάνω βρίσκεται στην πολιτική σταθερότητα στην Ιταλία, που είναι βασική για τους επενδυτές. Δεν έχουν, μάλιστα, κανένα πρόβλημα να ανεχτούν ένα καθεστώς που τείνει προς τον αυταρχισμό, αρκεί να τους παρέχει μακροπρόθεσμη ορατότητα, παρατηρεί η Le Monde. Από το 2020 η Γαλλία είχε έξι πρωθυπουργούς. Η Ιταλία, στον αντίποδα, μόνο τρεις. «Η Τζόρτζια Μελόνι βρίσκεται κοντά στο να ολοκληρώσει τη θητεία της χωρίς αλλαγή κυβέρνησης, κάτι πρωτοφανές στη μεταπολεμική περίοδο, ενώ η μειοψηφική κυβέρνηση του Φρανσουά Μπαϊρού μπορεί να ανατραπεί ανά πάσα στιγμή», σημειώνει ο Andrew Kenningham.
Επί αυτού, ανησυχητική είναι και η χθεσινή ανακοίνωση του Μπαϊρού, ο οποίος θα ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης στις 8 Σεπτεμβρίου, πριν από τη συζήτηση για τον προϋπολογισμό, θέτοντας με αυτόν τον τρόπο σε κίνδυνο την επιβίωση της κυβέρνησής του. Τον προηγούμενο μήνα ο Γάλλος πρωθυπουργός παρουσίασε έναν αυστηρό προϋπολογισμό ύψους 43,8 δισ. ευρώ για το επόμενο έτος, με στόχο τη μείωση του ελλείμματος του 2026 στο προβλεπόμενο 4,6% του ΑΕΠ. Ωστόσο, η πρόταση, που προβλέπει επίσης τη μείωση δύο αργιών, προκάλεσε οργή στα κόμματα της αντιπολίτευσης, κάποια από τα οποία απείλησαν να ανατρέψουν τον Μπαϊρού αν προχωρούσε χωρίς σημαντικές αλλαγές. Μέσα σε όλα αυτά, ο Μπαϊρού πρέπει επίσης να αντιμετωπίσει την απειλή μαζικών διαδηλώσεων και μιας πανεθνικής απεργίας, που έχει προγραμματιστεί για τις 10 Σεπτεμβρίου, αφού τα γαλλικά συνδικάτα δεν αστειεύονται και βρίσκονται μόνιμα «επί ποδός πολέμου».
Στο οικονομικό επίπεδο, οι δυσκολίες στις οποίες έχει εμπλακεί η Γαλλία έχουν επίσης αλλάξει την άποψη του χρηματοπιστωτικού κόσμου. Εκτροχιασμός του δημόσιου ελλείμματος, ανεξέλεγκτη αύξηση του χρέους… Όλα αυτά έχουν υπονομεύσει την εμπιστοσύνη των αγορών, παρατηρεί το γαλλικό μέσο. Λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη πλειοψηφίας στην Εθνοσυνέλευση και τη μεγάλη αντιδημοφιλία του Μπαϊρού, κανείς δεν θεωρεί πλέον τις υποσχέσεις για ανάκαμψη δεδομένες. Σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης Moody’s, για παράδειγμα, το δημόσιο έλλειμμα αναμένεται να φτάσει ακόμα το 4,9% του ΑΕΠ το 2026, ενώ η κυβέρνηση στοχεύει στο 4,6%.
Ταυτόχρονα, η Ιταλία έχει ανακτήσει την αξιοπιστία της. Τον Μάιο ο οίκος S&P, μάλιστα, αναβάθμισε την αξιολόγησή της σε ΒΒΒ+ και η Moody’s άνοιξε τον δρόμο για αναβάθμιση της δικής της. Ο πρώην «παρίας» της ΕΕ φέρει σίγουρα ένα από τα βαρύτερα δημόσια χρέη στην Ευρώπη, που αντιπροσωπεύει το 138% του ΑΕΠ της, έναντι 114% στη Γαλλία. Επιπλέον, η ανάπτυξή της παραμένει λίγο ασθενέστερη από αυτή της Γαλλίας (+0,4% έναντι +0,7% σε ετήσια βάση το β’ τρίμηνο).
Όμως μέσα σε λίγα χρόνια η Ιταλία έχει αναλάβει μια σημαντική δημοσιονομική αναδιοργάνωση, περισσότερο απ’ ό,τι η Γαλλία. Το δημόσιο έλλειμμα των δύο γειτόνων ήταν κοντά στο 9% του ΑΕΠ το 2020, έτος της πανδημίας. Στη Γαλλία στη συνέχεια μειώθηκε, προτού ανέβει ξανά στο 5,8% το 2024. Στην Ιταλία το δημόσιο έλλειμμα μειώθηκε σταθερά, χωρίς «ζιγκ-ζαγκ», για να επανέλθει στο 3,4% του ΑΕΠ το 2024. Όπως 11 άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, η χώρα παραμένει πάνω από το ανώτατο όριο του 3%, που έχει οριστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Όμως το πλησιάζει με γοργό ρυθμό. Ο επίσημος στόχος είναι να μειωθεί στο 2,6% το 2027, κάτι που θα επέτρεπε στην Ιταλία να βγει από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, που έχει ξεκινήσει εναντίον της από τις Βρυξέλλες, και να μειώσει πραγματικά το χρέος της. Το 2024 η Ρώμη κατάφερε ήδη να επιτύχει ένα ελαφρύ δημοσιονομικό πλεόνασμα, αν εξαιρεθεί η εξυπηρέτηση του χρέους. Καμία άλλη χώρα της G7 δεν μπορεί να πει το ίδιο.
Το γαλλικό χρέος απειλεί ολόκληρη την Ευρωζώνη
Με το δημόσιο χρέος στη Γαλλία να έχει ξεπεράσει τα 3 τρισ. ευρώ, η αβεβαιότητα ακουμπάει ολόκληρη τη Γηραιά Ήπειρο, αφού η Γαλλία από κοινού με τη Γερμανία αποτελούν τις «ατμομηχανές» της ευρωπαϊκής οικονομίας. Οι κρίσεις σε οικονομίες τέτοιου βεληνεκούς δεν περιορίζονται στα «στενά» σύνορα των εν λόγω χωρών, αλλά θα επηρεάσουν ολόκληρη την Ευρωζώνη, με τον κίνδυνο να απειληθεί η σταθερότητα του ευρώ να είναι ορατός.
Όπως έγραφε το Politico τον προηγούμενο μήνα, ο «σεισμός» που προκάλεσε ο Μπαϊρού με τον προϋπολογισμό δεν ήταν απλώς ένα καμπανάκι για τη Γαλλία, αλλά ήταν μάλλον η πιο ξεκάθαρη και επείγουσα απόδειξη ότι μια γηράσκουσα και όλο και πιο ανίσχυρη Ευρώπη βαδίζει προς τη χρεοκοπία, εκτός κι αν αγκαλιάσει ριζικές αλλαγές, όπως είναι η ψηφιοποίηση, η απανθρακοποίηση και η άμυνα, τομείς που απαιτούν γερή χρηματοδότηση σε ένα περιβάλλον δημογραφικής παρακμής. Όμως τα περιθώρια ελιγμών είναι ελάχιστα, λόγω του χρέους και των ελλειμμάτων.
Και ενώ η παρουσίαση του Μπαϊρού, με περικοπές δαπανών, αυξήσεις φόρων και την κατάργηση δύο αργιών, ανέδειξε την αδυναμία συνέχισης της σημερινής πορείας, οι αντιδράσεις που προκάλεσε έδειξαν μόνο πόσο δύσκολο είναι να αλλάξει ρότα η χώρα. Τότε η Λεπέν είχε δηλώσει χαρακτηριστικά πως «αυτή η κυβέρνηση προτιμά να επιτεθεί στον γαλλικό λαό, στους εργαζομένους και στους συνταξιούχους, παρά να κυνηγήσει τη σπατάλη», ενώ δεσμεύτηκε να ρίξει τη μειοψηφική κυβέρνηση του Μπαϊρού αν επιμείνει στα σχέδιά του.
Ωστόσο, το εν λόγω πρόβλημα δεν είναι αμιγώς γαλλικό. Ο Μπαϊρού είναι μόλις ένας από μια χούφτα κεντρώων πρωθυπουργών στην Ευρώπη που βρίσκονται στριμωγμένοι, είτε από δεξιές, είτε από αριστερές δυνάμεις. Για παράδειγμα, μέσα στον Ιούλιο ο Βρετανός πρωθυπουργός, Κιρ Στάρμερ, αναγκάστηκε λόγω «εξέγερσης» των βουλευτών του να εγκαταλείψει περικοπές στην πρόνοια, τις οποίες θεωρούσε αναγκαίες.
Και ενώ πολλές χώρες της ευρωζώνης έχουν σημειώσει πρόοδο στη μείωση των ελλειμμάτων τους από το τέλος της πανδημίας, το ΔΝΤ προβλέπει ότι το συνολικό έλλειμμα της ευρωζώνης θα διευρυνθεί στο 3,3% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος της δεκαετίας, ωθώντας το ακαθάριστο δημόσιο χρέος στο 93% του ΑΕΠ.
Αφού ξέφυγε από την πειθαρχία των μνημονίων στη διάρκεια της κρίσης χρέους της ευρωζώνης πριν από μια δεκαετία, τα δημόσια οικονομικά της Γαλλίας βρίσκονται σήμερα σε χειρότερη κατάσταση από κάθε άλλη μεγάλη οικονομία της περιοχής. Οι οίκοι αξιολόγησης επισημαίνουν συνεχώς την επιδεινούμενη πορεία του χρέους της. Το έλλειμμα έφτασε σχεδόν στο 9% του ΑΕΠ το 2020 και δεν έχει πέσει κάτω από τον στόχο του 3% της ΕΕ από το 2019. Ακόμα και με τις προβλέψεις του Μπαϊρού, δεν θα επιστρέψει εκεί πριν από το 2029.
Κλείνοντας για την Ευρωζώνη, το Politico παρατηρεί ότι το κόστος εξυπηρέτησης αυτού του χρέους δεν μπορεί παρά να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια, καθώς οι κυβερνήσεις σε όλη την Ευρώπη αναχρηματοδοτούν τα δάνεια που πήραν σχεδόν δωρεάν την περίοδο 2014-2022, με πολύ υψηλότερα επιτόκια.