Για τρίτη φορά μέσα σε λίγο περισσότερο από έναν χρόνο, η Γαλλία κινδυνεύει να χάσει τον πρωθυπουργό της. Ο κεντρώος Φρανσουά Μπαϊρού, επικεφαλής μιας κυβέρνησης μειοψηφίας, αιφνιδίασε τους πάντες στις 25 Αυγούστου, ανακοινώνοντας ότι θα θέσει την επιβίωση της κυβέρνησής του σε δοκιμασία, ζητώντας ψήφο εμπιστοσύνης από τη Γαλλική Εθνοσυνέλευση στις 8 Σεπτεμβρίου.
Η απόφαση, ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη σύμφωνα με δημοσίευμα στον Economist, ελήφθη εν μέσω ενός πολιτικού τοπίου βαθιά διχασμένου: η Εθνοσυνέλευση είναι μοιρασμένη σε τρία ισχυρά μπλοκ, εκ των οποίων τα δύο έχουν εκφράσει την πρόθεσή τους να ρίξουν την κυβέρνηση, καλώντας τον πρόεδρο της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, να προκηρύξει πρόωρες προεδρικές εκλογές. Ο 74χρονος Μπαϊρού, που ανέλαβε καθήκοντα λιγότερο από 9 μήνες πριν μετά την πτώση του προκατόχου του, Μισέλ Μπαρνιέ, καλείται να επιδείξει εξαιρετικές πολιτικές ικανότητες για να διατηρήσει τη θέση του.
Οι αγορές, ήδη ευαίσθητες σε ενδείξεις πολιτικής αστάθειας, αντέδρασαν έντονα: Το περιθώριο απόδοσης των 10 ετών γαλλικών ομολόγων, σε σχέση με τα αντίστοιχα γερμανικά, αυξήθηκε από 0,69 σε 0,73.
Στα κάγκελα η αντιπολίτευση για τα μέτρα λιτότητας στη Γαλλία
Η πολιτική συγκυρία δεν είναι ευνοϊκή. Ο Μπαϊρού προετοιμάζει τον προϋπολογισμό του 2026, στον οποίο περιλαμβάνονται μέτρα λιτότητας ύψους 44 δισ. ευρώ, ώστε το έλλειμμα να μειωθεί από 5,4% του ΑΕΠ το 2025 σε 4,6% το 2026. Ανάμεσα στα πιο αμφιλεγόμενα μέτρα είναι η κατάργηση δύο από τις έντεκα δημόσιες αργίες της Γαλλίας -απόφαση που έχει προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις: Σε δημοσκόπηση του Αυγούστου, το 84% των πολιτών δήλωσε αντίθετο (από 73% τον Ιούλιο).
Αντί να περιμένει να τεθεί ο προϋπολογισμός σε ψήφιση, ο Μπαϊρού επέλεξε μια προληπτική κίνηση, με υψηλό ρίσκο όμως, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε ανάλυσή της η UBS. Με δραματικό τόνο, δήλωσε: «Η χώρα μας βρίσκεται σε κίνδυνο». Και υπογράμμισε ότι το δημόσιο χρέος της Γαλλίας έχει φτάσει το 114% του ΑΕΠ, το τρίτο υψηλότερο στην ΕΕ μετά την Ελλάδα και την Ιταλία. Ενδεικτικό της κατάστασης «ασφυξίας» που διαμορφώνεται, αποτελεί το γεγονός ότι η Γαλλία θα δαπανήσει φέτος περισσότερα για την εξυπηρέτηση του χρέους (66 δισ. ευρώ) απ’ ό,τι για την εκπαίδευση ή την άμυνα.
Η ψήφος εμπιστοσύνης, όπως διευκρίνισε ο Μπαϊρού, δεν θα αφορά στα επιμέρους μέτρα του προϋπολογισμού, αλλά την αναγνώριση ή μη ενός «εθνικού επείγοντος» που απαιτεί άμεση αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος.
Αναβρασμός στις αγορές με φόντο την πολιτική κρίση στη Γαλλία
Η κατάσταση των δημόσιων οικονομικών είναι, αναμφίβολα, οριακή. Από το 1974, η Γαλλία δεν έχει παρουσιάσει ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Οι κυβερνήσεις του Μακρόν ξόδεψαν αφειδώς κατά τη διάρκεια της πανδημίας και μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, χωρίς όμως να εισπράξουν πολιτικά οφέλη.
Σε κάθε περίπτωση η πιθανότητα νέας κυβερνητικής κρίσης στη Γαλλία έχει ανησυχήσει τις αγορές. Από τις 12 Αυγούστου, η Γαλλία πληρώνει υψηλότερα επιτόκια δανεισμού ακόμη και από την Ελλάδα. Στις 26 Αυγούστου οι γαλλικές τράπεζες υπέστησαν σημαντικές απώλειες: η Société Générale έχασε 6,31% της αξίας της και η BNP Paribas 5,75%.
Παρά τις προειδοποιήσεις Μπαϊρού, όμως, τα κόμματα της αντιπολίτευσης παραμένουν αρνητικά. Ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν, ηγέτης της ριζοσπαστικής αριστεράς (La France Insoumise), κατηγόρησε τον πρωθυπουργό ότι «δραματοποιεί σκόπιμα την κατάσταση». Η παράταξή του θα καταψηφίσει την κυβέρνηση Μπαϊρού, όπως και η ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν, η οποία κάλεσε τον πρόεδρο Μακρόν να διαλύσει τη Γαλλική Εθνοσυνέλευση και να προκηρύξει εκλογές -κάτι που εκείνος φαίνεται να αποκλείει προς το παρόν.
Πολιτική ζαριά με λεπτές ισορροπίες
Ο Μπαϊρού, ένας έμπειρος πολιτικός και βετεράνος των ισορροπιών στην πολιτική σκηνή, παίζει μια δύσκολη παρτίδα, συνεχίζει το δημοσίευμα του Economist. Για να επιβιώσει, πρέπει να εξασφαλίσει πλειοψηφία μεταξύ των παρόντων βουλευτών στις 8 Σεπτεμβρίου -κάτι που μοιάζει όλο και λιγότερο πιθανό. Ακόμα και τα πιο μετριοπαθή κόμματα που τον είχαν στηρίξει παλιότερα, όπως οι Σοσιαλιστές, δείχνουν απρόθυμα να επαναλάβουν την υποστήριξή τους.
Με τη στρατηγική του, ο πρωθυπουργός της Γαλλίας επιχειρεί να εκθέσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης, φέρνοντάς τα αντιμέτωπα με μια απλή, καίρια ερώτηση: Αναγνωρίζουν ή όχι ότι η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη μ’ έναν εθνικό κίνδυνο λόγω του χρέους και του ελλείμματος;
Ωστόσο, η απουσία πολιτικής συναίνεσης ακόμη και σε αυτό το βασικό ζήτημα αντανακλά μελαγχολικά τη βαθιά πόλωση της γαλλικής πολιτικής σκηνής. Και το τίμημα, αυτήν τη φορά, μπορεί να είναι η πτώση μιας ακόμη κυβέρνησης στη Γαλλία και η άφιξη του ΔΝΤ στην καθημερινότητα των Γάλλων.