Τα μη επανδρωμένα επίγεια οχήματα μάχης, Unmanned Ground Combat Vehicles (UGCV ή UGV για συντομία), αποτελούν μια από τις πιο ριζοσπαστικές εξελίξεις στη σύγχρονη στρατιωτική τεχνολογία, όπως τα αντίστοιχα drones στον αέρα.
Πρόκειται για ερπυστριοφόρα ή τροχοφόρα που σχεδιάζονται είτε για αποστολές αναγνώρισης και υποστήριξης, είτε για πλήρη εμπλοκή με βαρύ οπλισμό στο πεδίο της μάχης. Η ανάπτυξή τους προσφέρει νέες δυνατότητες, χαμηλότερο κόστος αλλά και σοβαρές τεχνικές και επιχειρησιακές προκλήσεις.
Η αξία τους έγκειται κυρίως στη μείωση του κινδύνου για το πολύτιμο, μη εύκολα αντικαθιστούμενο έμψυχο δυναμικό. Ένα μη επανδρωμένο όχημα μπορεί να επιχειρεί σε περιοχές όπου η απώλεια ανθρώπινων ζωών θα ήταν πολύ πιθανή, να ανιχνεύει νάρκες ή να εμπλέκεται σε μάχες, χωρίς να εκθέτει φίλιες δυνάμεις σε κίνδυνο.
Η εξέλιξη τους φτάνει μέχρι την μερική -ή ολική στο μέλλον- αντικατάσταση ακόμα και των παραδοσιακών αρμάτων μάχης. Η σχεδίαση απαιτεί ανθεκτικά και αξιόπιστα συστήματα επικοινωνίας, καθώς είναι κρίσιμο να παραμένουν σε επαφή με τους χειριστές τους, ακόμη και σε συνθήκες ηλεκτρονικού πολέμου, δηλαδή έντονων παρεμβολών.
Η τηλεκατεύθυνση γίνεται συνήθως από ειδικά κέντρα διοίκησης στα μετόπισθεν, κοντά ή και μακριά από το πεδίο μάχης, ή από άλλα οχήματα που βρίσκονται σε αποστάσεις από λίγα έως δεκάδες χιλιόμετρα.
Αυτονομία κίνησης αλλά και βολής πυρών
Οι χειριστές είναι στρατιωτικοί, εκπαιδευμένοι να λειτουργούν μέσω κονσολών ελέγχου, συχνά με διεπαφές που θυμίζουν παιχνίδια προσομοίωσης, PC simulators ή drones. Σε πιο εξελιγμένες μορφές, τα οχήματα αυτά μπορούν να κινούνται με βοήθεια τεχνητής νοημοσύνης και προηγμένου software, GPS, αποθηκευμένων χαρτών, ακόμα και τη νύκτα, αυτόνομα (χωρίς τηλεκατεύθυνση ή επίβλεψη από χειριστή) σε προκαθορισμένες διαδρομές, να αναγνωρίζουν εμπόδια και απειλές μέσω αισθητήρων και να βάλουν με πυροβόλα, βομβίδια ή πυραύλους. Οι βολές απαιτούν κατά κανόνα άδεια από άνθρωπο (permission to engage) αλλά μπορεί εκ των προτέρων να τους δοθεί πλήρης ελευθερία εμπλοκής.

Ένα από τα μικρότερα, ουκρανικής σχεδίασης και κατασκευής UGV, με πολυβόλο, που μπορεί να πλησιάσει καμουφλαρισμένο τις εχθρικές γραμμές με κάμερα και απλό σύστημα τηλεκατεύθυνσης © Ukraine DoD
Ο βαθμός αυτονομίας τους αυξάνεται σημαντικά, χάρη στις τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης και μηχανικής όρασης. Χρησιμοποιούν συνδυασμό καμερών ημέρας/νύχτας, θερμικών αισθητήρων, lidar (light detection and ranging), radar μικρής εμβέλειας, τοπικά ασύρματα δίκτυα/διαδίκτυο και GPS, ώστε να αναγνωρίζουν το ανάγλυφο του πεδίου μάχης και να αποφεύγουν κινδύνους.
Ένα προηγμένο UGV μπορεί να εντοπίσει εχθρικές κινήσεις, να παρακολουθήσει στόχους και να μεταδώσει σε πραγματικό χρόνο τα δεδομένα σε δίκτυο μάχης και στο κέντρο διοίκησης. Ορισμένα πρωτότυπα δοκιμάζουν και αλγορίθμους αυτόματης στοχοποίησης και βολών χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, με μεγάλες όμως ηθικές και επιχειρησιακές συζητήσεις γύρω από την ανεξέλεγκτη χρήση όπλων. Παραμένει ένα θέμα το κατά πόσο γρήγορα μπορεί να διακρίνει ένα στόχο σε εχθρικό ή φίλιο πριν βάλλει (ή βληθεί από αυτόν).
Διαφορετικοί τύποι για κάθε ανάγκη
Σχετικά με τον οπλισμό, τα μη επανδρωμένα οχήματα μάχης μπορούν να φέρουν από ελαφρά πολυβόλα, διαμετρήματος 7,62 mm, έως αυτόματα πυροβόλα 30–50 χιλιοστών, αντιαρματικούς πυραύλους και περιφερόμενα drones με πυρομαχικά αναζήτησης στόχων ευκαιρίας (loitering munitions). Κάποια μοντέλα εξειδικεύονται στη μεταφορά φορτίων (πυρομαχικών, τροφίμων, κ.λπ.) και την παροχή υποστήριξης (π.χ. εκκένωση τραυματιών ή ανεφοδιασμό σε καύσιμα/ενέργεια), ενώ άλλα λειτουργούν ως πλήρη «ρομποτικά άρματα μάχης». Η συνδυασμένη δράση παραδοσιακών αρμάτων μάχης με μη επανδρωμένα συνοδά οχήματα αυξάνει δραματικά την αποτελεσματικότητα, σε αντίστοιχους σχηματισμούς που είδαμε στο άρθρο με τα ιπτάμενα drones.
Το μέγεθός τους ποικίλει σημαντικά: τα μικρότερα και ελαφρύτερα ζυγίζουν λίγους τόνους και μπορούν να μεταφερθούν εύκολα με ελικόπτερα ή φορτηγά, ενώ τα βαρύτερα φτάνουν τους 10–15 τόνους, προσεγγίζουν το μέγεθος ελαφρού τεθωρακισμένου και απαιτούν τη χρήση μεταγωγικών αεροσκαφών τύπου C-130. Tα περισσότερα από αυτά σχεδιάζονται με προδιαγραφές και διαστάσεις τέτοιες ώστε να χωράνε στην καμπίνα φόρτωσης δημοφιλών στρατιωτικών μεταγωγικών αεροσκαφών όπως το C-130.
Για παράδειγμα, το THeMIS της Milrem από την Εσθονία ζυγίζει περίπου 1,6 τόνους και χρησιμοποιείται ήδη σε αρκετούς ευρωπαϊκούς στρατούς, ενώ το Type-X ξεπερνά τους 12 τόνους και θυμίζει μικρό άρμα μάχης (βλέπε πρώτη φωτό στο άνοιγμα του άρθρου).

Το UGV Themis της Milrem από την Εσθονία μπορεί να δεχθεί πυροβόλο ή να μετατραπεί ώστε να μεταφέρει φορτία (δεξιά) © Milrem
Σήμερα, στρατοί όπως της Εσθονίας, της Ολλανδίας, της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, του Ισραήλ και των ΗΠΑ πειραματίζονται ή έχουν εντάξει τέτοιες πλατφόρμες στις ένοπλες δυνάμεις τους.
Οι γερμανικές προσπάθειες
Η γερμανική Renk, η οποία κατέχει ηγετική θέση διεθνώς στην παραγωγή κιβωτίων ταχυτήτων/συστημάτων μετάδοσης κίνησης για στρατιωτικά οχήματα και άρματα μάχης, σχεδιάζει να διευρύνει τη δράση της στον τομέα των μη επανδρωμένων οχημάτων και αρμάτων μάχης, κίνηση εντυπωσιακή για μια συντηρητική, παραδοσιακή μεγάλη εταιρεία.
Σε συνεργασία με την ARX Robotics, μια εταιρεία με έδρα το Μόναχο που ειδικεύεται στη ρομποτική και στην ανάπτυξη λογισμικού, η Renk αναπτύσσει το λειτουργικό σύστημα Mithra, το οποίο θα επιτρέψει την αυτοματοποίηση και την ψηφιοποίηση μελλοντικών στόλων οχημάτων. To Mithra μπορεί να μετατρέψει ένα υπάρχον συμβατικό όχημα σε τηλεκατευθυνόμενο ή αυτόνομης οδήγησης με προσθήκη κατάλληλου λογισμικού.
Τα νέα αυτά μη επανδρωμένα οχήματα θα είναι ελαφρύτερα από τα παραδοσιακά, με βάρος έως 15 τόνους, αλλά με ικανότητες που επιτρέπουν ταχύτητες γύρω στα 90 χιλιόμετρα την ώρα σε ομαλό έδαφος. Δεν θα περιοριστούν μόνο σε υποστηρικτικούς ρόλους, αλλά μεσοπρόθεσμα θα μπορούν να αναλάβουν ενεργές επιχειρησιακές αποστολές δίπλα σε επανδρωμένα άρματα. Η Renk παράλληλα συνεχίζει να αναπτύσσει τεχνολογίες για βαριά άρματα, όπως τις επόμενες εκδόσεις του Leopard 2 και το νοτιοκορεατικό K2.
Ισχυρή ζήτηση και μεγάλα κέρδη
Ο εισηγμένος στο χρηματιστήριο όμιλος Renk, με κύκλο εργασιών 1,14 δισεκατομμύρια ευρώ το 2024, θεωρείται παγκόσμιος ηγέτης στην αγορά συστημάτων μετάδοσης αρμάτων μάχης, με μερίδιο αγοράς περίπου 70%. Τα προϊόντα της Renk βρίσκονται σε περίπου 180.000 οχήματα, συμπεριλαμβανομένων αρμάτων μάχης και πλοίων. Διόλου τυχαία ο μεγαλύτερος μέτοχος της εταιρείας, με σχεδόν 19%, είναι ο γαλλογερμανικός αμυντικός όμιλος KNDS (ΚraussMaffei -που σχεδίασε τα Leopard- και Νexter Defence Systems).
Η ζήτηση έχει εκτοξευθεί: Οι παραγγελίες της Renk σημείωσαν αύξηση περίπου 47% το πρώτο εξάμηνο του 2025, φθάνοντας σε αξία σχεδόν το ένα δισεκατομμύριο ευρώ. Οι συνολικές ανεκτέλεστες παραγγελίες ανέρχονται σε περίπου 6 δισεκατομμύρια ευρώ.
Σε διεθνές επίπεδο, η Renk εντάσσεται σε έναν αυξανόμενο ανταγωνισμό. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η General Dynamics Land Systems και στη Βρετανία η BAE Systems εργάζονται ήδη σε πρωτότυπα UGV με έμφαση στην ευκινησία και την επιβιωσιμότητα, ενώ η Lockheed Martin αναπτύσσει οχήματα με δυνατότητες υβριδικής λειτουργίας – τηλεχειρισμού αλλά και αυτόνομης πλοήγησης.

Το ρωσικό UGV Uran – 9. Εκτός από πυροβόλο φέρει και αντιαρματικούς πυραύλους σε ανασηκωμένη θέση. Μπροστά, αντί για οδηγό, διακρίνονται οι κάμερες και συστήματα νυκτερινής όρασης. © Russian MoD
Στη Ρωσία, η Rostec παρουσίασε το Uran-9, το οποίο όμως εμφάνισε αδυναμίες σε πραγματικές επιχειρήσεις.
Στην Τουρκία, εταιρείες όπως η Aselsan και η FNSS αναπτύσσουν δικά τους μοντέλα, δίνοντας έμφαση στις εξαγωγές. To Shadow Rider της FNSS έχει ήδη δοκιμαστεί με επιτυχία και μπορεί να εκτελέσει πλήθος αποστολών, από βολές υποστήριξης πεζικού έως μεταφορά τραυματιών.

Το Τhemis UGV της Milrem από την Εσθονία, οπλισμένο με πυροβόλο, αλλά και χώρο για μεταφορά φορτίων © Μilrem

Shadow Rider UGV της τουρκικής FNSS σε πρόσφατη επίδειξη δυνατοτήτων © FNSS
Η Rheinmetall στη Γερμανία και η Nexter στη Γαλλία κινούνται επίσης στην ίδια κατεύθυνση, επενδύοντας σε αυτόνομα συστήματα που θα μπορούν να συνεργάζονται με επανδρωμένα άρματα μάχης στο πλαίσιο ενός συνδυασμένου στόλου.
Το επίσης γερμανικό Rheinmetall Mission Master είναι ένα πολύ-λειτουργικό UGV, σχεδιασμένο να φέρει διάφορα modular (αρθρωτά) φορτία σε ιδιαίτερα επικίνδυνα σημεία του μετώπου. Επιπλέον, η Rheinmetall ενεπλάκη πρόσφατα σε εξαγορά της startup Reeq, η οποία αναπτύσσει ηλεκτροκίνητα UGV, side-by-side buggy και quad, ενισχύοντας τη γκάμα των μη επανδρωμένων οχημάτων της.
Η Rheinmetall σε συνεργασία με την κροατική DOK-ING σχεδιάζουν την ανάπτυξη νέων UGV για συνοδεία αρμάτων, εκκαθάριση ναρκών και αναγνώριση — με την πρώτη πλατφόρμα να βασίζεται στη σειρά Komodo της DOK-ING.

Rheinmetall MissionMaster σε διαμόρφωση 8X8 με διπλό εκτοξευτή ρουκετών © Rheinmetall
Προς μη επανδρωμένα Leopard
Η εταιρεία που κατασκευάζει το άρμα μάχης Leopard (δηλαδή ο γαλλογερμανικός όμιλος KNDS) έχει παρουσιάσει ένα μοντέλο Leopard 2 με μη επανδρωμένο πύργο. Πρόκειται για την έκδοση Leopard 2 A‑RC 3.0.
Το τριμελές πλήρωμα έχει μετατοπιστεί κάτω, στο πήγμα, σημαντική βελτίωση από άποψη ασφάλειας σε περίπτωση πλήγματος. Χειριστής, πυροβολητής και διοικητής βρίσκονται ασφαλισμένοι πολύ χαμηλότερα μέσα στο θωρακισμένο σασί. Ο πύργος κατά συνέπεια είναι μικρότερος και εξαιρετικά χαμηλού προφίλ, γεγονός που μειώνει την εμφάνισή του ως στόχου στον αντίπαλο κατά 30%.
Διαθέτει αυτόματο σύστημα τροφοδοσίας πυρομαχικών (autoloader) με ικανότητα τριών βολών μέσα σε 10 δευτερόλεπτα, καθώς και πολυβόλο 30 mm για αντιμετώπιση ελαφρών στόχων και μη επανδρωμένων εναέριων στόχων. Επίσης, φέρει το κλασικό μεγάλο πυροβόλο των 120 mm με δυνατότητα αναβάθμισης σε 130 mm ή 140 mm. Είναι εξοπλισμένο και με υποσύστημα αντιαρματικών πυραύλων για εμπλοκή στόχων εκτός οπτικής επαφής.
Η παρουσίαση της νέας έκδοσης έλαβε χώρα τον Ιούνιο 2024 στην έκθεση Eurosatory και η δεύτερη πρωτότυπη επίδειξη πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 2025 σε στρατιωτική βάση στη Γερμανία. Πρόκειται για ένα μεταβατικό μοντέλο που ικανοποιεί παράλληλα τις ανάγκες μέχρι την έλευση του MGCS (Main Ground Combat System), του μελλοντικού ευρωπαϊκού άρματος μάχης, συνεργασία Γερμανίας και Γαλλίας. Το ενδιαφέρον είναι ότι εκτός από την γαλλογερμανική KNDS συμμετέχει στο πρόγραμμα MGCS και η γερμανική Rheinmetall, η οποία σε άλλα συστήματα αποτελεί ανταγωνιστή.
Το MGCS, το ευρωπαϊκό πρόγραμμα αντικατάστασης των Leopard 2 και Leclerc, έχει στόχο να περιλάβει τόσο επανδρωμένα όσο και ρομποτικά UGV, λειτουργώντας ως «σύστημα συστημάτων» με αναμενόμενη παραγωγή μέσα στην επόμενη δεκαετία.

To νέο Panther KF51 της γερμανικής Rheinmetall βασίζεται στο σασσί του Leopard 2. Ο πυργίσκος είναι εντελώς νέος και ιδιαίτερα προηγμένος, με στόχο να λειτουργεί αργότερα ως μη επανδρωμένος, με πυροβόλο 130mm autoloader και μελλοντικά να εξελιχθεί σε πλήρως τηλεκατευθυνόμενο άρμα. Aποτελεί ανταγωνιστή του επίσης νέου Leopard 2 A‑RC 3.0 της KNDS – αν και χρησιμοποιούν το ίδιο σασσί. © Rheinmetall
Τα UGV του Ισραήλ
• Guardium & AvantGuard: Είναι δύο από τα πιο γνωστά, σχετικά μικρά, τροχοφόρα 4Χ4 UGV που χρησιμοποιεί ο ισραηλινός στρατός. Αναπτύχθηκαν από κοινού από την Israel Aerospace Industries (IAI) και την Elbit Systems. Χρησιμοποιούνται για παραμεθόριες περιπολίες, ειδικά κατά μήκος των συνόρων με τη Γάζα, για επιτήρηση και έγκαιρη ανίχνευση απειλών. Είναι εξοπλισμένα με κάμερες 360 μοιρών, ραντάρ, και μικρόφωνα υψηλής ευαισθησίας. Το δεύτερο είναι οπλισμένο με πολυβόλο/πυροβόλο και μπορεί να εμπλακεί σε μάχη.
• Jaguar: Είναι ένα ημι-αυτόνομο UGV που αναπτύχθηκε επίσης από την IAI σε συνεργασία με τον ισραηλινό στρατό (IDF). Χρησιμοποιείται για την επιτήρηση των συνόρων και είναι εξοπλισμένο με πολυβόλο, αισθητήρες και ηχητικό σύστημα. Έχει σχεδιαστεί για να αντικαθιστά στρατιώτες σε επικίνδυνες αποστολές περιπολίας.
• REX MK II: Ένα ακόμα UGV της IAI, σχεδιασμένο για υποστήριξη πεζικού. Μπορεί να μεταφέρει έως 200 κιλά προμηθειών και να συνοδεύει τα στρατεύματα, μειώνοντας το φορτίο τους και αυξάνοντας την αυτονομία τους.
• ROOK: Ένα πρόσφατο μοντέλο από την Elbit Systems και την Roboteam. Είναι ένα ευέλικτο UGV 6×6, ικανό να μεταφέρει βαρύ φορτίο και να εκτελεί πολλαπλές αποστολές, όπως logistics, ιατρική εκκένωση (MEDVAC), επιτήρηση και ακόμα και να φέρει όπλα.
• ROBUST (M-RCV): Ένα πιο προηγμένο και μεγάλο όχημα, που αναπτύχθηκε από το Υπουργείο Άμυνας του Ισραήλ και την Elbit Systems. Είναι ένα μέσο ρομποτικό όχημα μάχης (M-RCV) που διαθέτει αυτόματο πυροβόλο 30mm και προηγμένους αισθητήρες. Προορίζεται για αυτόνομη αναγνώριση στόχων και μάχη, με ανθρώπινη επίβλεψη εξ’ αποστάσεως για εμπλοκή μάχης.
Άλλοι «παίκτες»
Στην Ευρώπη, η Milrem Robotics (Εσθονία) διαθέτει ήδη το σύστημα THeMIS, ένα modular UGV διαθέσιμο σε εκδόσεις logistics, αναγνώρισης και μάχης, εξοπλισμένο με πολυβόλα, αυτόματα πυροβόλα έως 30 mm, εκτοξευτές αντιαρματικών βλημάτων και loitering munitions. Επιπλέον, έχει παρουσιάσει το πιο βαρέως οπλισμένο Type‑X, ένα ρομποτικό όχημα μάχης με δυνατότητα οπλισμού με αυτόματα πυροβόλα 50 mm και αντιαρματικούς πυραύλους.
Στη Βρετανία, η BAE Systems έχει δημιουργήσει το πρωτότυπο Black Knight, ένα ερπυστριοφόρο UGV με πυροβόλο 30 mm και πολυβόλο 7,62 mm, βάρος περίπου 12 τόνους και δυνατότητα αερομεταφοράς από C‑130, καθώς επίσης το τροχοφόρο επιθετικό ATLAS 8X8, πιο ευέλικτο, με παρόμοιο οπλισμό.

Το ATLAS 8Χ8 της βρετανικής BAe Systems με πυροβόλο των 30mm © ΒΑe Systems
Στις ΗΠΑ, προγράμματα όπως το Robotic Combat Vehicle (RCV) περιλαμβάνουν υποψηφιότητες από τις εταιρείες HDT Global (WOLF-X), Textron Systems, General Dynamics Land Systems (SMET), Oshkosh Defense, McQ, με στόχο να είναι επιλέξιμο και επιχειρησιακά έτοιμο το 2028.
Επιπλέον η Ghost Robotics δοκίμασε «τετραποδικό» UGV (Q‑UGV), το Vision 60, εξοπλισμένο με AI-enabled όπλο για τους πεζοναύτες των ΗΠΑ.

To αμερικανικό WOLF-X Remote Combat Vehicle 8×8, της HDT Global © ΗDT Global
Στο μέτωπο της Ουκρανίας
Στην Ουκρανία, τα μη επανδρωμένα οχήματα έχουν ήδη μπει στη μάχη, καθώς λόγω χαμηλού κόστους μπορούν να δρουν σε μεγάλους αριθμούς και να επιτυγχάνουν κορεσμό, αντικαθιστώντας συμβατικά. Χρησιμοποιούνται ευρύτατα UGV για αποστολές αναγνώρισης, μεταφοράς πυρομαχικών, εκκένωσης τραυματιών, αλλά και για επιθετικές επιχειρήσεις με πολυβόλα ή εκρηκτικά.
Αρκετές ουκρανικές νεοφυείς επιχειρήσεις αναπτύσσουν δικά τους μικρά τηλεκατευθυνόμενα οχήματα μάχης, αλλά υπάρχουν και πολλά εισαγόμενα. Βρετανικές και αμερικανικές εταιρείες έχουν στείλει μικρότερης κλίμακας UGV για εκκαθάριση ναρκών και αποστολές αναγνώρισης.
Από την ουκρανική πλευρά έχουν παρουσιαστεί αρκετά σχέδια. Η εταιρεία Temerland ανέπτυξε το Multifunctional Unmanned Ground Vehicle GNOM, ένα μικρό όχημα-φορέα που μπορεί να φέρει αντιαρματικούς πυραύλους ή να λειτουργεί ως πλατφόρμα μεταφοράς εξοπλισμού.
Παράλληλα, έχουν εμφανιστεί τα Ironclad UGV, βαριά τετρακίνητα οχήματα με τηλεχειριζόμενο πύργο πολυβόλου, που αναπτύχθηκαν από την Robotix Design Bureau. Υπάρχουν επίσης απλούστερα τηλεκατευθυνόμενα οχήματα ερπυστριοφόρα, τα οποία χρησιμοποιούνται ως «ground drones» για μεταφορά εκρηκτικών σε εχθρικές θέσεις ή για ανεφοδιασμό σε δύσβατο έδαφος.
Η Milrem Robotics, που ήδη αναφέραμε, από την Εσθονία, έχει προμηθεύσει την Ουκρανία με το THeMIS UGV, αρθρωτό/modular όχημα που μπορεί να φέρει αντιαρματικούς πυραύλους Javelin ή Spike, πολυβόλα και να λειτουργήσει και ως όχημα εκκένωσης τραυματιών. Το THeMIS έχει ήδη δοκιμαστεί σε συνθήκες μάχης στο μέτωπο.

Το Τhemis UGV της Milrem από την Εσθονία οπλισμένο με πυροβόλο, αλλά και χώρο για μεταφορά φορτίων ή τραυματιών © Μilrem
Επίσης στο ευρωπαϊκό πολεμικό μέτωπο αναπτύσσονται και χρησιμοποιούνται συστήματα όπως το Burya από την ουκρανική FrontLine, ένας τηλεχειριζόμενος πυργίσκος – εκτοξευτής χειροβομβίδων, και το D‑21‑12R, πλήρως τηλεκατευθυνόμενο όχημα, εξοπλισμένο με πολυβόλο διαμετρήματος .50 Cal.
Η Ρωσία επίσης χρησιμοποιεί δικά της μη επανδρωμένα επίγεια συστήματα στο πεδίο της Ουκρανίας, κυρίως τα Uran-6 (μηχανήματα εκκαθάρισης ναρκών), Uran-9, Udar και τώρα δοκιμάζει το πιο προηγμένο Marker UGV.

Το ρωσικό Udar UGV © Sputnik
Το μέλλον των αρμάτων μάχης
Η επόμενη δεκαετία φαίνεται πως θα είναι καθοριστική για την εξέλιξη της μάχης στην ξηρά. Η σύγκλιση τεχνολογιών ρομποτικής, τεχνητής νοημοσύνης και παραδοσιακής βιομηχανίας αρμάτων μάχης δημιουργεί νέες προοπτικές αλλά και νέες ισορροπίες.
Τα μη επανδρωμένα επίγεια οχήματα εξελίσσονται σε πλατφόρμες που θα αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο οι στρατοί επιχειρούν, μειώνοντας τις ανθρώπινες απώλειες και αυξάνοντας την επιχειρησιακή ευελιξία. Σε αυτό το νέο τοπίο, οι κατασκευάστριες εταιρείες εξελίσσονται από απλούς προμηθευτές σε στρατηγικούς «παίκτες» μιας τεχνολογικής μετάβασης που θα καθορίσει την επόμενη γενιά πολέμου.
Το πλήρωμα των αρμάτων μάχης απομακρύνεται σταδιακά από την πρώτη γραμμή και την ευάλωτη, επικίνδυνη θέση του, αφήνοντας χώρο σε έξυπνες πλατφόρμες.
Οι αισθητήρες, τα δίκτυα δεδομένων και τα αυτόνομα συστήματα πλοήγησης μεταμορφώνουν το παραδοσιακό άρμα σε κόμβο ενός ψηφιακού πεδίου μάχης, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται σε κλάσμα δευτερολέπτου και οι επιθέσεις εκτελούνται με χειρουργική ακρίβεια.
Από τα εργοστάσια της Ευρώπης έως το Μέτωπο της Ουκρανίας, η επόμενη γενιά αρμάτων δεν θα είναι μόνο μη επανδρωμένη, αλλά και ενταγμένη σε ένα δίκτυο ρομποτικών και συμβατικά επανδρωμένων συστημάτων, σηματοδοτώντας την πιο ριζική αλλαγή στη μηχανοκίνητη ισχύ από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.