Η οικονομία είμαι εγώ: Tο μάθημα που δεν πήρε ο Τραμπ από τον Περόν

To The Atlantic, παρομοιάζει τη δεύτερη θητεία του Τραμπ με τη δικτατορία του Περόν στη Αργεντινή, που άφησε βαρύ πλήγμα στην οικονομία

Ο Ντόναλντ Τραμπ © EPA/NATHAN HOWARD

Διεκδικώντας τον έλεγχο στη χάραξη της νομισματικής πολιτικής, ανατρέποντας ιστορικές ισορροπίες στο παγκόσμιο εμπόριο με μια ομοβροντία δασμών, χαράσσοντας μια αντιφατική δημοσιονομική πολιτική και παρεμβαίνοντας ακόμη και στη διοίκηση κάποιων από τους ισχυρότερους ομίλους στις ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ ανοίγει ένα νέο μονοπάτι στη διαχείριση της ισχυρότερης οικονομίας του κόσμου. Οι επιπτώσεις, πιθανότατα, να είναι ανυπολόγιστες όχι μόνον για τις ΗΠΑ, αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο, δεδομένου ότι απομένουν σχεδόν τρεισήμισι έτη ακόμη από τη δεύτερη θητεία του Τραμπ, η οποία ξεκίνησε στις 20 Ιανουαρίου, με έναν όγκο εκτελεστικών διαταγμάτων στο Οβάλ Γραφείο. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ο Αμερικανός πρόεδρος επιχειρεί ένα «πραξικόπημα» της οικονομίας, κρίνοντας από τις πράξεις του.

Η παρουσία της κυβέρνησης είναι ιδιαίτερα αισθητή στον κλάδο της τεχνολογίας. Τον Αύγουστο ανακοινώθηκε η απόκτηση του 10% των μετοχών της Intel, ενώ ο ίδιος ο Τραμπ προ μηνών δεν είχε αποκλείσει την εξαγορά της πλατφόρμας ανταλλαγής μηνυμάτων TikTok στο πλαίσιο ενός κρατικού ταμείου με προσανατολισμό τις στρατηγικές επενδύσεις, ακολουθώντας το παράδειγμα των αραβικών κρατών ή και της Κίνας. Η τωρινή κυβέρνηση των Ρεπουμπλικάνων, η οποία αντιφάσκει με τη φιλοσοφία του μη παρεμβατισμού στην οικονομία που ακολουθεί ιστορικά το κόμμα, επέτρεψε τελικά τις εξαγωγές τσιπς των Nvidia και AMD στην Κίνα μόνο αφού οι εταιρείες άρχισαν να καταβάλλουν έναν εξαγωγικό φόρο που ονομάζεται «μερίδιο επί των πωλήσεων». Μολονότι τέτοιου είδους φόροι απαγορεύονται από το Σύνταγμα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν πτοείται. Παρομοίως, ο Τραμπ δεν διστάζει να απειλεί τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, Τζερόμ Πάουελ, με απόλυση εάν δεν μειωθούν αρκετά τα επιτόκια. Αυτή η μεταχείριση επεκτείνεται σε κράτη. Στην Ινδία επιβλήθηκαν δασμοί  50% επειδή αγοράζει φθηνό πετρέλαιο από τη Ρωσία και έτσι εμμέσως βοηθά την πολεμική οικονομία του Πούτιν.

Στο μεταξύ, η πολιτική του Τραμπ κατά της μετανάστευσης έχει φοβίσει τις πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ. Μετά  τη σύλληψη 475 εργαζομένων, κυρίως νοτιοκορεάτικης καταγωγής, σε εργοστάσιο της HyndaiLG Energy Solution που κατασκευάζεται στην πολιτεία της Τζόρτζια, δημιουργούνται κρίσιμα ερωτήματα για την ασφάλεια των υπαλλήλων που εργάζονται σε πολυεθνικές εντός των ΗΠΑ αλλά είναι ξένοι.

Ο Σκοτ Λίνσικομ, αρθρογράφος της αμερικανικής έκδοσης The Atlantic, παρομοιάζει τη δεύτερη θητεία του Τραμπ με τη δικτατορία του Χουάν Ντομίνγκο Περόν στην Αργεντινή, που άφησε βαρύ πλήγμα σε μια από τις πλουσιότερες οικονομίες της Λατινικής Αμερικής για τις επόμενες δεκαετίες. Στο πρόσφατο δείπνο, που παρατέθηκε στον Λευκό Οίκο με καλεσμένους τους επικεφαλής των Meta Platforms, Microsoft, Alphabet, Open AI, Oracle, Apple και άλλων εταιρειών, όλοι εκθείασαν την πολιτική του Τραμπ για τη στήριξη της τεχνητής νοημοσύνης. Έτσι επιβεβαιώθηκε η αμεσότητα του ρόλου, που διαδραματίζει ο Λευκός Οίκος στον τεχνολογικό κλάδο. «Γνωρίζω έμμεσα τους πάντες σε αυτό το τραπέζι, διαβάζοντας και μελετώντας για εσάς, γνωρίζοντας τις επιχειρήσεις σας, διευκολύνοντάς σας σ’ ότι αφορά τη δυνατότητα ηλεκτροδότησης και την απόκτηση αδειών», είπε ο Αμερικανός πρόεδρος.

Οι παρεμβάσεις του Περόν ήταν βαθύτερες. Αποφάσιζε προσωπικά ποιες εταιρείες θα τύγχαναν ευνοϊκότερης μεταχείρισης από το κράτος, ποιες βιομηχανίες θα προστατεύονταν ή θα κρατικοποιούνταν και ποιοι επιχειρηματίες θα επωφελούνταν από τη γενναιοδωρία του. Οι επιπτώσεις του κινήματος του Περόν ήταν ο ανεξέλεγκτος πληθωρισμός, αλλεπάλληλες δημοσιονομικές κρίσεις, η διαφθορά και η φτώχεια. Ο Περόν είχε, επίσης, επιβάλει μια δασμολογική πολιτική με σκοπό την ενθάρρυνση της εγχώριας βιομηχανικής δραστηριότητας που, όμως, οδήγησε σε μη ανταγωνιστικές εταιρείες και αύξηση του κόστους παραγωγής. Κατέστρεψε έναν εύρωστο αγροτικό κλάδο, στρέφοντας τα κεφάλαια σε προστατευόμενες βιομηχανίες, αναφέρει το The Atlantic. Στην παρούσα συγκυρία, το «μεγάλο, όμορφο νομοσχέδιο» του Τραμπ καταργεί γενναιόδωρες επιδοτήσεις που είχε παραχωρήσει ο προκάτοχος του, Τζο Μπάιντεν, στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, θέτοντας σε κίνδυνο επενδύσεις δεκάδων δισεκατομμυρίων και χιλιάδων θέσεων εργασίας. Ο Τραμπ, επίσης, ευελπιστεί ότι με τους δασμούς θα τονωθεί η μεταποιητική δραστηριότητα στις ΗΠΑ.

Μια ακόμη ανησυχητική διάσταση της διαχείρισης της αμερικανικής οικονομίας από τους τωρινούς Ρεπουμπλικάνους ήταν η απόλυση της επικεφαλής της στατιστικής υπηρεσίας του υπουργείου Εργασίας, Ερίκα ΜακΕντάρφερ, στις αρχές Αυγούστου ύστερα από την ανακοίνωση δυσμενών στοιχείων για την απασχόληση. Η ΜακΕντάρφερ είχε προταθεί από τον πρώην πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, για να αναλάβει το αξίωμα το 2023 και είχε επικυρωθεί από τη Γερουσία των ΗΠΑ τον επόμενο χρόνο. «Χρειαζόμαστε ακριβή στοιχεία για την απασχόληση. Έχω δώσει εντολή στην ομάδα μου να απολύσει άμεσα την πολιτικά διορισμένη του Μπάιντεν. Θα αντικατασταθεί από κάποιον πολύ πιο ικανό και καταρτισμένο», είχε αναφέρει ο Τραμπ σε ανάρτησή του. Σύμφωνα με τη μηνιαία έκθεση του υπουργείου, είχαν δημιουργηθεί 73.000 θέσεις εργασίας τον Ιούλιο, δηλαδή λιγότερες απ’ ότι αναμένονταν, ενώ το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε από το 4,1% στο 4,2%. Τον Αύγουστο, δε, προστέθηκαν ακόμη λιγότερες θέσεις εργασίας, δηλαδή μόνον 22.000, με την ανεργία να αυξάνεται περαιτέρω στο 4,3%.

Καθώς συσσωρεύονται τα ανησυχητικά σημάδια στις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο από τις πολιτικές του Τραμπ, το πρακτορείο Bloomberg υπολογίζει ότι ο εμπορικός πόλεμος που έχει κηρύξει ο Τραμπ θα περιορίσει την αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ στο 3% το 2025 και στο 2,7% το 2026, δηλαδή χαμηλότερα από το 3,5%, που ίσχυε προ πανδημίας. Έρευνα του Bruegel καταλήγει στην εκτίμηση πως «η τρέλα των δασμών» του Τραμπ μπορεί να διαρκέσει μια τριετία μέχρι και μια επταετία ή ακόμη και 20ετία στο χειρότερο σενάριο. Μέσα στους επόμενους μήνες, πάντως, οι συνέπειες των δασμών θα γίνουν ακόμα πιο έντονες στις ΗΠΑ, οδηγώντας σε εξασθένιση της ανάπτυξης, σε μείωση των κερδών και σε αύξηση του πληθωρισμού. Το ερώτημα είναι εάν η κυβέρνηση Τραμπ θα περικυκλώσει ακόμη πιο στενά την οικονομία της χώρας του ή εάν θα ακολουθήσει τη φιλελεύθερη πολιτική, που ιστορικά ασπάζονταν οι Ρεπουμπλικάνοι.