Το επικίνδυνο πείραμα του χρέους για την Ευρώπη

Τα ισχυρά κράτη της Ευρώπης καλούνται να μειώσουν τις δημόσιες δαπάνες υπό την πίεση των αγορών την ώρα που πρέπει να τονωθεί η άμυνα

Μακρόν, Μερτς και Στάρμερ © EPA/LUDOVIC MARIN

Οι εκλογές της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας αυτή την Κυριακή αναμένεται να καθρεπτίσουν τις προθέσεις των ψηφοφόρων σε όλη τη Γερμανία σε μια περίοδο, που το ακροδεξιό AfD κερδίζει έδαφος. Το συγκεκριμένο κρατίδιο απαρτίζεται από έναν πληθυσμό με ποικιλόμορφο εισοδηματικό, πολιτισμικό και κοινωνικό υπόβαθρο. Οπότε η κυβέρνηση του καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς θα μπορεί να σχηματίσει μια εικόνα για τις προθέσεις της κοινής γνώμης, σε μια περίοδο, που η ισχυρότερη οικονομία στην Ευρωζώνη ετοιμάζεται να επεκτείνει κατακόρυφα τον δανεισμό της, καταρρίπτοντας το ταμπού της δημοσιονομικής λιτότητας σε μια περίοδο οξυμένης γεωπολιτικής αβεβαιότητας.

Το γερμανικό κοινοβούλιο ενέκρινε την αναθεώρηση του Συντάγματος για το φρένο χρέους τον περασμένο Μάρτιο, δίνοντας ουσιαστικά το πράσινο φως σε κρατικές δαπάνες 1 τρισ. ευρώ για την άμυνα και τις υποδομές την επόμενη δεκαετία. Όμως η αύξηση δανεισμού πυροδοτεί έντονη πολιτική διαμάχη, με τα ακραία λαϊκιστικά και ξενοφοβικά κόμματα να εκμεταλλεύονται τις επιφυλάξεις των επενδυτών, έτσι όπως αυτές εκδηλώνονται με την άνοδο των αποδόσεων στα κρατικά ομόλογα.

Από την άλλη πλευρά, η ανάγκη κρατικών επενδύσεων στην άμυνα δεν ήταν ποτέ τόσο μεγάλη για τα ευρωπαϊκά κράτη, δεδομένης της ρωσικής επιθετικότητας και της αποστασιοποίησης των ΗΠΑ ως εγγυητής ασφάλειας στη Γηραιά Ήπειρο. Έτσι δημιουργείται ένα πολιτικό ρήγμα με επίκεντρο την οικονομία.

Δυσοίωνες οι προβλέψεις για το δημόσιο χρέος

Οι συσσωρευμένες υποχρεώσεις των κρατών μαζί με τις πολιτικές αναταράξεις στην Ευρώπη δημιουργούν μια σύνθετη πρόκληση για τις οικονομίες. Αφενός, η ακροδεξιά στην Ευρώπη -και όχι αποκλειστικά στη Γερμανία- επιδιώκει την πολιτική αστάθεια και εντείνει την κριτική στις κυβερνήσεις. Αφετέρου, η υποχρεωτική αναβάθμιση της άμυνας και η ανάγκη για τη στήριξη της ανάπτυξης αναγκάζουν τα κράτη να δανειστούν περαιτέρω παρά τις αμφιβολίες των επενδυτών. Η άνοδος των αποδόσεων στα μακροπρόθεσμα ομόλογα της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Βρετανίας, όπως και των ΗΠΑ, αντανακλούν φόβους για τον εκτροχιασμό των χρεών στον ανεπτυγμένο κόσμο μετά τις δοκιμασίες της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, που προκλήθηκε λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.

Σε βασικό σενάριο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) υπολογίζεται, ότι το παγκόσμιο δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά επιπλέον 2,8 ποσοστιαίες μονάδες, φτάνοντας το 95,1% κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους. Μέχρι το πέρας της δεκαετίας θα έχει ανέλθει στο 100% του ΑΕΠ, υπερβαίνοντας το υψηλό επί πανδημίας. Σε ακραίο σενάριο του ΔΝΤ εκτιμάται ότι το παγκόσμιο δημόσιο χρέος μπορεί να φτάσει μέχρι το 117% του ΑΕΠ έως το 2027, προσεγγίζοντας επίπεδα που δεν έχουν καταγραφεί από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Γερμανία σε ευνοϊκότερη δημοσιονομική θέση από τη Γαλλία και τη Βρετανία

Οικονομικοί αναλυτές που μίλησαν πρόσφατα στη Deutsche Welle τονίζουν πως δεν έχει σημασία μόνο το ύψος του δημόσιου χρέους, αλλά και ποιος χρωστάει. Μολονότι το 10ετές κόστος δανεισμού της γερμανικής οικονομίας έχει αναρριχηθεί από 2% πέρσι τον Σεπτέμβριο στο 2,7% σήμερα, η Γερμανία βρίσκεται σε ευνοϊκότερη θέση από τις υπόλοιπες ισχυρές οικονομίες του ανεπτυγμένου κόσμου.

Διότι οι αποδόσεις των 10ετών κρατικών ομολόγων της Γερμανίας είναι χαμηλότερες από το 3,5%, που εμφανίζουν οι αντίστοιχοι τίτλοι της Γαλλίας και της Ιταλίας ή το 4,6%, που ισχύει για τη Βρετανία. Βασικός λόγος είναι ότι το δημόσιο χρέος της Γερμανίας βρίσκεται σήμερα στο 64% του ΑΕΠ, δηλαδή είναι μακράν χαμηλότερο από το 113% της Γαλλίας ή το 101,3% της Βρετανίας. Την ίδια ώρα, οι προβλέψεις για υποτονική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη δημιουργούν αμφιβολίες για την άμεση δυνατότητα των κυβερνήσεων να αντλήσουν μεγαλύτερα έσοδα.

Η πρόκληση της αύξησης των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ

Πηγές των Financial Times αποκάλυψαν πως η συμφωνία «Lancaster 2.0», που υπεγράφη από το Παρίσι και το Λονδίνο τον περασμένο Ιούλιο και έχει ως στόχο την εμβάθυνση της μεταξύ τους αμυντικής συνεργασίας υποκινήθηκε, διότι καμία από τις δυο χώρες δεν διαθέτει σήμερα τους πόρους να τονώσει άμεσα τις αμυντικές δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ, όπως απαιτούν οι ΗΠΑ στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Τόσο η κυβέρνηση του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, όσο και του πρωθυπουργού Κιρ Στάρμερ, προσπαθούν να περάσουν μειώσεις στις δημόσιες δαπάνες και αυξήσεις στους φόρους.

Στην περίπτωση της Γαλλίας, μάλιστα, οι αντιδράσεις είναι τόσο έντονες από το ακροδεξιό κόμμα της Λεπέν και τα υπόλοιπα ισχυρά κόμματα του κοινοβουλίου, που ο Μακρόν έχει αναγκαστεί να αλλάξει πρωθυπουργό τρεις φορές από τις πρόωρες εκλογές του Ιουλίου του 2024. Στη Βρετανία κυκλοφορούν φήμες για την παραίτηση της υπουργού Οικονομικών, Ρέιτσελ Ριβς, ενώ το ακροδεξιό κόμμα Reform UK, το οποίο προηγείται στις δημοσκοπήσεις, προβάλει μια λαοφιλή πολιτική με μειώσεις φόρων.

Είναι δυνατόν η Ευρώπη να αποφύγει μια τόσο μεγάλη αύξηση των χρεών της, αλλά και να τονώσει την άμυνα της σε μια περίοδο μεγάλης γεωπολιτικής αβεβαιότητας; Στις εκθέσεις τους για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας στην Ε.Ε, ο Μάριο Ντράγκι και ο Ενρίκο Λέτα κάνουν λόγο για τον ρόλο της άμυνας στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. Η έκθεση του Ενρίκο Λέτα για την ενιαία αγορά υπογραμμίζει ότι η αμυντική βιομηχανία πρέπει να ενσωματωθεί ως βασικός τομέας της αγοράς. Επισημαίνει τον κατακερματισμό της αγοράς και την απουσία συντονισμού στις προμήθειες, με αποτέλεσμα οι χώρες της ΕΕ να εξαρτώνται από διεθνείς προμηθευτές, κυρίως από τις ΗΠΑ.

Η έκθεση του Ντράγκι τονίζει ότι η ΕΕ πρέπει να αναλάβει «αυξανόμενη ευθύνη για τη δική της άμυνα και ασφάλεια» και προτείνει τη μεγαλύτερη χρήση κοινών προμηθειών και την αποφασιστική προσαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, για να καταστούν δυνατές οι συγχωνεύσεις αμυντικών εταιρειών. Τέλος, ο Λέτα πάντα υπογραμμίζει ότι η ενοποίηση των αγορών κεφαλαίου στην Ε.Ε θα απελευθερώσει τεράστιες επενδυτικές δυνατότητας στην Ε.Ε προς όφελος των οικονομιών και της άμυνας.