Η Ελλάδα, μαζί με την Ιταλία, την Ισπανία, τη Γαλλία και την Ουγγαρία, τάχθηκε πρόσφατα κατά της πρότασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επιβολή αυστηρότερων περιορισμών στην έκδοση βίζας για τους Ρώσους πολίτες.
Η στάση αυτή, η οποία προκάλεσε συζητήσεις εντός της ΕΕ, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε οικονομικούς λόγους (τουρισμός, εμπόριο), καθώς και σε διπλωματικές εκτιμήσεις.
Σύμφωνα με αναφορές, η ελληνική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η πλήρης διακοπή της εισόδου Ρώσων τουριστών θα έπληττε την τουριστική βιομηχανία της χώρας. Ο μέσος Ρώσος τουρίστας ξοδεύει περίπου €1.300 την ημέρα, ποσό που συνεισφέρει σημαντικά στην τοπική οικονομία, ειδικά σε δημοφιλείς προορισμούς. Πολιτικοί αναλυτές επισημαίνουν ότι η Ελλάδα, η οποία προσπαθεί να ανακάμψει από την οικονομική κρίση, δεν μπορεί να αγνοήσει τα οφέλη που προκύπτουν από τον τουρισμό.
Η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι η απαγόρευση της εισόδου σε όλους τους Ρώσους, ανεξαρτήτως της σχέσης τους με το Κρεμλίνο, θα ήταν μια άδικη και αναποτελεσματική πολιτική. Υποστηρίζει ότι η τιμωρία πρέπει να είναι στοχευμένη και να αφορά άτομα που συνδέονται άμεσα με το καθεστώς, όχι τον απλό πολίτη. Επιπλέον, εκφράζονται φόβοι ότι μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να δημιουργήσει μεγαλύτερη ένταση στις σχέσεις με τη Ρωσία, χωρίς να προσφέρει ουσιαστικά αποτελέσματα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ετοιμάζεται εδώ και καιρό να σκληρύνει τη στάση της σχετικά με την έκδοση θεωρήσεων (βίζας) σε Ρώσους υπηκόους, έπειτα από χρόνια πιέσεων από χώρες-μέλη που βρίσκονται στα ανατολικά της σύνορα.
Αξιωματούχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δήλωσε ότι νέες κατευθυντήριες γραμμές για τις χώρες του μπλοκ, που αναμένεται να δημοσιευθούν στο τέλος του έτους, θα προτείνουν αυστηρότερους περιορισμούς στην έκδοση θεωρήσεων σε Ρώσους και πολίτες άλλων «εχθρικών» κρατών.
Δύο Ευρωπαίοι διπλωμάτες από χώρες που συνορεύουν με τη Ρωσία ανέφεραν ότι οι κυβερνήσεις τους ασκούν επί χρόνια πιέσεις στις Βρυξέλλες για την έκδοση τέτοιων οδηγιών, με έναν εξ αυτών να τις χαρακτηρίζει «πολύ καθυστερημένες». Ο αξιωματούχος της Επιτροπής και οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες ζήτησαν ανωνυμία καθώς δεν είχαν εξουσιοδότηση να μιλήσουν δημόσια για το ευαίσθητο αυτό θέμα.
Σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα κράτη
Η ΕΕ είχε ήδη καταργήσει τη συμφωνία διευκόλυνσης θεωρήσεων με τη Ρωσία τον Σεπτέμβριο του 2022, μετά την πλήρους κλίμακας εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία, καθιστώντας τη διαδικασία αίτησης πιο ακριβή και χρονοβόρα.
Ωστόσο, οι θεωρήσεις παραμένουν στην αρμοδιότητα των επιμέρους κρατών-μελών, πράγμα που σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλει γενική απαγόρευση εισόδου Ρώσων στην Ένωση.
Ως εκ τούτου, οι εθνικές πολιτικές διαφέρουν σημαντικά: χώρες όπως η Πολωνία, η Τσεχία, η Φινλανδία, η Λετονία, η Εσθονία και η Λιθουανία είτε μπλοκάρουν είτε περιορίζουν αυστηρά τις αιτήσεις βίζας από Ρώσους, εκτός από ειδικές περιπτώσεις, ενώ άλλες — μεταξύ αυτών η Ουγγαρία, η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία — συνεχίζουν να τις χορηγούν με μεγαλύτερη ευκολία.
Το 2024, πάνω από μισό εκατομμύριο Ρώσοι έλαβαν θεωρήσεις Σένγκεν, σύμφωνα με στοιχεία της Επιτροπής — αύξηση σε σχέση με το 2023, αν και ο αριθμός παραμένει πολύ κάτω από τα προπολεμικά επίπεδα, όταν είχαν εκδοθεί πάνω από 4 εκατομμύρια θεωρήσεις το 2019.
Συστάσεις χωρίς δεσμευτικούς κανόνες
Η επικείμενη στρατηγική της Επιτροπής σε επίπεδο ΕΕ, που αναμένεται να δημοσιευθεί τον Δεκέμβριο, δεν θα επιβάλλει δεσμευτικούς κανόνες αλλά θα περιλαμβάνει κοινές συστάσεις, συμπεριλαμβανομένων αυστηρότερων κριτηρίων για την είσοδο Ρώσων στην Ένωση, σύμφωνα με τον αξιωματούχο της Επιτροπής.
Σύμφωνα με δημόσια πρόσκληση για υποβολή στοιχείων από τις Βρυξέλλες, το σχέδιο θα εστιάζει εν μέρει στην αντιμετώπιση αναδυόμενων προκλήσεων, ιδίως εκείνων που σχετίζονται με κινδύνους για την ασφάλεια.
Οι υπό διαμόρφωση κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες βρίσκονται ακόμη υπό συζήτηση, είναι ανεξάρτητες από ενδεχόμενη απαγόρευση θεωρήσεων που εξετάζεται στο πλαίσιο του επόμενου πακέτου κυρώσεων της ΕΕ κατά της Ρωσίας.
Η Λετονία σταμάτησε την έκδοση τουριστικών θεωρήσεων για Ρώσους εδώ και τρία χρόνια.
Η διπλωματική στάση της Ελλάδας δεν είναι μοναδική. Άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, που βασίζονται επίσης στον τουρισμό, έχουν εκφράσει παρόμοιες ανησυχίες. Η Ουγγαρία, από την άλλη πλευρά, έχει δηλώσει τη διαφωνία της για πολιτικούς λόγους, διατηρώντας στενές σχέσεις με τη Ρωσία.
Το ζήτημα αναμένεται να παραμείνει στην ατζέντα των συζητήσεων της ΕΕ, με τα κράτη μέλη να προσπαθούν να βρουν μια κοινή θέση που θα ικανοποιεί τόσο τις πολιτικές όσο και τις οικονομικές τους ανάγκες. Η Ελλάδα, με τη στάση της, δείχνει ότι προτιμά μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση, αποφεύγοντας μια πλήρη ρήξη που θα είχε σοβαρές οικονομικές συνέπειες.