Η απειλή του δημόσιου χρέους επιστρέφει στην Ευρώπη

Νέες προκλήσεις φέρνει το δημόσιο χρέος στην ΕΕ: Από την άμυνα και τα δημοσιονομικά, έως την πολιτική αστάθεια και τις κοινωνικές αντιδράσεις

Φρίντριχ Μερτς και Εμανουέλ Μακρόν © EPA/LUDOVIC MARIN / POOL MAXPPP OUT

Η Ευρώπη φαίνεται να επιστρέφει σε ένα γνώριμο, αλλά επικίνδυνο μονοπάτι: το δημόσιο χρέος αναδύεται ξανά ως κρίσιμο ζήτημα, δημιουργώντας αμφισημίες, πολιτικές εντάσεις και διχασμό στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης.

Οι προσπάθειες των κρατών-μελών να χρηματοδοτήσουν επείγουσες ανάγκες, όπως η ενίσχυση των αμυντικών δαπανών και η υποστήριξη στρατηγικών τομέων, οδηγούν σε υπέρογκα προγράμματα δανεισμού, που επαναφέρουν στο προσκήνιο το ερώτημα για τη βιωσιμότητα του χρέους, σύμφωνα με δύο δημοσιεύματα των γερμανικών εφημερίδων Handelsblatt και Frankfurter Allgemeiner Zeitung (FAZ).

Στη Γαλλία, οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες για τη χρηματοδότηση της άμυνας και των κρίσιμων υποδομών έχουν οδηγήσει σε αύξηση των δανειακών υποχρεώσεων, προκαλώντας συζητήσεις για την ικανότητα του κράτους να διατηρήσει τη δημοσιονομική ισορροπία. Η πίεση αυτή δεν αφορά μόνο το χρέος ως οικονομικό μέγεθος, αλλά θέτει στο επίκεντρο τον διχασμό ανάμεσα στη δημοσιονομική πειθαρχία και την ανάγκη στρατηγικών επενδύσεων, αναφέρει η FAZ.

Παράλληλα, η Γερμανία, παραδοσιακά προσηλωμένη στην αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, εμφανίζεται διχασμένη. Από τη μία, η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την πρόκληση να διασφαλίσει τη σταθερότητα του δικού της χρέους και να τηρήσει τους κανόνες της ΕΕ· από την άλλη, καλείται να υποστηρίξει χώρες της ευρωζώνης που δοκιμάζονται από υπέρογκα δανειακά βάρη, σημειώνει η Handelsblatt. Το αποτέλεσμα είναι ένα μίγμα σκεπτικισμού και αβεβαιότητας για το πώς μπορούν να συνδυαστούν η αλληλεγγύη και η αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία.

Αντιπαράθεση για τη στρατηγική διαχείρισης του δημόσιου χρέους

Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι η επανεμφάνιση του δημόσιου χρέους ως αμφιλεγόμενου παράγοντα δεν αφορά μόνο τις μεγάλες οικονομίες. Τα κράτη-μέλη με ήδη υψηλό ποσοστό χρέους, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, βρίσκονται υπό συνεχή πίεση από τις αγορές, με τον κίνδυνο αύξησης του κόστους δανεισμού να γίνεται ορατός απειλητικά. Η ΕΚΤ καλείται να παίξει διπλό ρόλο: να εξασφαλίσει τη νομισματική σταθερότητα και ταυτόχρονα να παρέχει εργαλεία για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων χρεών, σύμφωνα με τη FAZ.

Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης βρίσκεται η στρατηγική διαχείρισης χρέους. Η παραδοσιακή προσέγγιση, με όρια χρέους στο 60% του ΑΕΠ και ελλείμματα στο 3%, φαντάζει πλέον ανεπαρκής. Η Handelsblatt επισημαίνει ότι οι κανόνες χρειάζονται ευελιξία, ώστε να επιτρέπουν στα κράτη-μέλη να χρηματοδοτούν αναγκαίες επενδύσεις χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του χρέους. Το δίλημμα είναι ξεκάθαρο: πώς μπορούν οι κυβερνήσεις να αντιμετωπίσουν τις δημοσιονομικές προκλήσεις και ταυτόχρονα να μην δημιουργήσουν νέα αδιέξοδα;

Στη Γερμανία, η συζήτηση για τη διαχείριση του χρέους άλλων χωρών της ευρωζώνης πυροδοτεί έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις. Οι αγορές παρακολουθούν με προσοχή τις αποφάσεις του Βερολίνου, καθώς κάθε υποχώρηση στη δημοσιονομική πειθαρχία μπορεί να ερμηνευτεί ως σήμα για μεγαλύτερη ανοχή στο χρέος σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, υποστηρίζει η FAZ. Αυτή η αντίφαση αναδεικνύει τα όρια των παραδοσιακών πολιτικών και την ανάγκη για συντονισμό και στρατηγική προσέγγιση σε κεντρικό επίπεδο ΕΕ.

Ραγδαία αύξηση των παγκόσμιων κρατικών χρεών

Το παγκόσμιο κρατικό χρέος προβλέπεται να αυξηθεί ραγδαία τα επόμενα χρόνια. Το ΔΝΤ προβλέπει ότι το παγκόσμιο κρατικό χρέος θα φτάσει το 95,1% του ΑΕΠ φέτος και το 100% μέχρι το τέλος της δεκαετίας, ξεπερνώντας τα επίπεδα της πανδημίας. Σενάρια υψηλού κινδύνου το φέρνουν στο 117% έως το 2027, σε επίπεδα που δεν έχουν παρατηρηθεί από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι λόγοι: συγκρούσεις για δασμούς, αυξημένες αποδόσεις ομολόγων, υψηλότερα ασφάλιστρα κινδύνου και αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες στην Ευρώπη.

Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι οι βιομηχανικές χώρες θα εκδώσουν κρατικά ομόλογα αξίας 17 τρισεκατομμυρίων δολαρίων το 2025, κάτι που συνιστά ρεκόρ όλων των εποχών. Ο δανεισμός στις αναδυόμενες οικονομίες έχει τριπλασιαστεί από το 2007.

Η υψηλή ζήτηση κεφαλαίων ανεβάζει τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων, αλλά η ανάπτυξη από τις επιπλέον δαπάνες συχνά απουσιάζει. Τα έξοδα τόκων γίνονται μεγάλο μέρος του προϋπολογισμού, καθιστώντας δύσκολη τη διατήρηση ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Ο Κένεθ Ρογκόφ του Χάρβαρντ προειδοποιεί για «οικονομική κατάρρευση» αν τα επιτόκια συνεχίσουν να αυξάνονται, ενώ ο Ρέι Ντάλιο βλέπει πιθανή «χρηματοπιστωτική καρδιακή προσβολή» ξεκινώντας από τις ΗΠΑ.

Στην Αμερική κυκλοφορούν σενάρια για μη συμβατικούς τρόπους αντιμετώπισης του χρέους από τον πρόεδρο Τραμπ: διατήρηση χαμηλών επιτοκίων ή αναγκαστική ανταλλαγή ομολόγων με άτοκα 100ετούς λήξης.

Ο Κρίστιαν Σέβινγκ της Deutsche Bank επισημαίνει ότι η κατάσταση στην αγορά ομολόγων αντανακλά πολιτική αβεβαιότητα, έλλειψη μεταρρυθμίσεων και αύξηση χρέους.

Η Γερμανία διακινδυνεύει τον ρόλο της ως άγκυρα σταθερότητας

Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Λαρς Κλίνγκμπαϊλ, χρησιμοποιεί τα χρέη για επενδύσεις και επιδοτήσεις, αλλά πολλές δαπάνες δεν βελτιώνουν ουσιαστικά την άμυνα ή τις υποδομές, αναφέρει η Handelsblatt. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δημιουργεί νέα δημοσιονομικά κενά, ενώ η απόδοση των 30ετών ομολόγων φτάνει σε υψηλά 14 ετών. Το κόστος τόκων θα αυξηθεί στα 30 δισεκατομμύρια ευρώ φέτος και θα υπερδιπλασιαστεί έως το 2029.

Η Γερμανία, όπως και άλλες χώρες, αντιμετωπίζει την πίεση εξυπηρέτησης χρέους, που ισοδυναμεί με δαπάνες για παιδεία, άμυνα ή συντάξεις. Η αύξηση των επιτοκίων περιορίζει το δημοσιονομικό περιθώριο και αναδεικνύει την ανάγκη μεταρρυθμίσεων.

Η Γαλλία ζει πάνω από τις δυνατότητές της για 51 χρόνια με χρέος 118% του ΑΕΠ, ενώ η Ιταλία φτάνει το 140%. Τα ασφάλιστρα κινδύνου στα γαλλικά ομόλογα υπερβαίνουν αυτά της Ελλάδας και περιστασιακά της Ιταλίας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αντιμετωπίζει επίσης δανειακή πίεση λόγω του Ταμείου Ανάκαμψης.

Η πίεση εντείνεται καθώς οι τάσεις στα επιτόκια αλλάζουν το κόστος δανεισμού. Η αύξηση των επιτοκίων καθιστά πιο επιτακτική την ανάγκη για προληπτική διαχείριση του χρέους και αναδεικνύει την αδυναμία ορισμένων κρατών να χρηματοδοτήσουν ταυτόχρονα κοινωνικές πολιτικές και στρατηγικές επενδύσεις.

Η ΕΚΤ βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα δύσκολο σταυροδρόμι: η νομισματική πολιτική πρέπει να υποστηρίζει την ανάπτυξη, αλλά και να προστατεύει την αξιοπιστία του ευρώ, προσθέτει η Handelsblatt.

Πολιτική αστάθεια και κοινωνικές αντιδράσεις στη σκιά του χρέους

Η σύγκρουση ανάμεσα σε στρατηγικές επενδύσεις και δημοσιονομική πειθαρχία φαίνεται να διχάζει όχι μόνο τις κυβερνήσεις, αλλά και τους πολίτες. Στη Γαλλία, η συζήτηση για τη χρηματοδότηση της άμυνας και των κρίσιμων υποδομών οδηγεί σε δημόσια αμφισβήτηση των προτεραιοτήτων με την κοινωνική αντιπολίτευση να αναδεικνύεται σε κρίσιμο παράγοντα στον κυκεώνα της πολιτικής αστάθειας, που ταλανίζει τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνηες.

Στη Γερμανία, οι πολιτικές δυνάμεις διαφωνούν για το πόσο ανοχή πρέπει να επιδειχθεί απέναντι στα χρέη άλλων κρατών-μελών, παράλληλα με τη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας. Το αποτέλεσμα είναι ένας διχασμός που καθιστά δύσκολη την εξεύρεση κοινών λύσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σύμφωνα με τη FAZ.

Παράλληλα, οι αγορές παρακολουθούν με αυξημένη ανησυχία την εξέλιξη του χρέους, καθώς η αβεβαιότητα αυξάνει το κόστος δανεισμού και ενισχύει την ανάγκη για στρατηγική διαχείριση. Η Handelsblatt τονίζει ότι η ΕΚΤ εξετάζει πλέον εργαλεία που επιτρέπουν την ευέλικτη διαχείριση, όπως η αναπλήρωση αποθεμάτων και η πιο δυναμική παρέμβαση στις αγορές ομολόγων, ώστε να περιορίζεται ο κίνδυνος αθέτησης και να ενισχύεται η εμπιστοσύνη των επενδυτών.

Ακροβασίες για το χρέος σε λεπτό στρώμα πάγου – Οι παραδοσιακές συνταγές δεν επαρκούν

Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι η Ευρώπη καλείται να βρει ισορροπία ανάμεσα σε δημοσιονομική πειθαρχία και πολιτική στρατηγική. Η επανεμφάνιση του δημόσιου χρέους ως απειλής δείχνει ότι οι παραδοσιακές συνταγές δεν επαρκούν πλέον. Η διαχείριση του χρέους απαιτεί ευελιξία, συντονισμό, πολιτική βούληση και προνοητικότητα, προκειμένου να αποφευχθούν νέα αδιέξοδα και να διασφαλιστεί η σταθερότητα της Ευρωζώνης.

Η πρόκληση είναι διπλή: να εξασφαλιστεί η οικονομική βιωσιμότητα των κρατών-μελών και ταυτόχρονα να προστατευθούν οι στρατηγικές προτεραιότητες και η κοινωνική συνοχή, αναφέρουν FAZ και Handelsblatt.

Με τη Γαλλία και τη Γερμανία στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης, το ζήτημα του δημόσιου χρέους επανέρχεται ως καθοριστικός παράγοντας για την πολιτική και οικονομική σταθερότητα στην Ευρώπη, με την Eυρωζώνη καλείται να αποδείξει ότι μπορεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις χωρίς να θυσιάσει την ενότητα και την αξιοπιστία της.